Πάντα μοῦ ἄρεσε «ἡ ἄλλη Ἑλλάδα»
Δηλαδή ἡ Ἑλλάδα ἡ πραγματική, ἐκείνη πού ἐπιμένει νά ἀναπνέει, παρά τό ὅτι ἔχει σχεδόν ἐρημωθεῖ, ἐκείνη πού γνωρίζει τί θά πεῖ φιλοξενία καί δέν ἔχει ἐνδώσει στίς μεθόδους τοῦ κράτους τῶν μεγάλων πόλεων.
Ἡ Ἑλλάδα ἡ ὁποία δέν πέφτει στήν παγίδα τοῦ φανατισμοῦ οὔτε περιμένει τήν σπίθα τοῦ διχασμοῦ, ὅπως τήν περιμένουν, ἀπό τήν ἑπομένη τῶν ἐκλογῶν, στό κέντρο οἱ ἔχοντες σχέση μέ τό μεγάλο παιγνίδι.
Ἀνάμεσα στά βουνά, μέ τό Βελούχι νά ὑψώνεται ἀπέναντί μας, σέ μιά βεράντα στρωμένη μέ τσιμέντο καί ὄχι μέ ἀκριβά πλακάκια, σέ ἕνα χωριό ἀπό τό ὁποῖο ἀπουσιάζει κάθε μορφῆς πολυτέλεια, αἰσθάνθηκα τήν δύναμη τῆς ἀποστάσεως, τίς δονήσεις τῆς ἠρεμίας.
Γιατί ἄν ἤμουν στήν Ἀθήνα τήν ἡμέρα πού «ἀπεκαλύφθη» ἡ (μία ἀκόμη) ὑπόθεση τῶν τηλεφωνικῶν παρακολουθήσεων, θά εἶχα κρεμαστεῖ στό τηλέφωνο, θά εἶχα ἁρπάξει ἀπό τά μαλλιά «τό θέμα», θά μοῦ τηλεφωνοῦσε ὁ ἐκδότης νά μέ καλέσει ἐπειγόντως στήν ἐφημερίδα γιά νά δοῦμε τί ἀκριβῶς γίνεται καί, φυσικά, θά εἶχα ἀναστατωθεῖ ἤ θά ἔψαχνα -πέρ μάρε πέρ τέρα- νά βρῶ ἀνθρώπους νά μοῦ μιλήσουν. Τίποτε πιό δύσκολο ἀπό τό νά ψάχνεις «ψύλλους στ’ ἄχυρα» τόν Αὔγουστο! Ἔμαθα τό τί συμβαίνει στήν Ἀθήνα στό μεσονύκτιο δελτίο εἰδήσεων τῆς δημοσίας τηλεοράσεως. Τό τηλέφωνό μου δέν εἶχε σῆμα. Γιά νά «πιάσει» πρέπει νά πηγαίνω καμμιά διακοσαριά μέτρα ἀπό τό σπίτι. Ἀλλά, εὑρισκόμενος σέ ἄδεια, γιατί νά πάω; Ἐκεῖ, λοιπόν, πού εἶχα τελειώσει σχεδόν τό βιβλίο τοῦ Νίκου Μπελαβίλα «Ἡ Ἱστορία τοῦ Πειραιᾶ», ἀκούω στίς εἰδήσεις τῆς ΕΡΤ γιά τό θέμα τῶν παρακολουθήσεων. Καί, φυσικά, καταλαβαίνω ὅτι κάτι συμβαίνει. Ἔχοντας ἤδη, πρό τῆς ἀναχωρήσεώς μου, τήν πληροφορία ὅτι ἀσκοῦνται πιέσεις ἀπό τήν ΕΕ, μέ στόχο -κατά τίς πληροφορίες μου- τόν σχηματισμό πολυκομματικῆς κυβερνήσεως ὑπό «τεχνοκράτη» πρωθυπουργό, ἡ εἴδηση ἦταν ἀρκετή νά μοῦ ἀλλάξει τήν διάθεση. Ὡστόσο, τό πρωί, πού κατέβηκα στό χωριό, οὐδείς στό κατάμεστο καφενεῖο συζητοῦσε γιά τό θέμα. Καί γιατί νά ἀσχοληθεῖ; Σέ τί θά ἀλλάξει ἡ ζωή τους ἄν «πέσουν μέ τά μοῦτρα» στήν πολιτική; Ἐδῶ καί χρόνια -μέ διαφορετικές κυβερνήσεις-παρακαλοῦν νά στηριχθοῦν οἰκονομικά ὥστε νά τελειώσει ἕνας ἐξαιρετικός ξενών πού εἶχαν τήν ἰδέα νά δημιουργήσουν, ἀλλά «κόλλησαν» στά τελειώματα. Οὐδείς ἐπέδειξε ἐνδιαφέρον! Γιατί νά πέσουν στήν λούμπα τοῦ διχασμοῦ;
Τηλεφωνῶ σέ φίλο μου, καθηγητή Πανεπιστημίου, ὁ ὁποῖος συνδικαλίζεται καί ἔχει πάντα καλή πληροφόρηση. «Πῶς τά βλέπεις τά πράγματα; Πᾶμε γιά ἐκλογές;» ἐρωτῶ. «Γιατί; Γιά ποιό λόγο;» μοῦ ἀπαντᾶ. Καί διαπιστώνω ὅτι δέν ἔχει ἰδέα γιά τό θέμα, τό ὁποῖο στήν Ἀθήνα ἔχει δημιουργήσει σάλο! «Καλά, ποῦ εἶσαι;» ψιθυρίζω μέ ἀπορία. «Στά Ζαγόρια, γιά διακοπές!» μοῦ ἀπαντᾶ! Κι ἐκεῖνος, στήν «ἄλλη Ἑλλάδα»! Ἄνθρωπος κι αὐτός «πολύ μέσα» στήν πολιτική, δέν ἔμαθε «τά μαντάτα», δέν ἔτρεξε στά τηλέφωνα καί τά μέιλ! Βεβαίως, λόγῳ τῆς φύσεως τῆς ἐργασίας, εἶμαι ἀπό χθές «ἀπίκο». Τό καθῆκον πάνω ἀπ’ ὅλα. Ἀλλά, ὅπως καί νά τό κάνουμε, εἶναι πολύ πιό ὡραία στήν «ἄλλη Ἑλλάδα». Τήν πραγματική, τήν γνήσια, τήν ἑλληνική!