ΤΗΝ ΓΝΩΡΙΣΑ τό 1986, πρωτοετής φοιτητής στήν Νομική Σχολή Θράκης.
Ψηλή, εὐθυτενής, ἀγέρωχη, χαμογελαστή. Ἦταν ἡ μητέρα τοῦ «ὑπευθύνου πόλης τῆς ΔΑΠ». Τό σπίτι της στήν Κομοτηνή, ἕνα ἁπλό τυπικό θρακικό σπίτι στήν διασταύρωση τῶν ὁδῶν Ἡροδότου καί Νικολάου Ζωίδου… μικρός παράδεισος. Μονοκατοικία, μέ ἐξωτερικές τζαμαρίες, ζεστό, σεμνό, ταπεινό, μέ φλοκάτες καί ὡραῖο ἐξωτερικό κῆπο, ἦταν δέν ἦταν 70 τετραγωνικά. Ὅταν εἶχε κέφια μᾶς ἔφτιαχνε σαρμαδάκια καί πίναμε Οὖζο 7 Θράκης ἀπό τήν Ποτοποιία «Κασάπη» ἤ κόκκινο κρασί μέ τόν σύζυγό της, τόν κύριο Στέλιο, ὁ ὁποῖος μᾶς περνοῦσε ἀπό ἀκτῖνες X γιά νά καταλάβει τί σόι ἄνθρωποι ἦταν οἱ νέοι φίλοι τοῦ υἱοῦ τους.
Σέ ἐκείνη τήν μικρή αὐλή πού ἀπεῖχε διακόσια μέτρα ἀπό τήν ὁδό Μαρωνείας πού ἔμενα ἐγώ (στῆς κυρά Λαμπρινῆς ἀπό τό Κίρτζαλι), ξημερώσαμε ἕνα πρωί μέ τόν υἱό της, τόν Εὐριπίδη, μελετῶντας μαζί ὅλη νύχτα «Kληρονομικό» γιά τίς ἐξετάσεις τῆς ἑπομένης. Ἕνα χρόνο μεγαλύτερός μου «χρωστοῦσε» αὐτό τό μάθημα γιά νά πάρει τό πτυχίο του καί νά φύγει στό Ἁμβοῦργο γιά διδακτορικές σπουδές ὑπό τήν προστασία τοῦ φιλέλληνα συνταγματολόγου καθηγητῆ Οὔρλιχ Κάρπεν. Σπουδές πού χρηματοδότησαν ἐξ ὁλοκλήρου ἀπό τό ἐφάπαξ τους ὁ κύριος Στέλιος καί ἡ κυρία Γεωργία. Δάσκαλοι καί οἱ δύο σέ δημοτικά σχολεῖα τῆς πόλεως, ἰδίως στό 3ο, ἦσαν σεβαστά πρόσωπα στήν τοπική κοινωνία. Αὐθεντικά δείγματα μιᾶς Ἑλλάδας πού σιγά-σιγά ἀπέρχεται.
Σᾶς «μιλῶ» τόση ὥρα γιά τήν Γεωργία Στυλιανίδου, τήν μητέρα τοῦ συμφοιτητῆ καί φίλου, βουλευτῆ Ροδόπης σήμερα, Εὐριπίδη Στυλιανίδη. Τήν ἀποχαιρετίσαμε χθές σέ ἡλικία 90 ἐτῶν. Πρῶτα ἀποχαιρετίσαμε πρίν ἀπό μερικά χρόνια τόν δάσκαλο, ἱδρυτή μαθητικῶν κατασκηνώσεων, πατέρα τοῦ Εὐριπίδη, κύριο Στέλιο, ὁ ὁποῖος ἦρθε πρόσφυγας στήν Ἑλλάδα, μωρό, πάνω σέ ἕνα κάρο ἀπό τίς ἀλησμόνητες πατρίδες.
Ταλαιπωρήθηκε μέσα στήν Κατοχή στά «ντουντουρβάκια», τούς χώρους καταναγκαστικῆς ἐργασίας πού βασάνιζαν οἱ Βούλγαροι κατακτητές τούς πατριῶτες Ἕλληνες, καί ὑπῆρξε σπουδαῖος ἀγωνιστής τῆς Ἐθνικῆς Ἀντιστάσεως.
Ὅταν τόν ἔψαξαν οἱ Ἄγγλοι μετά τό τέλος τοῦ Πολέμου γιά νά τοῦ δώσουν μετάλλιο γιά τήν δράση του στήν Ἐθνική Ἀντίσταση, ἐκεῖνος …κρύφτηκε. Δέν πῆγε στήν πλατεῖα τοῦ χωριοῦ του στήν Ξυλαγανή νά τό παραλάβει. «Δέν ἀγωνιστήκαμε γιά τά μετάλλια, ἀλλά γιά τήν πατρίδα μας, παιδιά μου!» μᾶς ὁρμήνευε ἐμᾶς τούς εἰκοσάρηδες στήν μικρή αὐλή αὐτοῦ τοῦ σπιτιοῦ, τό ὁποῖο ὅπως διαπίστωσα τόν Ἰούλιo πού πῆγα στήν Κομοτηνή γιά τά ἐγκαίνια τῆς Optima, παραμένει ἀκριβῶς ἴδιο!
