Κατ’ ἀρχάς νά ξεκαθαρίσουμε ὅτι ἡ Εὐρώπη εἶναι σήμερα ὁ μοναδικός χῶρος ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά προστατεύσει τούς δημοκρατικούς θεσμούς.
Ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση εἶναι ἀναμφίβολα τό πιό φιλόδοξο πολιτικό ἐγχείρημα τοῦ μεταπολεμικοῦ κόσμου. Εἴκοσι ἑπτά χῶρες (Αὐστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Ἑλλάδα, Ἐσθονία, Ἰρλανδία, Ἱσπανία, Ἰταλία, Κάτω Χῶρες [Ὁλλανδία], Κροατία, Κύπρος, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβοῦργο, Μάλτα, Οὑγγαρία, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβακία, Σλοβενία, Σουηδία, Τσεχία, Φινλανδία), μέ διαφορετικές ἱστορίες, οἰκονομίες καί προτεραιότητες.
Εἴκοσι ἑπτά κράτη-μέλη ἐπιχειροῦν νά βαδίσουν μαζί σέ μιά πορεία συνεργασίας καί ἀλληλεγγύης. Ὅμως, αὐτή ἡ ποικιλομορφία, πού θεωρητικά ἀποτελεῖ πλεονέκτημα, στήν πράξη συχνά μετατρέπεται σέ τροχοπέδη, καθώς ὁ κατακερματισμός τῶν ἀπόψεων ὁδηγεῖ σέ ἀργοπορίες, ἡμίμετρα καί χαμένες εὐκαιρίες.
Ἀρκεῖ μιά ματιά στά μεγάλα ζητήματα πού ἀπασχολοῦν τήν Ἕνωση. Στό μεταναστευτικό, οἱ χῶρες τοῦ Νότου ζητοῦν ἀλληλεγγύη, τήν ὥρα πού πολλές βόρειες χῶρες κλείνουν τά σύνορα καί ἀρνοῦνται νά μοιραστοῦν τό βάρος. Στήν ἐνεργειακή πολιτική, ἡ Γερμανία καί ἡ Πολωνία ἔχουν τελείως διαφορετικές ἀφετηρίες καί ἀνάγκες σέ σχέση μέ τήν Ἱσπανία ἤ τήν Σουηδία. Ἀκόμη πιό χαρακτηριστική εἶναι ἡ ἐξωτερική πολιτική: ἡ ὁμοφωνία πού ἀπαιτεῖται γιά κυρώσεις ἤ κοινές θέσεις τίθεται ἐν ἀμφιβόλῳ, ἀφοῦ μία καί μόνη χώρα μπορεῖ νά ματαιώσει τήν λήψη ἀποφάσεων.
Αὐτή ἡ πραγματικότητα ἔχει συνέπειες πού δέν περιορίζονται στά κλειστά δωμάτια τῶν Βρυξελλῶν. Ὅταν ἡ ΕΕ ἐμφανίζεται ἀργοπορημένη ἤ διχασμένη, πλήττεται αὐτομάτως ἡ διεθνής της εἰκόνα. Πῶς νά θεωρηθεῖ παγκόσμιος ρυθμιστής, ὅταν δυσκολεύεται νά συμφωνήσει ἀκόμη καί στά στοιχειώδη; Ἡ βραδύτητα στήν λήψη ἀποφάσεων δίνει χῶρο καί χρόνο σέ ἄλλες –συνήθως ἐλάχιστα δημοκρατικές– δυνάμεις νά κινηθοῦν πιό γρήγορα, ἀφήνοντας τήν Εὐρώπη πίσω στίς παγκόσμιες ἐξελίξεις.
Ἡ ἐγγενής αὐτή ἀδυναμία φθείρει καί τήν ἐμπιστοσύνη τῶν Εὐρωπαίων πολιτῶν. Ἡ εἰκόνα μιᾶς Ἑνώσεως εἴκοσι ἑπτά κρατῶν, ἡ ὁποία βυθίζεται σέ διαπραγματεύσεις ἀτέρμονες, γιά νά καταλήξει σέ συμβιβασμούς πού ἱκανοποιοῦν ἐλάχιστους καί ἀπογοητεύουν τούς περισσότερους, ἐνισχύει τόν εὐρωσκεπτικισμό. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι τά τελευταῖα χρόνια βλέπουμε συνεχῶς τήν ἄνοδο κομμάτων πού κατηγοροῦν τήν ΕΕ γιά γραφειοκρατία, ἀναποτελεσματικότητα καί ἔλλειψη ἀποφασιστικότητας.
Μποροῦμε, ὅμως, νά ξεχνᾶμε ὅτι ἡ πολυφωνία εἶναι καί τό σῆμα κατατεθέν τῆς εὐρωπαϊκῆς δημοκρατίας; Σέ ἀντίθεση μέ αὐταρχικά καθεστῶτα πού ἀποφασίζουν μονομερῶς καί γρήγορα, ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση προσπαθεῖ νά ἐκφράσει κοινό λόγο, μέσα ἀπό διάλογο καί συναίνεση. Τό ἐρώτημα, ὅμως, εἶναι ἄν μπορεῖ νά βρεθεῖ ἡ χρυσή τομή: νά διατηρηθεῖ ἡ φωνή ὅλων τῶν χωρῶν, ἀλλά ταυτόχρονα νά μήν παραλύει ἡ Ἕνωση μπροστά στίς κρίσεις. Ὁπωσδήποτε, ἀπαιτοῦνται ἀλλαγές οἱ ὁποῖες θέλουν θάρρος καί πολιτική βούληση, στοιχεῖα πού, δυστυχῶς, σπανίζουν ὅταν οἱ ἐθνικές κυβερνήσεις ἀνησυχοῦν μήπως χάσουν τόν ἔλεγχο.
Ἡ Εὐρώπη βρίσκεται μπροστά σέ –μιά ἀκόμη– κρίσιμη καμπή. Ἄν θέλει νά παραμείνει ἰσχυρή καί ἀξιόπιστη, ὀφείλει νά ξεπεράσει τόν κατακερματισμό καί νά μάθει νά ἀποφασίζει πιό γρήγορα καί πιό ἀποτελεσματικά. Διαφορετικά, θά συνεχίσει νά μοιάζει ὅλο καί περισσότερο μέ λέσχη συζητήσεων παρά μέ πραγματική Ἕνωση πού μπορεῖ νά καθορίσει τό μέλλον της.