Μέ τόν ἀείμνηστο πλέον στρατηγό Κωνσταντῖνο Κόρκα διατηροῦσα μία πολύ καλή σχέση
Ἦταν ἐπιστήθιος φίλος τοῦ Ἀνδρέα Ποταμιάνου κι ἔτσι εἴχαμε πολλές εὐκαιρίες νά συναντηθοῦμε καί νά μιλήσουμε (νά μιλήσει δηλαδή) γιά πολλά. Μέ τόν Ποταμιᾶνο εἶχαν συνεργασθεῖ καί εἶχαν ὀργανώσει μαζί τήν περίφημη περιπέτεια τῆς μεταφορᾶς τῆς Ἑλληνικῆς Μεραχίας στήν Κύπρο, τό 1964.
Ὁ στρατηγός, σέ κάθε μας συνάντηση, ἀναφερόταν σέ ἐκείνη τήν ἱστορία. Καί πάντα θυμόταν κάτι καινούργιο νά μοῦ πεῖ. Καί ὅταν ὁ Κόρκας ἄρχιζε νά ὁμιλεῖ, πᾶσα ἀρχή παυσάτω! Δέν ἀνεχόταν διακοπές ἤ παρεμβολές. Καί ἀπαιτοῦσε ἀπό τούς ἀκροατές του ἀπόλυτη προσήλωση καί ἡσυχία!
Ἕνα βράδυ, στό σπίτι τοῦ Ἰωάννου Μεταξᾶ, στήν Κηφισιά, ὅπου εἶχε καλέσει ἡ ἐγγονή του ὅλη μας τήν παρέα, ὁ στρατηγός ἄρχισε νά μᾶς περιγράφει μία ἀπό τίς πολλές περιπέτειές του στόν Γράμμο.
Στήν συντροφιά μας ἦταν καί φίλος πολύ παλαιός καί ἔμπειρος διπλωμάτης, μέ τήν σύζυγό του. Κάποια στιγμή, ἐνῶ ὁ Κόρκας εἶχε φθάσει σέ κρίσιμο σημεῖο τῆς διηγήσεώς του, ὁ ἀτυχής διπλωμάτης ἔσκυψε καί εἶπε κάτι στήν σύζυγό του. Ἄστραψε καί βρόντηξε ὁ (ἐνενήντα ἐννέα ἐτῶν τότε) στρατηγός. «Δέν βλέπεις ὅτι μιλάω, βρέ!» φώναξε στεντορείᾳ τῇ φωνῇ, καί ὁ διπλωμάτης μας μόνο πού δέν σηκώθηκε «νά χτυπήσει προσοχή»!
Ἀκούγοντας τόν στρατηγό τόσες φορές νά μοῦ διηγεῖται μέ πᾶσα λεπτομέρεια τήν διδικασία, ἡ ὁποία προηγήθηκε τῆς μεταφορᾶς τῆς Μεραρχίας στήν Κύπρο, ἀντελήφθην πόσο ἐπικίνδυνη καί πόσο σημαντική γιά τήν χώρα μας ἦταν ἐκείνη ἡ ἀποστολή.
Ὁ Ποταμιᾶνος -γιά δικούς του λόγους- δέν ἤθελε νά μιλᾶ γιά ἐκεῖνες τίς ἡμέρες. Βεβαίως, σέ συζητήσεις μας, μοῦ τά ἔχει πεῖ ὅλα, ἀλλά μέ τήν ἐπωδό «μήν γράψεις τίποτε ὅσο ζῶ» γιά νά λαμβάνει πάντα τήν ἴδια ἀπάντηση. «Ἐσύ, μέ τήν ζωτικότητά σου, θά ἐκφωνήσεις τόν ἐπικήδειο σέ ὅλους μας!»…
Ὁ στρατηγός, λοιπόν, μοῦ τόνιζε ὅτι ἡ ἀποστολή τῆς Μεραρχίας ἦταν τόσο λεπτή ὑπόθεση. «Κυριολεκτικά κρεμόμασταν ἀπό μιά κλωστή! Ἄν πήγαινε τό παραμικρό στραβά, μπορούσαμε νά τιναχθοῦμε ὅλοι στόν ἀέρα» μοῦ εἶπε περιγράφοντας τό πῶς μεταφέρονταν, νύχτα πάντα, τά πολεμοφόδια στό κρουζιερόπλοιο τῆς «Ἠπειρωτικῆς», πῶς ὁ Ποταμιᾶνος ἐξασφάλισε τά ροῦχα μέ τά ὁποῖα ντύθηκαν οἱ στρατιωτικοί (ἀνδρικά καί γυναικεῖα) ὥστε τά ἀγγλικά ἀεροπλάνα, πού πετοῦσαν πολύ χαμηλά, νά διακρίνουν στά καταστρώματα τοῦ βαποριοῦ «τουρίστες καί τουρίστριες» πού πήγαιναν στήν Κύπρο γιά ταξίδι ἀναψυχῆς!
«Φαντάζεσαι νά μᾶς ἔπαιρναν χαμπάρι; Μέ δυό-τρεῖς ριπές, μπορεῖ νά ἄναβε φωτιά καί νά τιναχτοῦμε ὅλοι στόν ἀέρα!»…
Ὁ στρατηγός μοῦ περιέγραψε καί τό πῶς ὁ Ἀνδρέας Ποταμιᾶνος «κλείδωσε» τόν Γρίβα στήν καμπίνα καί δέν τόν ἄφησε νά ξεμυτίσει μέχρι νά ἀποβιβασθεῖ στήν Κύπρο. «Ἐσένα οἱ Ἐγγλέζοι ἀναγνωρίζουν μέχρι καί τήν τελευταία τρίχα ἀπό τά μουστάκια σου!» τοῦ εἶχε πεῖ χαρακτηριστικά ὁ δαιμόνιος στρατιωτικός.
Στήν κηδεία τοῦ Ἀνδρέα, τόν εἶδα μέ μπαστούνι. Τόν χαιρέτισα μέ τόν δέοντα σεβασμό. «Μή βλέπεις τό μπαστούνι! Τό ἔχω γιά νά μέ φοβοῦνται!» μοῦ εἶπε…
Ἔχω στό ἀρχεῖο μου πολύωρες συνομιλίες μέ τόν ἀείμνηστο στρατηγό, πού ἄφησε τήν τελευταία του πνοή τήν ἡμέρα τῆς ἁλώσεως, ἐνῶ μόλις εἶχε καταθέσει –ὡς ὁ τελευταῖος ἐπιζῶν– στεφάνι στό μνημεῖο τῶν συναγωνιστῶν του «Ἱερολοχιτῶν». Ἐλπίζω νά τίς ἀξιοποιήσω κάποια στιγμή.
Αἰωνία του ἡ μνήμη καί ὅλη μας τήν ἀγάπη στήν σύζυγό του, πού κράτησε ὄρθιο μέχρι τό τέλος, τόν ἥρωα!