Ὁ Χρόνης Ἀηδονίδης, πού ἄφησε χθές τόν μάταιο ἐτοῦτο κόσμο, πρέπει νά ἀναγραφεῖ στίς δέλτους τῶν μεγάλων εὐεργετῶν τοῦ ἔθνους.
Ἐπίμονος ὑμνητής τοῦ ἐθνικοῦ μουσικοῦ πλούτου καί κυρίως τοῦ μοναδικοῦ μουσικοῦ καλειδοσκοπίου τῆς ἰδιαιτέρας του πατρίδος, τῆς Θράκης, γεννήθηκε στίς 23 Δεκεμβρίου τοῦ 1928, στήν Καρωτή, ἕνα χωριό κοντά στό Διδυμότειχο. Γυιός τοῦ ἱερέα Χρήστου καί τῆς πρεσβυτέρας Χρυσάνθης Ἀηδονίδη, ἦταν τό δεύτερο ἀπό τά πέντε τέκνα τους. Στήν Καρωτή πέρασε τά παιδικά καί ἐφηβικά του χρόνια κι ἐκεῖ ἔμαθε τά πρῶτα του τραγούδια καί μυήθηκε στόν κόσμο τῆς παραδοσιακῆς μουσικῆς, πρῶτα ἀπό τήν μητέρα του, πού γνώριζε τά περισσότερα τραγούδια τῆς Θράκης, κι ἔπειτα ἀπό τούς πλανόδιους μουσικούς.
Μαθητής ἀκόμα, διδάχθηκε βυζαντινή μουσική ἀπό τόν πατέρα του καί μετά ἀπό τόν δάσκαλο Μιχάλη Κεφαλοκόπτη καί ὁλοκλήρωσε ἀργότερα τίς σπουδές του στήν βυζαντινή μουσική, στήν Ἀθήνα, στό Ἑλληνικό Ὠδεῖο, κοντά στόν Θεόδωρο Χατζηθεοδώρου. Ἀργότερα διορίσθηκε κοινοτικός διδάσκαλος στά Πετρωτά Ροδόπης καί τό 1950 βρέθηκε στήν Ἀθήνα ὅπου ἐργάσθηκε στό Σισμανόγλειο Νοσοκομεῖο ὡς λογιστής.
Τό 1953 γνώρισε τόν λαογράφο Πολύδωρο Παπαχριστοδούλου, ὁ ὁποῖος τοῦ πρότεινε νά συμμετέχει στήν ἐκπομπή του «Θρακικοί Ἀντίλαλοι», στό κρατικό ραδιόφωνο.
Ἀπό τότε καί μέ τήν βοήθεια τοῦ Πολύδωρου Παπαχριστοδούλου ἄρχισε νά λαμβάνει μέρος στίς ἐκπομπές του, συμμετέχοντας πολύ σύντομα ὡς μονωδός στήν Χορωδία τοῦ Παντελῆ Καββακόπουλου. Ἀργότερα συμμετεῖχε καί στήν χορωδία τοῦ Σίμωνος Καρρᾶ, ἐνῷ ἀπό τό 1957 ἀνέλαβε τακτική ἑβδομαδιαία ἐκπομπή στό ραδιόφωνο, προβάλλοντας τόν μουσικό θησαυρό τῆς πατρίδος του, τῆς Θράκης. Ἦταν ἡ πρώτη φορά πού τά θρακιώτικα τραγούδια ἀκούγονταν σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα.
Ὅταν πρωτάκουσα –ἔφηβος– τήν φωνή του, στό «Ξενιτεμένο μου πουλί», αἰσθάνθηκα «κάτι» μέσα μου. Καί ἄρχισα νά ἀκούω καί νά μελετῶ τήν θρακιώτικη μουσική, τά «μέτρα» καί τούς ρυθμούς της, τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο χειρίζονται οἱ μουσικοί τά ὄργανά τους. Καί βρέθηκα, ξαφνικά, μέσα σέ ἕναν κόσμο πολύ κοντά στήν μουσική πού εἶχα ἀγαπήσει, στό «ρόκ» καί τίς παραφυάδες του. Κι ὕστερα, ἦλθαν ἡ Δόμνα Σαμίου, ὁ Διονύσης Σαββόπουλος, ἡ Μαρίζα Κώχ –ὅλοι τους μύστες κορυφαῖοι– καί τό θρακιώτικο μουσικό ἰδίωμα ἔγινε κτῆμα τῶν νεώτερων γενεῶν, οἱ ὁποῖες, μέσα ἀπό τούς «πόπ» δίσκους, ὁδηγήθηκαν στά μονοπάτια τῆς παραδόσεως καί ἀνταμώθηκαν μέ τό μεγαλεῖο τοῦ ὑπέροχου δασκάλου Χρόνη Ἀηδονίδη.
Νά σημειώσω τό πόσο ἐπηρέασε ὁ Ἀηδονίδης τόν ἀλησμόνητο κιθαριστή Γιάννη Σπάθα ἀλλά καί τόν ἐπίσης ἐξαίρετο μαίτρ τῆς ἠλεκτρικῆς κιθάρας Χριστόφορο Κροκίδη, πού μέ τό δικό του «θρακιώτικο» ἠλεκτρικό κομμάτι, συνεγείρει τόν κόσμο στίς συναυλίες του.
Ὀφείλω δέ εὐγνωμοσύνη στόν ἀλησμόνητο Χρόνη Ἀηδονίδη, ὁ ὁποῖος ἀνακάλυψε τήν μοναδική ἑρμηνεύτρια Νεκταρία Καραντζῆ, πού δέχθηκε τήν εὐλογία του καί πλέον ἐξελίσσεται σέ ἱέρεια καί πρέσβειρα τῆς ἑλληνικῆς-βυζαντινῆς παραδοσιακῆς μουσικῆς σέ ὅλον τόν κόσμο, συνεργαζόμενη μέ τόν κορυφαῖο δημιουργό παγκοσμίου ἀκτινοβολίας, Βασίλη Τσαμπρόπουλο.
Εὐγνωμοσύνη, διότι ἡ Νεκταρία ἦταν συγκάτοικός μου στόν Πειραιᾶ καί –παρ’ ὅτι ἔχω κι ἐγώ τίς μουσικές μου ἀνησυχίες– δέν εἶχα ἀντιληφθεῖ τόν θησαυρό πού ἔκρυβε ὁ πρῶτος ὄροφος τῆς πολυκατοικίας μας! Καλοτάξιδος, ἀλησμόνητε θεράποντα τῆς πρώτης τῶν τεχνῶν…