Ἡ μαζική δολοφονία πού σημειώθηκε στήν Αὐστραλία δέν μπορεῖ καί δέν πρέπει νά ἀντιμετωπισθεῖ ὡς ἕνα «μεμονωμένο περιστατικό».
Κάθε τέτοια ἀπόπειρα νά ἀπομονώσουμε τήν βία, προϊόν θρησκευτικοῦ καί φυλετικοῦ φανατισμοῦ, ἀπό τό εὐρύτερο κοινωνικό καί πολιτικό της πλαίσιο, θά ἦταν συνειδητή παραπλάνηση.
Τό ἔγκλημα δέν γεννήθηκε «ἀπό τό πουθενά», εἶναι προϊόν συγκεκριμένων συνθηκῶν, πολιτικῶν ἐπιλογῶν καί, κυρίως, μιᾶς παρατεταμένης ἀρνητικῆς ἐθελοτυφλίας τῶν δυτικῶν κοινωνιῶν νά ἀναμετρηθοῦν μέ τίς ἴδιες τους τίς ἀποτυχίες. Τά τελευταῖα τριάντα χρόνια ἡ Δύση ἀκολούθησε ἕνα μοντέλο διαχείρισης τῆς μετανάστευσης καί τῆς πολυπολιτισμικότητας βασισμένο περισσότερο στήν ἰδεολογία παρά στήν πραγματικότητα.
Ἡ –ποθουμένη– ἔνταξη ἀντικατεστάθη ἀπό τήν ἀνοχή, ἡ κοινωνική συνοχή κινήθηκε στόν φαντασικό κόσμο τῆς συνυπάρξεως παραλλήλων κόσμων, καί ἡ πολιτική εὐθύνη ἔδωσε χῶρο στήν ρητορική τοῦ φόβου μήπως ὁποιαδήποτε κριτική χαρακτηρισθεῖ «ἀκραία». Τό ἀποτέλεσμα εἶναι ὁρατό.
Περιθωριοποιημένες κοινότητες, αὐξανομένη ριζοσπαστική τάση καί βαθειά ρήγματα στόν κοινωνικό ἱστό.
Ἡ πολιτική τάξη τῆς Δύσεως ἀπέτυχε νά θέσει σαφῆ ὅρια. Ἀπέφυγε ἐπιμελῶς νά διατυπώσει ξεκάθαρα ὅτι ἡ φιλοξενία προϋποθέτει ἀποδοχή τοῦ κράτους δικαίου, τῆς ἰσότητος τῶν φύλων, τῆς ἐλευθερίας τῆς ἐκφράσεως καί τοῦ κοσμικοῦ χαρακτῆρος τῶν δημοκρατικῶν θεσμῶν. Ἀντιθέτως, στό ὄνομα μιᾶς στρεβλῆς καί ἀνέφικτης ἀνεκτικότητος ἐπέτρεψε τήν καλλιέργεια ἰδεολογιῶν πού ἀμφισβητοῦν εὐθέως ὅλες τίς ἀνωτέρω ἀπόλυτες γιά τήν Δύση ἀξίες.
Ἡ κριτική στόν θρησκευτικό φανατισμό καί στόν βίαιο ἐξτρεμισμό δέν εἶναι ἐπίθεση στήν πίστη, οὔτε συλλογική ἐνοχοποίηση πληθυσμῶν. Εἶναι στοιχειώδης πράξη προστασίας τῆς δημοκρατίας. Ὅταν ὅμως κάθε συζήτηση καταλήγει στήν ὀλέθρια «πολιτική ὀρθότητα» καί σέ ἐπικοινωνιακές ἀκροβασίες, τότε τό δημόσιο πεδίο ἐγκαταλείπεται στούς ἀκραίους.
Ἡ τραγωδία τῆς Αὐστραλίας ἀναδεικνύει μέ ὠμό τρόπο αὐτήν τήν θεσμική δυτική ἀδυναμία. Οἱ ὑπηρεσίες ἀσφαλείας, οἱ προληπτικοί μηχανισμοί ἀλλά καί ἡ πολιτική ἡγεσία ὀφείλουν καί πρέπει νά λογοδοτήσουν.
Ὄχι μόνο γιά τό τί δέν προέβλεψαν, ἀλλά καί γιά τό τί ἀπέφυγαν συστηματικά νά πράξουν. Ἡ πρόληψη τῆς βίας δέν εἶναι μόνο ζήτημα ἀστυνομεύσεως, εἶναι ζήτημα πολιτικῆς καθαρότητος καί κοινωνικῆς στρατηγικῆς.
Χρόνια τώρα, ἡ Δύση παρακολουθεῖ τήν ἀσέλγεια πού διαπράττουν εἰς βάρος της ἐκεῖνοι πού δέν πρόκειται ποτέ νά ἀφομοιωθοῦν καί πού εἰσβάλλουν στόν ὀργανισμό τῆς Χριστιανικῆς Δύσεως χωρίς κανείς νά τούς ἐμποδίσει. Λές καί εἶναι ἁπλός παρατηρητής!
Θυμᾶμαι, περί τά τέλη τοῦ ’70, πού συζητοῦσα μέ φίλους, στήν Στοκχόλμη καί τούς ἐξέφραζα τήν ἀπορία μου γιά τήν εὐκολία μέ τήν ὁποία ἄνοιγαν τίς πόρτες στίς χιλιάδες τῶν μεταναστῶν. Τό θεωροῦσαν κάτι σάν «παιγνίδι-φολκλόρ». Τώρα, ἡ Στοκχόλμη ἔχει ἀποκτήσει τήν «μικρή Μογκαντίσου» στήν ὁποία (στήν καρδιά τῆς πρωτεύουσας) δέν μπορεῖ οὔτε νά πατήσει ἡ Ἀστυνομία!
Ἡ Δύση βρίσκεται σέ κρίσιμο σταυροδρόμι. Ἤ θά ἐπαναπροσδιορίσει μέ σαφήνεια τίς ἀξίες της καί θά ἀπαιτήσει τόν σεβασμό τους ἀπό ὅλους, ἤ θά συνεχίσει νά ὑποχωρεῖ, πληρώνοντας τό τίμημα μέ ἀνασφάλεια, πόλωση καί αἷμα. Ἡ σιωπή δέν εἶναι οὐδετερότητα. Εἶναι ἐπιλογή. Καί, ὁλοένα καί πιό συχνά, ἀποδεικνύεται μοιραία.

