Ἀπό περιέργεια, ἀλλά καί προκειμένου νά διαπιστώσω ὅτι δέν εἶμαι οὖφο, κατά τό κοινῶς, πλέον, λεγόμενον, κατέφυγα σέ μιά πλατφόρμα καί παρακολούθησα τόν Πρῶτο ἡμιτελικό τοῦ Διαγωνισμοῦ Τραγουδιοῦ τῆς Eurovision. Τελικώς, μᾶλλον εἶμαι …«οὖφο μέ σκοῦφο», ὅπως ἔλεγαν τά παιδιά τοῦ Ἐλευθέρου Θεάτρου, ἀναφερόμενα στούς «πασοκανθρώπους».
Δέν μπορεῖ, δηλαδή, νά παραληροῦν τυχαῖα οἱ νέοι στά ἀκούσματα αὐτά, νά ἀπολαμβάνουν φωνές πού δέν ἀκούγονται καί τραγούδια, πού …δέν εἶναι τραγούδια! Ἀλλά ἐκστασιάζονται τά πλήθη καί ὁ διαγωνισμός σπάει ταμεῖα σέ τηλεθέαση, ἀλλά καί φέρνει χρῆμα πολύ στίς …ἑταιρεῖες στοιχημάτων. Γιά ἑταιρεῖες δίσκων μήν ψάχνετε, ὑπολειτουργοῦν καί χάνονται ἐμπρός στίς πλατφόρμες τοῦ διαδικτύου.
Ὡς ὀπαδός τοῦ Λουκιανοῦ (ὄχι τοῦ παλιοῦ, ἀλλά τοῦ Κηλαηδόνη) πιστεύω ὅτι «ἕνα τραγούδι, γιά νἆν’ τραγούδι, θέλει λόγια ἁπλά/ἕνα τραγούδι, γιά νἆν’ τραγούδι, θέλει κάποιο μπλά-μπλά. Ἕνα τραγούδι, γιά νἆν’ τραγούδι, θέλει μιά μουσική/ἕνα τραγούδι, γιά νἆν’ τραγούδι, θέλει τέλος κι ἀρχή»!
Ἔ, δέν εἶμαι πιά τόσο ἄμουσος γιά νά καταλάβω ὅτι κάποιος εἶναι φάλτσος, κάποιος ξέχασε νά βάλει ρεφραίν, κάποιος πετάγεται ἔξω ἀπό τόν ρυθμό. Ἀλλά, παρ’ ὅλα αὐτά, κάθισα καί ἄκουσα τά τραγούδια τοῦ «Πρώτου ἡμιτελικοῦ». Τόν δεύτερο δέν τόλμησα. Κατέληξα, λοιπόν, στό συμπέρασμα, ὅτι «ὅλα τριγύρω ἀλλάζουνε κι ὅλα τά ἴδια μένουν», ὅπως λέει τό καμηλιέρικο τραγούδι (τραγουδάρα μπροστά σ’ αὐτά πού μᾶς ταΐζουν τελευταῖα) τοῦ ἀλησμόνητου Νίκου Παπάζογλου, ὁ «Ὑδροχόος».
Γύρισα κάποια χρόνια πίσω καί θυμήθηκα τόν πατέρα μου, ὅταν εἰσέβαλε στό δωμάτιό μου, ὅπου, στό πίκ-ἄπ «Φίλιπς» πού εἶχα ἀγοράσει μέ τίς οἰκονομίες μου (στερεοφωνικό μέ ἀποσπώμενα ἠχεῖα), εἶχα βάλει στήν διαπασῶν, τήν «Ζωζώ» ἀπό τήν ἑνότητα «οἱ πλανόδιοι», πού περιλαμβανόταν στό «Φορτηγό» τοῦ Διονύση Σαββόπουλου.
«Τί εἶναι αὐτές οἱ κτηνώδεις κραυγές καί βωμολοχίες πού ἀκοῦς, παιδί μου;» μοῦ εἶπε μέ ὕφος αὐστηρό ἀλλά καί ξαφνιασμένος. «Εἶναι ὁ Σαββόπουλος, ὁ Ἕλληνας Ντύλαν» τοῦ λέω κι ἀνάθεμα κι ἄν κατάλαβε γρῦ. «Τί Ντύλαν, παιδί μου, ξεφτίλαν εἶναι ἐτοῦτος!» μοῦ εἶπε καί ἔφυγε, θριαμβευτής, πού μέ εἶχε «συμμορφώσει».
Γιά ἐκείνους, πού εἶχαν μεγαλώσει μέ «Δύο πράσινα μάτια μέ μπλέ βλεφαρίδες» καί μέ «ἔλα κι ἀπόψε», ὁ σχεδόν παράφωνος Διονύσης, πού τραγουδοῦσε μοναχός μέ μιά κιθάρα τήν ὁποία μεταχειριζόταν μέ τόν δικό του τρόπο, ἦταν «ἔγκλημα καθοσιώσεως». Γιά ἐμᾶς, ὅμως, ἦταν ἐκεῖνος πού ξεκλείδωνε τήν καρδιά μας, μέ τό «Βιετνάμ γιέ-γιέ» καί μέ «Τά κορίτσια πού πηγαίνουν δυό-δυό».
Ἐμένα, λοιπόν, τά τραγούδια πού ἄκουσα στόν Πρῶτο ἡμιτελικό, δέν μοῦ εἶπαν τίποτε! Ἀλλά ἐγώ μεγάλωσα μέ Yesterday, Rubber Soul, Help ἀλλά καί Dylan, Baez, Donovan, Νέο Κῦμα, Χατζιδάκι, Μίκη, Σπανό, Λεοντῆ, Λοΐζο, Κουγιουμτζῆ, καί εἶχα ἄλλες μουσικές προσλαμβάνουσες.
Γιά τούς γονεῖς τοῦ τότε, ὁ Διονύσης ἦταν κάτι σάν ράπερ, γιά νά μήν πῶ κάτι ἀκόμη σκληρότερο. Μήν ξεχνᾶμε ὅτι στήν «Ζωζώ» του, γιά πρώτη φορά, ἀκούστηκε σέ δίσκο ἡ λέξη «νταβατζῆς», ἡ ὁποία, ἀργότερα, ἔγινε αἰτία νά γίνει χαμός καί νά ἀνατραπεῖ μιά κυβέρνηση, ὅταν ὁ τότε πρωθυπουργός ἀπεκάλεσε τοιουτοτρόπως τούς «μαίτρ τῆς διαπλοκῆς».
Μακάρι νά διακριθεῖ τό «δικό μας» τραγούδι στήν Eurovision. Ἀρέσει στήν ἐγγονή μου καί στίς φίλες της!