Ἡ λαϊκή ποίηση καί τό Θεῖον Δρᾶμα

«Ἀπό τήν καρδιά βγαίνουνε τά στιχάκια» ἔλεγε ἡ κυρία Τάσια Κουράκου, ἡ δασκάλα μας, πού κάθε τόσο μᾶς διάβαζε κάποιους στίχους ἀπό τήν λαϊκή, τήν δημώδη ποίηση.

Ἔκτοτε, τρέφω μεγάλη ἐκτίμηση γιά τά στιχάκια τῶν «ἀνωνύμων», ἐκεῖνα πού γέμιζαν τό πίσω μέρος ἀπό τά μικρά χαρτάκια τῶν ἡμερολογίων τοῦ τοίχου, ἐκεῖνα πού ἀκούγαμε ὅταν ἀνοίγαμε τόν «Κλήδονα», καί ἡ γειτόνισσά μας, ἡ Μαρίκα, καθισμένη στό πλατύσκαλο τοῦ σπιτιοῦ μας, διάβαζε τά λαϊκά στιχάκια, καί ἡ γειτονιά γελοῦσε, ἐλεύθερα καί δυνατά.

Νομίζω ὅτι καί τό Θεῖον Δρᾶμα, τό ὁποῖο ὕμνησαν συγγραφεῖς, ποιητές, μουσουργοί, τραγουδοποιοί, λαϊκοί ἀλλά καί λόγιοι ποιητές, σκηνοθέτες καί κινηματογραφιστές, γλύπτες καί ζωγράφοι, ἔχει ἀποδοθεῖ κατά τρόπον μοναδικό ἀπό τήν ἀνώνυμη λαϊκή ποίηση. Καί ἐπιτρέψτε μας ἕνα δεῖγμα της νά ἀποτυπώσουμε σήμερα στήν στήλη, ἕνα «Μοιρολόι τῆς Παναγίας», σέ ἔνδειξη πίστεως καί ἀγάπης, πρός τίς ἅγιες ἡμέρες πού περνᾶμε, σεβόμενοι τίς παραδόσεις καί τά ἔθιμα, λαϊκίζοντες, κατά τό κοινῶς πλέον λεγόμενον…

«Τώρα εἶν’ Ἁγιά Σαρακοστή, τώρα εἶν’ ἅγιες μέρες/πού λειτουργοῦν οἱ Ἐκκλησιές καί ψέλνιν οἱ παπάδις./ Ἄκου βροντές καί ἀστραπές καί ταραχές μεγάλες./ Βγαίνει νά δεῖ στήν πόρτα της, νά δεῖ στή γειτονιά της./ Βλέπει, τόν οὐρανό θαμπό καί τ’ ἄστρα βουρκωμένα/ καί τό φεγγάρι τό λαμπρό στό αἷμα βουτηγμένο./ Βλέπει τόν Γιάννη κ’ ἔρχεται, δαρμένος καί κλαμένος./ Τί ἔχεις Γιάννη μου καί κλαῖς κι εἶσαι βουρκωμένος;/ Δέν ἔχω στόμα νά στό εἰπῶ, μιλιά νά στ’ ὁμιλήσω, μήτε καρδιά μου τό κρατᾶ, νά στό ὁμολογήσω./ Σάν τ’ ἄκουσε ἡ Δέσποινα, πέφτει λιποθυμάει./ Τρία σταμνιά ροδόνερο, τρία σταμνάκια μόσχο/ καί τρία σταμνιά ἀνθόνερο ὥς νά τή συνεφέρει./ Παίρνουνε τό στρατί-στρατί, στρατί τό μονοπάτι/ καί τό στρατί τους ἔβγαλε, μπρός στοῦ Πιλᾶτ’ τήν πόρτα./ Βλέπουν τήν πόρτα σφαλιστή καί τά κλειδιά παρμένα/ καί τ’ ἀψηλά παράθυρα, σφιχτά μανταλωμένα./ Ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ ληστοῦ κι ἡ πόρτα τοῦ Πιλάτου/ κι ἡ πόρτα ἀπό τό φόβο της, ἀνοίγει μοναχή της./ Βλέπει δεξά βλέπει ζερβά, κανέναν δέν γνωρίζει/ βλέπει καί ξαναδεύτερα, βλέπει τόν Ἅγιο Γιάννη./ Ἅγιε μου Γιάννη Πρόδρομε καί βαπτιστή τοῦ γιοῦ μου,/ ἐμένα εἶναι γιόκας μου καί σένα Δάσκαλός σου./ Δέν ἔχω στόμα νά στό πῶ, μιλιά νά στ’ ὁμιλήσω/ μήτε ἡ καρδιά μου τό βαστᾶ, καί ἡ γειτόνισσά μας, ἡ Μαρίκανα σοῦ τό ’μολογήσω./ Βλέπεις Ἐκεῖνον τόν γυμνό, τόν παραπονεμένο;/ ὅπου φορεῖ στήν κεφαλή τ’ ἀκάνθινο στεφάνι;/ Ἐκεῖνος εἶν’ ὁ γιόκας σου καί μένα Δάσκαλός μου./ Πάει κοντά ἡ Παναγιά καί τόν ἐπροσκυνάει/ Κατέβα γιέ μου χαμηλά, νά σέ γλυκοφιλήσω/ νά βγάλω τή χρυσή ποδιά, τό αἷμα νά σκουπίσω./ Ἄντε μάνα στό σπίτι μας καί διάφορο δέν ἔχεις/ καί τό Μεγάλο Σάββατο, κάτσε νά μ’ ἀπαντέχεις./ Βάλε κρασί στόν μαστραπᾶ κι ἀφρᾶτο παξιμάδι/ νά φᾶν’ οἱ μάνες γιά παιδιά καί τά παιδιά γιά μάνες/ νά φᾶνε κ’ οἱ καλόπαντρες γιά τούς καλούς τους ἄντρες.»

