Ὅλα στήν ζωή εἶναι θάλασσα…

«Ἐρευνᾶτε τάς Γραφάς» ἔλεγαν οἱ ἅγιοι τῆς ἱστορίας. Ἐρεύνησα ὅσες μποροῦσα κι ἐρευνῶ ἀκόμα. Πλήν ὅμως, κάποιες ἀπό τίς Γραφές σέ σημαδεύουν. Ὅπως καί κάποιες γνωριμίες.

Ὁ ἀδελφός μου, ἕνας τίμιος καί συνεπής ναυτικός, πού ἀπό πολίτης τοῦ κόσμου ἔγινε ἕνας ἄριστος οἰκογενειάρχης μέ πέντε παιδιά καί δώδεκα ἐγγόνια, ἔφερε στό σπίτι ἕνα βιβλίο. Ἕνα βιβλίο, μέ ὁλοκόκκινο ἐξώφυλλο, χωρίς φωτογραφίες. «Μαραμπού» ἔγραφε, καί κάθισα νά τό διαβάσω, καθώς διάβαζα, ἀπό παιδί, ὅ,τι ἔπεφτε στά χέρια μου.

Ἔτσι γνωρίστηκα μέ τόν Νῖκο Καββαδία κι ἔτσι ἀγάπησα περισσότερο τήν θάλασσα, τά βαπόρια. Κι ὅταν βρέθηκα στό ναυτιλιακό ρεπορτάζ, αἰσθάνθηκα «σάν στό σπίτι μου». Κι ἀκόμη διαβάζω τόν Καββαδία, ὅποτε θέλω νά πέσω στήν θάλασσα τοῦ στοχασμοῦ. «Ὁ πατέρας μου ἦταν τροφοδότης σέ ἐπιβατικά. Μέ ἔπαιρνε μαζί του. Γνώρισα πολλά μέρη καί ἀγάπησα τήν θάλασσα.

Ὅταν νύχτωνε καί σφύριζαν τά καράβια, μ’ ἔπιανε λύσσα. Δεκαοχτώ χρονῶν μπῆκα σέ ἕνα ναυτικό γραφεῖο στόν Πειραιᾶ, γιομᾶτο ἀφίσες καί χάρτες γεωγραφικούς. Τί μέ ἔσπρωξε στήν θάλασσα; Ἡ μυρωδιά ἀπό τίς βαλίτσες τῶν ναυτικῶν. Τά δῶρα πού ἔφερναν οἱ συγγενεῖς μου ἀπό τά ξένα. Ἡ μυρωδιά τῶν καραβιῶν πού κάνει τούς ἐπιβάτες νά ζαλίζονται καί νά περιμένουν τήν ὥρα πού θά φτάσουν στό λιμάνι, σάν λύτρωση. Οἱ ναυτικοί μοιάζουν μέ τούς καλόγερους. Γιά πολύ καιρό εἶναι κλεισμένοι στό καράβι σάν ἀσκητές. Ὅταν βγοῦν ἔξω, δέν κάνουν διακρίσεις. Ζοῦν τήν ζωή ὅπως τήν βροῦν.

Δέν ὑπάρχει λιμάνι, οὔτε γυναῖκα πού νά μήν τήν ἀγάπησα καί νιώθω εὐγνωμοσύνη γιά ὅσες ἦρθαν μαζί μου. Πολλές ἦρθαν γιατί τίς κολάκευε ἡ συντροφιά μου, ἄλλες γιά νά δοκιμάσουν κάτι παραπάνω ἀπ’ ὅσα ἔγραφα, κάποιες ἐπειδή πλήττανε, καί μερικές τυχαῖα. Μοῦ ἔλαχε νά ζήσω τά ὅσα ἔζησα καί νά τά κάνω ποίηση. Δέν ἔκανα τίποτε περισσότερο ἀπό τό νά περιγράφω ἁπλά, μερικά πράγματα πού μοῦ εἶχαν συμβεῖ στά ταξίδια μου. Εἶμαι στοχαστής. Δέν εἶμαι ποιητής. Ὁ ποιητής βάζει κάτω τή φαντασία, στύβει τό μυαλό καί γράφει. Νομίζει πώς ἔχει χρέος νά συντηρήσει ὄνομα καί φήμη. Ἐγώ βλέπω, ζῶ, ἀγκομαχῶ τό χρόνο. Ἀνάμεσα σέ κρεβάτια, σέ καμπαρέ, σέ τυφῶνες. Οἱ στίχοι μου εἶναι λόγια, ἱστορίες, ζωή ἀτόφια.

