Ἦταν ἕνα περίεργο καλοκαίρι. Ἀπό τό πραξικόπημα-φιάσκο κατά τοῦ Μακαρίου καί μετά, δέν θυμᾶμαι νά σκέφτηκα ὅτι στήν Πλάκα μύριζε γιασεμί καί βασιλικό.
Στήν Πλάκα, στά «Μπακαλιαράκια», συναντιόμασταν, ἡ παρέα μερικῶν νεοσσῶν στήν δημοσιογραφία καί συζητούσαμε. Τώρα μοῦ φαινόταν ὅτι ὅλα μύριζαν μπαρούτη!
Κι ὕστερα, ἦλθε ἡ εἰσβολή. Ἡ Κύπρος καιγόταν, ἡ Ἑλλάδα πελαγοδρομοῦσε. Καί πῶς νά μήν γίνουν ὅλα ὅσα ἔγιναν, ὅταν κυβερνοῦσαν τήν χώρα ὁ Ἰωαννίδης καί ὁ Ἀνδρουτσόπουλος! «Ὁ Θεός νά μᾶς φυλάει» ἔλεγε ὁ πατέρας μας. Ἀλλά ὁ Θεός εἶχε κι ἄλλες δουλειές τότε…
Κι ἐκεῖνο τό βράδυ, σάν χθές, βρέθηκα ρεπόρτερ τῆς «Ἀθηναϊκῆς», στήν πίστα τοῦ ἀεροδρομίου. Ἔφθασε νά ἐπιδείξω τῆς ταυτότητα τῆς «Γενικῆς Γραμματείας Ἀθλητισμοῦ» μέ ὑπογραφή «Γεώργιος Βλαδίμηρος», πού εἶχα ὡς ἀθλητικός συντάκτης στήν «Ἠχώ», γιά νά περάσω τά χαλαρά «μπλόκα» τῶν ἀστυνομικῶν.
Κι ἔτσι, εἶδα ἀπό πολύ κοντά τόν Καραμανλῆ καί τόν Μιχάλη Λιάπη, πού κατέβηκαν ἀπό τό ἀεροσκάφος τοῦ Ζισκάρ. Καί εἶδα τό ὄνομά μου, τήν ἑπομένη, στήν τελευταία σελίδα τῆς ἐφημερίδας! Δέν θά μποροῦσα νά ὀνειρευτῶ καλύτερο «βάπτισμα τοῦ πυρός». Τήν νύχτα πού ἀνέτελλε ἡ μεγάλη ἡμέρα!
Εἶδα ἕναν κόσμο νά πανηγυρίζει, μέ κάθε τρόπο, γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ Καραμανλῆ, πού ἔγινε ὅπως τοῦ ταίριαζε. Γρήγορα καί ἀποφασιστικά.
Τά ἔζησα ὅλα, ἡμέρα μέ τήν ἡμέρα. Παρών στά μπρήφινγκ, συνοδεύοντας τόν Γιῶργο Σπορίδη, παρών ἀργότερα, σέ ὅλες τίς μεγάλες δίκες (τῶν βασανιστῶν, τῶν πρωτεργατῶν τῆς 21ης Ἀπριλίου, τοῦ Πολυτεχνείου), παρών στίς ἀγορεύσεις τοῦ Μιχάλη Ζούβελου καί τοῦ Ἰωάννη Ντεγιάννη.
Περάσαμε ἕνα ἑξάμηνο ἐντάσεως καί συνεχοῦς παρουσίας στό ρεπορτάζ. Καί μέσα σ’ ἐκεῖνο τό διάστημα μετεπήδησα στήν «Βραδυνή» τοῦ Τζώρτζη Ἀθανασιάδη, ὅπου προσελήφθην γιά τό «Πειραϊκό-Ναυτιλιακό» ρεπορτάζ, ἀλλά ὁ ἀρχισυντάκτης μέ «χρέωσε» ἀμέσως στό τήμ τῆς δίκης τῶν βασανιστῶν.
Κάθε μέρα πίσω ἀπό τόν Θεοφιλογιαννάκο, τόν Σπανό, τόν Χατζηζήση καί τούς ἄλλους κατηγορουμένους. Μέχρι καί …ξύλο ἀναγκάσθηκα νά δώσω σέ ἕναν ἀπό τούς «ἀκολούθους» τοῦ Θεοφιλογιαννάκου, ὅταν, σέ κάποιο διάλειμμα τῆς δίκης, ἐπετέθη καί χτύπησε τόν μάρτυρα, Ἱπποκράτη Σαββούρα! Γιά τέτοιες καταστάσεις μιλᾶμε, ἡρωικές καί «μέσα στά γεγονότα», ὄχι γιά ρεπορτάζ δελτίων Τύπου καί πληκτρολογίων, ὅπως γίνεται σήμερα.
Ἡ 24η Ἰουλίου δέν εἶναι μιά ἡμερομηνία στό ἡμερολόγιο. Εἶναι (ἔπρεπε νά εἶναι, δηλαδή) ἡμέρα μνήμης, περισυλλογῆς καί εὐθύνης. Γιατί ἡ Δημοκρατία θέλει φροντίδα. Ὄχι πανηγυρισμούς μέ φανφάρες, ἀλλά σεμνότητα καί ἑνότητα. Θυμᾶμαι παλιούς φίλους, δημοσιογράφους, συγγραφεῖς, ἀγωνιστές. Ἄλλοι ζοῦν, ἄλλοι ὄχι. Θυμᾶμαι καί τιμῶ πάντα τόν Ἀλέκο Παναγούλη, τόν Σπῦρο Μουστακλῆ.
Στήν μνήμη ὅλων αὐτῶν, ἄς σταματήσει πλέον αὐτή ἡ κατ’ ἔτος σύναξη στό Προεδρικό Μέγαρο. Δέν εἶναι ἡμέρα γιορτῆς. Εἶναι ἡμέρα πένθους γιά τόν χαμό τῆς μισῆς Κύπρου. Δέν εἶναι ἐπέτειος, ἀλλά μνημόσυνο γιά τούς ἡρωικούς νεκρούς στήν Μεγαλόνησο.
Ἡ 24η Ἰουλίου εἶναι ὑπενθύμιση γιά τίς ὑποχρεώσεις ὅλων ἡμῶν, πού πιστεύουμε στήν δημοκρατία, ἀπέναντι στό δημοκρατικό πολίτευμα. Καί ἡ εἰκόνα τοῦ σημερινοῦ Κοινοβουλίου, πού ἔχει μετατραπεῖ σέ πίστα ἐπιθεωρήσεως, δέν μᾶς τιμᾶ. Ἡ δημοκρατία δέν εἶναι «μπάχαλο» οὔτε «παράσταση». Εἶναι προσπάθεια γιά συνεχῆ βελτίωση. Κάτι πού σήμερα, δυστυχῶς, τό ἔχουμε ξεχάσει.