Καλή Ἀνάσταση, συνέλληνες, μακάρι ὁ Θεός νά μᾶς τά φέρει ὅπως ποθεῖ ὁ καθείς…

Απόψεις

«Χρῖσμα» Κίμπερλυ στόν Νῖκο Δένδια

Εφημερίς Εστία
Ὁ πρῶτος Ἕλλην ὑπουργός πού φωτογραφίζεται μέ τήν Ἀμερικανίδα πρέσβυ – Καί ὁ Β. Κικίλιας στό πλευρό της – Ἀνοίγει θέμα γιά τό λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ καί τήν COSCO – «Κεραυνοβόλος» ἐπικοινωνιακή προέλασις τῆς κ. Γκίλφοϋλ

Ἐκρηκτικό κλῖμα

Μανώλης Κοττάκης
Εδῶ καί καιρό εἶναι σαφές, εἰδικῶς μετά τήν ὀπισθοχώρησή της στήν ὑπόθεση τῆς ἐκταφῇς τῶν θυμάτων τῶν Τεμπῶν, ὅτι ἡ Κυβέρνηση ἔχει χάσει τήν πρωτοβουλία τῶν κινήσεων.

Ὄπισθεν ὁλοταχῶς τῆς Κυβερνήσεως λόγῳ τῶν ἐντόνων ἀντιδράσεων γιά τά ΕΛΤΑ

Εφημερίς Εστία
Υπό τό βάρος τῶν σφοδρῶν ἀντιδράσεων ἀπό πολῖτες, τοπικούς φορεῖς, ἀκόμα καί στελέχη τῆς Νέας Δημοκρατίας, τά ΕΛΤΑ ἔκαναν ἕνα βῆμα πίσω, ἀναθεωρῶντας τό σχέδιο μαζικῶν ἀναστολῶν λειτουργίας.

Νά τήν βράσω ἐγώ τέτοια πρόοδο

Δημήτρης Καπράνος
«Βγῆκα λίγο ἔξω νά περπατήσω στό Πασαλιμάνι, ἀκουγόταν ἀπό ἕνα διαμέρισμα στόν πρῶτο ἡ τηλεόραση, ἔπαιζε εἰδήσεις, περνάω ἀπό δίπλα, ἀκούω τή φωνή μιᾶς ἡλικιωμένης γυναίκας νά λέει: “Σᾶς παρακαλῶ πάρα πολύ, μήν κλείνετε τό ταχυδρομεῖο μας, ποῦ θά πηγαίνω ἐγώ τώρα νά πληρώνω τά τηλέφωνά μου, τά ἠλεκτρικά μου, τά νερά μου;”.

Τετάρτη, 3 Νοεμβρίου 1965

Πρό 60 ἐτῶν
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΔΑΙΜΟΝΙΟΝ!