Ὁ λαϊκισμός, πού πλέον ἀποκαλεῖται «ἀντισυστημικότης», εἶναι ὁ τάφος τῆς Δημοκρατίας.
Σάν χθές, στίς 26 Σεπτεμβρίου 1989, ἡ ἑλληνική πολιτική σκηνή συγκλονίσθηκε ἀπό τήν δολοφονία τοῦ Παύλου Μπακογιάννη, ἑνός πολιτικοῦ πού ξεχώριζε γιά τήν μετριοπάθεια καί τόν ἑνωτικό του λόγο.
Τριάντα ἕξι χρόνια μετά, ἡ μνήμη του παραμένει ζωντανή, καθώς τό ὄνομά του ἐξακολουθεῖ νά συμβολίζει τήν ἀνάγκη γιά συνεχῆ διάλογο, δημοκρατική ὡριμότητα καί ὑπέρβαση κάθε εἴδους διχασμοῦ.
Θεωρῶ χρέος νά τόν τιμήσω μέ μιά μικρή ἀναδρομή. Ὁ Παῦλος γεννήθηκε τό 1935 στό Καρπενήσι καί σπούδασε Πολιτικές Ἐπιστῆμες καί Ἐπικοινωνία στό Μόναχο, ὅπου ἀνέπτυξε στενές σχέσεις μέ τόν ἀντιδικτατορικό πυρῆνα. Ὡς δημοσιογράφος καί ἀργότερα ὡς βουλευτής τῆς Νέας Δημοκρατίας, διεκρίθη γιά τήν πίστη του στόν κοινοβουλευτισμό καί τήν προσπάθεια νά γεφυρώσει πολιτικές ἀντιθέσεις πού χαρακτήριζαν τήν μεταπολιτευτική Ἑλλάδα.
«Μποροῦμε νά διαφωνοῦμε χωρίς νά μισούμαστε» ἦταν ἡ φράση πού τόν χαρακτήρισε καί ἔδειξε τήν φιλοσοφία του γιά συνεχῆ πολιτικό διάλογο χωρίς μισαλλοδοξία.
Τό πρωινό τῆς 26ης Σεπτεμβρίου 1989, ἔξω ἀπό τό γραφεῖο του στήν ὁδό Ὁμήρου στό κέντρο τῶν Ἀθηνῶν, ὁ Παῦλος ἔπεσε νεκρός ἀπό τίς σφαῖρες μελῶν τῆς τρομοκρατικῆς «17 Νοέμβρη». Σόκ καί θλίψη σέ ὁλόκληρη τήν κοινωνία, πού ἐκείνη τήν ἐποχή ζοῦσε ἔντονες πολιτικές ἀντιπαραθέσεις. Ἡ δολοφονία του, ὅμως, ἀνεδείχθη σέ σύμβολο κατά τῆς πολιτικῆς βίας καί τῆς τρομοκρατίας.
Θυμᾶμαι, στό Δικαστήριο, ὡς μάρτυς τῆς οἰκογένειας Περατικοῦ, ρώτησα τήν «ὀργάνωση» πού καθόταν στά ἑδώλια: «Τόν Μπακογιάννη γιατί τόν σκοτώσατε;». Ἀπάντηση δέν πῆρα…
Σήμερα, ἡ ἐπέτειος τῆς δολοφονίας του ἀποτελεῖ ἀφορμή γιά ἀναστοχασμό γύρω ἀπό τά κεκτημένα τῆς Δημοκρατίας. Ἡ Πολιτεία τιμᾶ τήν μνήμη του, ἡ οἰκογένεια καί οἱ συνεργάτες του ὑπενθυμίζουν τό μήνυμα συμφιλιώσεως πού προσπάθησε νά ἀφήσει ὡς παρακαταθήκη. Ὁ ἴδιος ὑπῆρξε ἀπό τούς πρώτους πολιτικούς πού μίλησαν γιά τήν ἀνάγκη πολιτικῆς συναινέσεως σέ μιά περίοδο βαθιᾶς πολώσεως, μιά στάση πού θεωρήθηκε ριζοσπαστική γιά τήν ἐποχή.
Ἡ δολοφονία του Μπακογιάννη δέν ἀπετέλεσε πλῆγμα μόνο γιά τήν Νέα Δημοκρατία, ἀλλά καί γιά τό σύνολο τοῦ δημοκρατικοῦ κόσμου. Χαρακτηρίσθηκε δέ ἀπό πολλούς ὡς «σφαῖρα στήν καρδιά τῆς Δημοκρατίας», καθώς ἀφαιρέθηκε βιαίως ἡ ζωή ἑνός πολιτικοῦ πού πίστευε ἀκράδαντα στήν δύναμη τοῦ κοινοβουλευτικοῦ διαλόγου καί στήν ὑπέρβαση τοῦ διχασμοῦ πού μάστιζε τήν πατρίδα.
Τρεῖς δεκαετίες ἀργότερα, τό μήνυμα τοῦ Παύλου Μπακογιάννη ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ἐπίκαιρο. Σέ μιά ἐποχή ὅπου οἱ κοινωνικές ἐντάσεις καί ἡ πόλωση, ὁ λαϊκισμός καί ἡ δῆθεν «ἀντισυστημικότητα» βρίσκουν νέες μορφές ἐκφράσεως καί κάποιοι νοσταλγοῦν τίς «πλατεῖες» καί τό «Νά καεῖ τό μπ…. ἡ Βουλή», ἡ ὑπενθύμιση ὅτι ἡ πολιτική μπορεῖ νά ἐμπεριέχει τόν σεβασμό καί τήν ἀνεκτικότητα φαντάζει πιό ἀναγκαία ἀπό ποτέ.
Ἡ μνήμη τοῦ Παύλου λειτουργεῖ ὡς ὑπενθύμιση ὅτι ἡ Δημοκρατία ἀπαιτεῖ θάρρος, διάλογο καί διαρκῆ ἀγῶνα ἀπέναντι στήν βία καί τόν φανατισμό.
Ὁ Παῦλος Μπακογιάννης ἄφησε πίσω του ἕνα παράδειγμα πολιτικοῦ ἤθους πού σπάνια συναντᾶται. Ἡ ἐπέτειος τῆς δολοφονίας του δέν εἶναι ἁπλῶς μιά στιγμή μνήμης. Εἶναι μιά εὐκαιρία νά ἀναλογισθοῦμε πόσο σημαντική εἶναι ἡ ὑπεράσπιση τῶν δημοκρατικῶν ἀξιῶν ἀπέναντι σέ κάθε μορφή βίας.