Γιά σκέψου! Ὁ «Δρομέας» τοῦ Βαρώτσου νά μετακομίσει στά Σκόπια! Καί μόνο ὡς ἰδέα, ἀπωθητική.
Καί ὅταν μαθαίνεις ὅτι ἀπετέλεσε πρόταση τῆς ὑπουργοῦ Πολιτισμοῦ πρός τόν δημιουργό τοῦ γλυπτοῦ, παθαίνεις κάτι σάν ναυτία… Δηλαδή, γιά νά καταλάβω, ξυπνάει ἕνα πρωί ἡ ὑπουργός Πολιτισμοῦ κι, ἐκεῖ πού πίνει τόν καφέ της, τῆς ἔρχεται μία ἰδέα: «Δέν θά εἶναι καλό γιά τήν ἐνίσχυση τῆς θεόπνευστης καί ρηξικέλευθης συμφωνίας τῶν Ψαράδων ἡ δωρεά ἑνός “ἐπώνυμου” γλυπτοῦ τῶν Ἀθηνῶν στά Σκόπια καί νά μᾶς χαρίσουν κι ἐκεῖνοι ἕνα;»… Καί μήν ρωτᾶτε «πῶς τῆς ἦρθε;», διότι ἔτσι ἔρχονται οἱ μεγάλες ἰδέες! Ἀπροειδοποίητα. Γι’ αὐτό καί εἶναι μεγάλες!
Κι ἀφοῦ τελειώνει τόν καφέ της, κατεβαίνει στήν εἴσοδο, ἐπιβιβάζεται στό ὑπουργικό ὄχημα καί τήν ὥρα πού περνᾶ ἔξω ἀπό τό «Χίλτον» ρωτάει τόν ὁδηγό: «Γιῶργο, πῶς θά σοῦ φαινόταν ἄν τό χαρίζαμε στά Σκόπια;». Τό αὐτοκίνητο κάνει ἕνα μικρό «λούπ», καθώς ὁ ὁδηγός παρ’ ὀλίγον νά χάσει τόν ἔλεγχο. «Νά τούς χαρίσουμε τό “Χίλτον;” καί πῶς τό ἔχετε σκεφτεῖ;» ρωτᾶ ἀπορημένος.
«Ποιό Χίλτον, βρέ Γιῶργο; Γιά τόν “Δρομέα” τοῦ Βαρώτσου σοῦ λέω, πού εἶναι τοποθετημένος στήν νησῖδα. Δέν τόν ἔχεις δεῖ;»…, τοῦ ἀπαντᾶ. Νέο «λούπ», ἄναμμα τῶν «ἀλάρμ», στάση δεξιά καί ὁ Γιῶργος προσπαθεῖ νά συνέλθει.
– Μά, τί λέτε, κυρία ὑπουργέ; Δέν ἔχετε παρατηρήσει ὅτι τό γλυπτό ἀποτελεῖται ἀπό ἀμέτρητα κομμάτια γυαλί; Πῶς θά γίνει μιά τέτοια μεταφορά; Ἡ ὑπουργός τό σκέφτεται καθώς θωρεῖ ἀκίνητη τόν «Δρομέα» καί τρέχει ὁ λογισμός της.
– Ὅλα κάνεις ὅτι τά ξέρεις, ἀλλά δέν τά ξέρεις! Καί πῶς μεταφέρθηκε, ἀγαπητέ μου, ἀπό τήν Ὁμόνοια στό Χίλτον; Διακτινίστηκε;
– Ὄχι, κυρία, ἀλλά ἄλλο νά μεταφέρεις κομμάτι-κομμάτι Ὁμόνοια-Χίλτον κι ἄλλο Χίλτον-Σκόπια. Δέν νομίζετε;
– Πολλά λές. Δέν νομίζεις ὅτι κάπου ἔχεις ἤδη ὑπερβεῖ τά ἐσκαμμένα; Ὁδήγησε, σέ παρακαλῶ, καί ἄς μήν συζητήσουμε ἄλλο…
Ὁ Γιῶργος, ἀπόφοιτος τῆς Καλῶν Τεχνῶν, ἀλλά ὁδηγός ἕνεκα τῆς ἀνεργίας, φθάνει στό ὑπουργεῖο, παρκάρει, ἀνοίγει τήν πόρτα καί ἡ ζωή συνεχίζεται… Σέ λίγη ὥρα φθάνει στό ὑπουργεῖο ὁ γλύπτης, πού ἔχει δεχθεῖ τηλεφώνημα ἀπό τήν ὑπουργό.
– Σᾶς κάλεσα γιά νά μιλήσουμε γιά ἕνα θέμα πού σᾶς ἀφορᾶ…
– Πολύ χαίρομαι, εἶναι ἡ πρώτη φορά πού καλοῦμαι στό ὑπουργεῖο, ἐδῶ καί πολύ καιρό.
– Πῶς θά σᾶς φαινόταν ἡ ἰδέα νά χαρίζαμε τόν «Δρομέα» σας στήν Δημοκρατία τῆς Βόρειας Μακεδονίας καί νά ζητήσουμε ἀπό ἐκείνους νά μᾶς δώσουν ἕνα δικό τους γλυπτό;
Ὁ γλύπτης δέν ἔχει ἀκόμη πιεῖ καφέ, ἀλλά ὁ πονοκέφαλος πού αἰσθάνεται μᾶλλον ἔχει ἄλλα αἴτια… – Ξέρετε, δέν ἔχω ἀκόμη πιεῖ καφέ καί μᾶλλον δέν σᾶς παρακολούθησα ἐπαρκῶς. Μπορεῖτε νά ἐπαναλάβετε, παρακαλῶ; Ἡ ὑπουργός, εὐγενής, ἐρωτᾶ «πῶς τόν πίνει», παραγγέλνει ἕνα ἑλληνικό διπλό, σκέτο καί ἐπαναλαμβάνει.
– Πῶς θά σᾶς φαινόταν ἡ ἰδέα νά χαρίζαμε τόν «Δρομέα» σας στήν Δημοκρατία τῆς Βόρειας Μακεδονίας καί νά ζητήσουμε ἀπό ἐκείνους νά μᾶς δώσουν ἕνα δικό τους γλυπτό;
Δέν γνωρίζω ἄν ἤπιε τόν καφέ του, ἀλλά εἶναι βέβαιο ὅτι ὁ καλλιτέχνης ἔγινε… δρομέας!