Ἐκεῖ ὅπου ἡ ἄμμος συναντᾶ τά κύματα καί ἡ σιωπή παίρνει σχῆμα ἀπό τούς ἀρχαίους ἀνέμους, ὁ Ὀξύρρυγχος ξυπνᾶ τίς νύχτες τῆς πανσελήνου.
Οἱ πόλεις, μέ τίς ρίζες τους βυθισμένες στήν λίμνη τῆς Ἱστορίας, φοροῦν τό πιό φωτεινό τους πέπλο ὅταν ὁ δίσκος τῆς σελήνης ἀνεβαίνει ἀργά στόν οὐρανό, λουσμένος σέ ἐκεῖνο τό ὑπέροχο φῶς.
Οἱ σκιές τῶν παλιῶν κτηρίων καί ξεμακραίνουν, σάν νά θέλουν νά ἀγγίξουν τό φῶς πού ἁπλώνεται ἁπαλά. Τό φεγγάρι καθρεφτίζεται στά ἤρεμα νερά, δημιουργῶντας μιά δίδυμη λάμψη –μία στόν οὐρανό καί μία στήν γῆ. Κάθε ρυτίδα τοῦ νεροῦ γίνεται μιά πινελιά φωτός, καί τό τοπίο μοιάζει νά αἰωρεῖται ἀνάμεσα στήν πραγματικότητα καί τό ὄνειρο.
Τόν ὀξύρρυγχο τόν συνάντησα πρώτη φορά μαθητής τοῦ δημοτικοῦ, στίς σελίδες ἑνός εἰκονογραφημένου περιοδικοῦ. Ἦταν «Τό τραγούδι τοῦ Χιαγουάθα», τοῦ Ἀμερικανοῦ συγγραφέως Χένρυ Λονγκφέλοου. Τότε, ὁ ἐκδοτικός οἶκος «Ἀτλαντίς» κυκλοφοροῦσε εἰκονογραφημένες, σπουδαῖες κλασσικές δημιουργίες. Τό «Τραγούδι τοῦ Χιαγουάθα» εἶναι ἡ μυθολογία τῶν Ἐρυθροδέρμων τῆς Βορείου Ἀμερικῆς. Ἐκεῖ, ὁ ἥρωας τοῦ βιβλίου ἔχει πιάσει ἕναν τεράστιο ὀξύρρυγχο καί, ρωτῶντας, ἔμαθα ὅτι πρόκειται γιά τό ψάρι ἀπό τό ὁποῖο βγαίνει τό καλύτερο χαβιάρι, ἀλλά ἔμαθα καί γιά τήν πανσέληνο μέ τό ὄνομά του…
Ὁ ἀέρας, λοιπόν, γεμίζει μέ μιά λεπτή, σχεδόν μουσική αἴσθηση. Οἱ ἦχοι τῆς νύχτας –τό θρόισμα τῶν φύλλων, τό ἁπαλό κῦμα, τό μακρινό κάλεσμα ἑνός πουλιοῦ– μπλέκονται μέ τήν ἀόρατη μελωδία πού φέρνει ἡ πανσέληνος. Εἶναι σάν τό φῶς της νά διαπερνᾶ ὄχι μόνο τήν ἄμμο καί τό νερό, ἀλλά καί τίς καρδιές, ἀποκαλύπτοντας κρυμμένες σκέψεις καί εὐχές.
Κάθε πανσέληνος εἶναι μοναδική, μά ἡ Πανσέληνος τοῦ Ὀξύρρυγχου ἔχει ἕναν ἰδιαίτερο χαρακτῆρα. Ἴσως εἶναι ἡ ἱστορία πού τήν ἀκολουθεῖ, πού τήν κάνει νά μοιάζει μεγαλύτερη καί πιό κοντινή. Ἴσως εἶναι ἡ μνήμη, μυστικά καί λόγια πού ἄντεξαν στόν χρόνο. Ἴσως, πάλι, νά εἶναι ἁπλῶς τό βλέμμα ἐκείνου πού τή βλέπει, φορτισμένο μέ νοσταλγία καί προσμονή. Γιατί, πῶς νά τό κάνουμε –τά πράγματα δέν εἶναι ὅπως τά βλέπουμε ἀλλά ὅπως ἐμεῖς θέλουμε νά τά δοῦμε…
Οἱ ἐρωτευμένοι βρίσκουν καταφύγιο στό φῶς της, ἀφήνοντας τίς σκιές νά τούς τυλίξουν σάν μανδύας. Οἱ ταξιδιῶτες σταματοῦν καί κοιτοῦν ψηλά, νιώθοντας γιά μιά στιγμή πῶς ἡ ἀπόσταση ἀνάμεσα σέ ἀνθρώπους καί οὐρανό δέν εἶναι παρά μιά ἀνάσα. Καί ὅσοι ἀναζητοῦν ἔμπνευση, ἀφήνουν τήν πανσέληνο νά τούς ψιθυρίσει ἱστορίες πού γεννιοῦνται χωρίς λέξεις.
Ὅταν ἡ νύχτα προχωρᾶ, τό φῶς τῆς σελήνης γίνεται πιό ἁπαλό, σάν νά κουράζεται κι ἐκείνη ἀπό τό ταξίδι της. Μά ἡ εἰκόνα της μένει. Μένει στίς καρδιές, στίς ἀναμνήσεις καί στά ὄνειρα ὅσων τήν εἶδαν. Σάν ἕνα ἀσημένιο φιλί πού χαράχτηκε στόν χρόνο, ἡ Πανσέληνος τοῦ Ὀξυρρύγχου συνεχίζει νά φωτίζει ὄχι μόνο τήν γῆ καί τά νερά της, ἀλλά καί τήν ψυχή ὅσων στάθηκαν νά τήν κοιτάξουν