Ἔχω στό δεξί μου χέρι μιά ζωγραφισμένη γοργόνα. Εἶναι μιά περίεργη συντροφιά. Ἔβαλα καί μοῦ τή χάραξαν τό ’34. Καμιά φορά βλέπω στόν ὕπνο μου ὅτι ἡ γοργόνα ἔφυγε ἀπό τή θέση της. Μέ κυριεύει τότε πανικός. Ὕστερα, ὅμως, ὅταν ἀνάβω τό φῶς καί τή βλέπω στή θέση της, ἡσυχάζω. Ἀφοῦ εἶναι ἡ γοργόνα ἐκεῖ, ὅλα πᾶνε καλά. Σβήνω τό φῶς καί ξανακοιμᾶμαι.

Κάποιες γυναῖκες τίς ἐρέθιζε νά βλέπουν αὐτές τίς “ζωγραφιές”. Μά ὑπάρχουνε καί “ζωγραφιές”, πού καμμία δέν εἶδε. Ὅταν πεθάνω, θέλω αὐτές οἱ ζωγραφιές νά μή σαπίσουν. Θέλω νά γίνουν ἀμπαζούρ, νά φωτίζουν τά ὄνειρα τῶν στερημένων»… Ἕνα ἀπό τά ὑπέροχα, τραχεῖα καί συνάμα τρυφερά κείμενά του. Θυμᾶμαι πάντα τά λόγια μέ τά ὁποῖα μέ ξεπροβόδισε, τήν ἡμέρα πού τόν γνώρισα. «Νά θυμᾶσαι ὅτι ὅλα στή ζωή εἶναι θάλασσα»…

Γι’ αὐτό πασχίζω νά διατηρήσω τίς γοργόνες τοῦ ποιητῆ, μέσα κι ἀπό τίς σελίδες τῆς ἐφημερίδας…

Απόψεις

Ποιός κυβερνᾶ αὐτόν τόν τόπο;

Εφημερίς Εστία
Ὁ ἀρχηγός τῆς ΕΛ.ΑΣ. καταγγέλλει ὅτι καρατομήθηκε ἀπό τό ΚΥΣΕΑ ἕναν μῆνα μετά τήν ἀνανέωση τῆς θητείας του, ἐπειδή τό ζήτησαν ἀπό τό Μαξίμου ἄγνωστα «κέντρα ἐξουσίας» – Ποιά εἶναι ἄραγε; – Πρωτοφανεῖς ἀποκαλύψεις – Τοῦ ζητοῦσαν νά ἀπογυμνώσει Τμήματα ἀπό ἄνδρες καί νά τούς διαθέσει ὡς φρουρούς σέ στελέχη σταθμῶν τῆς διαπλοκῆς – Δέν ἔλαβαν ὑπ’ ὄψιν τους τίς εἰσηγήσεις του γιά τίς κρίσεις – Ἐνταφιάζεται τό ἐπιτελικό κράτος

Κανείς δέν φταίει γιά τό χάλι μας

Μανώλης Κοττάκης
ΑΠΑΡΙΘΜΩ γεγονότα τοῦ τελευταίου τριημέρου. Μερικά εἶναι φαινομενικά ἄσχετα μεταξύ τους, ἀλλά στήν οὐσία δέν εἶναι. Εἶναι οἱ ὄψεις τῆς ἴδιας χώρας. Τῆς ἴδιας πατρίδας. Τῆς ἴδιας νοοτροπίας.

Ἀμετανόητος ἐπέστρεψε ὁ κ. Παῦλος Πολάκης

Εφημερίς Εστία
Η ΟΜΟΦΩΝΟΣ ἀπόφασις τῆς Πολιτικῆς Γραμματείας τοῦ ΣΥΡΙΖΑ νά παραμείνει στά ψηφοδέλτια τοῦ κόμματος ὁ κ. Παῦλος Πολάκης, μετά τήν ἀπολογητική ἐπιστολή του πρός τόν Πρόεδρο, ἔδωσε τό δικαίωμα στόν βουλευτή Χανίων νά ἀπασφαλίσει ἀμέσως μετά καί νά ἀρχίσει νά κάνει αὐτό πού καλά γνωρίζει: λαϊκισμός μέσῳ κοινωνικῶν δικτύων καί λάσπη στόν ἀνεμιστῆρα.

Τιμή στόν ἄξιο δήμαρχο τῆς Φλωρεντίας

Δημήτρης Καπράνος
Τιμή στόν Ντάριο Ναρντέλλα, τόν 47χρονο δήμαρχο τῆς Φλωρεντίας, πού βούτηξε ἕναν ἀπό τούς σαχλαμαράκηδες ἀκτιβιστές, ὁ ὁποῖος πῆγε κι ἔρριξε πορτοκαλί μπογιά στό Παλάτσο Βέκιο, τό πλέον ἀξιόλογο ἀπό τά παλαιά κτήρια τῆς Φλωρεντίας, ὅπου στεγάζεται τό Δημαρχεῖο τῆς πανέμορφης πόλεως τῆς Τοσκάνης.

Τετάρτη, 20 Μαρτίου 1963

Πρό 60 ἐτῶν
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΓΕΝΝΗΜΕΝΗ ΗΘΟΠΟΙΟΣ