Ἦταν 28 Μαΐου. Ἤμασταν ἀκόμη νέοι. Εἴχαμε συνεννοηθεῖ ἀπό τήν προηγουμένη νά κεράσω.
Κάποιοι φίλοι θά πηγαίναμε στή Ναυτιλιακή Λέσχη τό μεσημεράκι, γιά ἕνα κρασί καί τά «Χρόνια Πολλά». Ἐκεῖνα τά χρόνια ἡ Λέσχη ἦταν ἀλλοιώτικη. Θά ἦταν ἐκεῖ ὁ Γιῶργος Κατσιφάρας, ὁ Μίμης Κουτρουμπούσης, ὁ Σταῦρος Νταϊφᾶς, ὁ Νῖκος Βερνίκος, φυσικά ὁ Νῖκος Κοτζιᾶς, ἡ ψυχή τῆς Λέσχης, ὁ Σπῦρος Ἀλεξανδρᾶτος, ὁ Νῖκος Βαρβατές, ὁ Ἀνδρέας Ποταμιᾶνος καί κάποιοι καλοί συνάδελφοι. «Θά παίξεις καί τό “Happy Birthday”» εἶχε ἤδη παραγγείλει ὁ Κοτζιᾶς.
Ἡ Ναυτιλία δέν ἦταν ὅπως σήμερα. Οἱ ἄνθρωποί της βρίσκονταν πολύ συχνά στήν Λέσχη, ἐκεῖ ὁ δημοσιογράφος ἁλίευε εἰδήσεις, ἦταν ἀκόμη σέ ἐνέργεια τό ρεπορτάζ. Θά μοῦ ἔλεγε τά πειράγματά του ὁ Νταϊφᾶς γιά τόν Ἐθνικό, ἐγώ θά παράγγελνα γαῦρο ἀπανθρακωμένο, θά παρενέβαινε ὁ Ἀεκτζῆς Γιῶργος Δαλακούρας, θά τόν σιγοντάριζε ὁ ἐπίσης κιτρινόμαυρος Βασίλης Σαραντίτης καί, στό τέλος, θά ἄρχιζε ἡ συζήτηση γιά τό πῶς πάει ἡ ἀγορά. Θά προσπαθούσαμε νά μάθουμε κάποιο «ντεσού», οἱ ἄνθρωποι τῆς Ναυτιλίας ἀγαποῦν τό (καλῶς ἐννοούμενο) κουτσομπολιό καί ἀπό ἐμᾶς, τούς δημοσιογράφους, περίμεναν νά ἀκούσουν «τί κάνει ὁ ἕνας κι ὁ ἄλλος».
Δέν ξέρω τελικά ποιός ἔφευγε μέ «εἰδήσεις». Μᾶλλον ἐκεῖνοι, ἀφοῦ κι ἐμεῖς, ἀνοίγαμε τό στοματάκι μας καί λέγαμε ὅ,τι εἴχαμε ἀκούσει, ὅ,τι εἴχαμε δεῖ, ὅ,τι εἴχαμε μάθει…
Κατέβηκα, ὅπως κάθε πρωί, στό ὑπουργεῖο, πῆγα στό Γραφεῖο Τύπου, ἡ Ντίνα εἶχε πάντα τήν ἔννοια νά φέρει ἕναν ζεστό καφέ, θά μιλοῦσα μέ τήν «βάρδια», θά ἔπαιρνα τά Σήματα ἀπό τόν «Θάλαμο Ἐπιχειρήσεων», θά ἀξιολογούσαμε ὅλοι μαζί οἱ συντάκτες τό περιεχόμενο τῶν σημάτων καί ὁ καθένας θά ἔκρινε τί θά ἔγραφε γιά τήν ἑπομένη στήν ἐφημερίδα του. Εἶχαν ἀρχίσει στά γερά νά ἐκπέμπουν καί τά ἰδιωτικά κανάλια. Τότε εἶχαν καί ἐκεῖνα «ναυτιλιακούς συντάκτες». Ἐγώ εἶχα ἀποχωρήσει ἀπό τό «Μέγκα» καί εἶχα προτείνει νά μέ αντικαστήσει ὁ Γιάννης Πολίτης. Δέν μοῦ ἄρεσε ἡ προβολή στήν τηλεόραση.
Ἔφυγα ἀπό τό ὑπουργεῖο καί ἀνέβηκα τήν ὁδό Σωτῆρος Διός, πού εἶχε ἀρχίσει πλέον νά παίρνει τήν μορφή μιᾶς σύγχρονης εὐρωπαϊκῆς ἐμπορικῆς ὁδοῦ, μέ τήν πεζοδρόμησή της ἀπό τόν Ἀνδρέα Ἀνδριανόπουλο.
Ἐξακολουθῶ νά πιστεύω ὅτι ἄν ὁ Ἀνδριανόπουλος δέν εἶχε ἐγκαταλείψει τόν Δῆμο τό 1990, ὅλα θά ἦταν διαφορερτικά γιά τόν Πειραιᾶ. Ἄποψή μου, πού δέν τήν ἔχω ἀλλάξει μέχρι σήμερα.
Κάποια στιγμή πῆρα τόν δρόμο γιά τό λιμάνι. Εἶδα κόσμο στήν Φίλωνος. Πολύ κόσμο. Πλησίασα καί ρώτησα «Τί συμβαίνει;». Ἡ ἀπάντηση μέ τσάκισε. «Τρομοκράτες φάγανε τόν Περατικό, τόν ἐφοπλιστή!».
Ζαλίστηκα στό ἄκουσμα τοῦ ὀνόματος. «Ποιόν; Τόν πατέρα ἤ τόν γυιό;» ψέλλισα. Ἄκουσα, ἔμαθα καί πάγωσα!
Ὁ Κωστῆς ἦταν ἕνας ἀπό τούς φίλους πού θά ἐρχόταν στήν Λέσχη γιά «ἕνα ποτήρι κρασί». Κάθισα σέ ἕνα καφάσι καί κρατοῦσα τό κεφάλι μέ τά δυό μου χέρια. Μέ πλησίασε ἕνας καλός συνάδελφος, πού γνώριζε ὅτι μέ τόν Κωστῆ μᾶς συνέδεε, ἐκτός ἀπό τήν Ναυτιλία, ἡ μουσική. Εἴχαμε παίξει κιθάρες σέ κάποια πάρτυ.
Ἦταν ἕνας γλυκός ἄνθρωπος, πού δέν εἶχε πειράξει κουνούπι. Ἀργότερα, ὁ πατέρας του καί φίλτατος, Μιχάλης Περατικός, μοῦ ζήτησε νά παραστῶ ὡς μάρτυς κατηγορίας στήν δίκη τῶν δολοφόνων. Δέχθηκα. Θά σέ θυμᾶμαι, πάντα, Κωστῆ. Διάλεξες κι ἐσύ τή μέρα γιά νά πᾶς στή μοιραία συνάντηση!