«Παπποῦ, ποῦ εἶναι ἐκεῖνο τό “σί-ντί” μέ τόν Τζώνυ;» μέ ρώτησε ἡ Σταματίνα.
Ναί, μιά δεκαεξάχρονη ἀκούσει σήμερα Τζώνυ Χαλιντέι, ἕνα ἀπό τά μουσικά εἴδωλα τῆς δικῆς μου νιότης. Ὁ Τζώνυ ἦταν ἐκεῖνος πού ἐπέβαλε τήν γαλλική γλῶσσα καί τήν γαλλική κουλτούρα, ἀποδεικνύοντας ὅτι τό ρόκ-ἐντ -ρόλ δέν εἶναι ἀπόλυτο κτῆμα τῶν ψυχρῶν ἀγγλόφωνων.
Τραγουδοῦσε «Que je t’ aim» καί ξεσήκωνε χιλιάδες θεατές, Πρῶτος καθιέρωσε τίς συναυλίες σέ μεγάλους, ἀνοιχτούς, χώρους. Ἦταν ὄμορφος ὡς νέος καί ὡς μεγάλος ἦταν ὁ «Johnny» καί ὄχι ὁ «Ἔλβις τῆς Γαλλίας», ὅπως ἀφελῶς γράφουν οἱ ἐφημερίδες.
Τραγουδοῦσε ρόκ καί μπλούζ, ἐπειδή στήν ἀμερικάνικη μουσική εἶναι βαθιά ριζωμένη ἡ γαλλική ψυχή.
Ἐμεῖς, πού μεγαλώσαμε στήν πυρωμένη ἀπό τήν ἔκρηξη τῆς μουσικῆς δεκαετία τοῦ ’60, τόν λατρέψαμε. Στό σπίτι μας ἦταν πάντα ὁ μουσικός μας ἥρωας. Μέχρι καί ἡ ἐγγονή μας μεγάλωσε μέ τή μουσική του. Μέ τό «Que je t’aime» καί τό «Αllumer le feu» αὐτοσχεδίαζε χορευτικά.
Ἴσως φανεῖ ὑπερβολή, ἀλλά εἴμαστε -ὅλη ἡ οἰκογένεια- ποτισμένοι μέ γερές δόσεις Τζώνυ. Ἴσως φταῖνε τά γαλλόφωνα σχολεῖα, ἴσως ἦταν τόσο σπουδαῖος, πού μᾶς κέρδισε.
Τό καταπληκτικό μέ τόν μεγάλο αὐτό καλλιτέχνη εἶναι ὅτι δέν σταμάτησε ποτές τίς συναυλίες. Δέν νομίζω νά ὑπῆρξε ἄλλος πού νά ἔχει γεμίσει στάδια 80 καί 100.000 θέσεων. Τά γέμιζε μέ εὐκολία καί τό κοινό παραληροῦσε.
Εἶχε μιά μοναδική αἴσθηση τῆς ἐπαφῆς μέ τό κοινό, τό ὁποῖο ἀπολάμβανε τήν κίνηση καί τίς ἐκφράσεις τοῦ προσώπου του, καθώς «ζοῦσε» τό κάθε του τραγούδι.
Ἐξέφραζε τό συναίσθημα, ἕνα εἶδος πού δέν «ἀγαπᾶ» τόσο ἡ σύγχρονη μουσική, καί τό ἀποτύπωνε μέ μορφασμούς, καθώς πονοῦσε πραγματικά ἑρμηνεύοντας τά -συνήθως ἐρωτικά- τραγούδια του.
Ἐκείνη τήν ἐποχή ἡ Γαλλία γέννησε πολλούς καί σπουδαίους καλλιτέχνες, τούς ὁποίους σέβεται καί τιμᾶ μέχρι σήμερα. Ἡ Ἑλλάδα, στά σχολεῖα τῆς ὁποίας διδάσκονταν τά γαλλικά, ἀγάπησε τόν Σάρλ Ἀζναβούρ, τόν Ζιλμπέρ Μπεκό, τόν Κριστόφ, τήν Φρανσουάζ Ἀρντύ, τήν Ἐντίτ Πιάφ, τήν Νταλιντά, τόν Μισέλ Σαρντού, τόν Σασά Ντιστέλ, τόν Κλώντ Φρανσουά.
Ἀγαπήσαμε πολύ καί τό γαλλικό σινεμά, τήν «νουβέλ βάγκ», ἀλλά καί τά μεγάλα της ἀστέρια. Τόν Ἀλέν Ντελόν, τόν Ροζέ Βαντίμ, τόν Μπελμοντό, τόν ἀπίθανο Λουί ντέ Φινές, τήν Μπιζίτ Μπαρντό, τήν Ζάν Μορώ, τήν Φανί Ἀρντάν, τήν Ἀνούκ Αἰμέ, τήν Κατρίν Ντενέβ καί τόσους ἄλλους.
Στήν μουσική, ὅμως, βασιλιᾶς ἦταν καί παρέμεινε ὁ Τζώνυ! Δέν τόν εἶδα σέ κάποια μεγάλη συναυλία (ὁ γιός μας γνώρισε αὐτή τήν εὐτυχία), ἀλλά ἀνήκω στούς τυχερούς πού τόν θαύμασαν τό 1971 στό Παναθηναϊκό Στάδιο, τότε πού ὁ Γιῶργος Οικονομίδης διοργάνωσε τήν τρίτη «Ὀλυμπιάδα τραγουδιοῦ».
Τότε, λοιπόν, ἐκτός ἀπό τόν Τζώνυ εἶχαν ἐμφανισθεῖ «ἐκτός συναγωνισμοῦ» ἡ Μιρέιγ Ματιέ, ὁ Μάσιμο Ρανιέρι, ὁ Λίτλ Τόνι (μέ ἕνα ἀπίστευτο «Summertime blues») καί τό σπουδαῖο πόπ γκρούπ «Marmalade» ἀπό τήν Σκωτία.
Ὁ Τζώνυ Χαλιντέι γιά τούς φίλους του παραμένει ἥρωας ἀγαπημένος. Ἀκοῦμε τά τραγούδια του καί θυμόμαστε τό χαμόγελο καί τά μάτια, πού μιλοῦν ἀκόμη στήν καρδιά μας. Ἔβαλα τό «σί-ντί» πού ζήτησε ἡ ἐγγονή στήν σχισμή τοῦ ραδιοφώνου καί τό αὐτοκίνητο μοῦ φάνηκε νά ἀπογειώνεται…