Ἡ κυρία Γεωργία ἦταν ἐπίσης παιδί προσφυγικῆς οἰκογένειας ἀπό τόν Σκοπό καί τίς Σαράντα Ἐκκλησιές τῆς Θράκης. «Πετρά» τό πατρώνυμό της. «Ἦταν πόθος μου» ὅπως μᾶς ἔλεγε «νά γίνω δασκάλα καί νά διδάξω παιδιά», κάτι πού κατάφερε δύο χρόνια μετά τήν ἀποφοίτησή της ἀπό τό Ἑξατάξιο Γυμνάσιο μέ τήν εἰσαγωγή της στήν Παιδαγωγική Ἀκαδημία τῆς Ἀλεξανδρουπόλεως. Μέχρι τέλους, πρίν ἀπό λίγες μέρες, ἡ δασκάλα μέ τά χρυσᾶ μάτια θυμόταν ὅτι στούς μαθητές της ἔλεγε «νά ἀγαποῦν τόν τόπο τους καί νά πραγματοποιοῦν τά ὄνειρά τους». Ἄρεσε στήν κυρία Γεωργία ἡ λέξη «ὄνειρα». Στούς συναδέλφους της δασκάλους ζητοῦσε «νά ἀγαποῦν τά παιδιά μέ τήν ψυχή τους γιά νά ἀποδίδουν στήν ἀποστολή τους ὡς ἐκπαιδευτικοί.»
Στούς μικρόκοσμους πού κινούμαστε ἐμεῖς οἱ δημοσιογράφοι ἀλλά καί οἱ πολιτικοί πολλοί μικροί καί ἀνόητοι ἐπιχειροῦν καμμιά φορά νά συνδέσουν τήν φιλία μας μέ τόν Εὐριπίδη, πού κοντεύει σαράντα χρόνια, μέ ὅρους παραπολιτικῆς. Τούς διαφεύγει τό ἀνθρώπινο, τό ἠθικό καί τό ἐθνικό. Οὐσιαστικά ὅλη τήν γενιά μας, ὄχι μόνο ἐμᾶς τούς δύο, τήν δένουν οἱ ἀρχές καί οἱ ἀξίες πού μᾶς ἔδωσαν οἱ οἰκογένειές μας, τό σχολεῖο μας, τό πανεπιστήμιό μας, οἱ καθηγητές μας καί ἡ ἱστορία μας. Δέν θά ξεχάσω ποτέ πώς ἀκούγαμε σιωπηλοί μέσα σέ ἐκείνη τήν αὐλή τῆς νιότης μας ἀπό τόν κύριο Στέλιο καί τήν κυρία Γεωργία ἱστορίες γιά τήν προσφυγιά καί τούς πρόσφυγες. Πῶς στάθηκαν στά πόδια τους καί ἄς εἶχαν καταστραφεῖ οἰκονομικά δίς ὅπως οἱ γονεῖς τῆς κυρίας Γεωργίας. Πῶς ἀναγεννήθηκε τό ἑλληνικό Ἔθνος.
Ἡ κυρία Γεωργία ἦταν γιά ὅλους ἐμᾶς βασικός κρίκος σέ αὐτή τήν ἁλυσίδα τῆς ἐθνικῆς αὐτογνωσίας. Καί ἄν πηγαίνουμε σήμερα «πλάτη μέ πλάτη» στήν ζωή εἶναι γιατί ὡς γενιά πιστεύουμε μέ πάθος στά ἴδια πράγματα πού μᾶς ἔμαθαν αὐτοί πού μᾶς παρέδωσαν τήν σκυτάλη, τότε σέ αὐτά τά ταπεινά σπίτια. Καί γιατί σχεδόν σαράντα χρόνια ἀπό τήν πρώτη φορά πού συναντηθήκαμε σέ ἐκείνη τήν μικρή ταπεινή αὐλή, οἱ περισσότεροι εἴμαστε κατά βάση ἴδιοι. Δέν ἀλλάξαμε. Ἀκούσαμε τίς ὁρμήνιες τῶν δικῶν μας. Μέ τά ἴδια πράγματα ἐνθουσιαζόμαστε, μέ τά ἴδια ἀπογοητευόμαστε, μέ τά ἴδια παθιαζόμαστε, τά ἴδια ἀπεχθανόμαστε, στά ἴδια ταβερνάκια βρισκόμαστε καί τά «πίνουμε».
Καί, ναί, ὅσοι σπουδάσαμε στό Δημοκρίτειο –αὐτό εἶναι τό δικό μας Κολλέγιο–πέφτουμε σχεδόν πάντα στήν φωτιά ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, ἀσχέτως ἰδεολογιῶν. Γιατί μᾶς ἑνώνει τό ἑξῆς: Γεννηθήκαμε Ἕλληνες, ἀλλά στήν Θράκη γίναμε Ἕλληνες. Μέ τά βιώματα. Καί ἄνθρωποι σάν τήν κυρία Γεωργία καί τόν κύριο Στέλιο ἔδωσαν στό θολό τίποτα πού εἴχαμε μέσα στό νεαρό μυαλό μας, νοῦ, κατεύθυνση καί συνείδηση. Ἐθνική Συνείδηση.
Οἱ σκέψεις τους βρίσκονται στίς λέξεις μας. Στίς λέξεις τῶν δεκάδων μαθητῶν πού πέρασαν ἀπό τά «χέρια» τους. ΄Όπως ἡ ὀφθαλμίατρός μου, ἡ Χρύσα, στό «Ἁγία Ὄλγα», πού ἔκπληκτος ἀνακάλυψα ὅτι ἦταν καί αὐτή μαθήτρια τῆς κυρίας Γεωργίας καί τοῦ κυρίου Στέλιου. Βρίσκονται στίς λέξεις τῶν ἐγγονιῶν τους. Γι’ αὐτό καί ἡ μνήμη τους θά εἶναι αἰωνία. Ἐπειδή οἱ ἀρχές πού μᾶς ἔμαθαν θά περνοῦν ἀπό γενιά σέ γενιά.
Μεγάλη ὑπόθεση!