Πάντα μοῦ ἄρεσε ὁ Ἰανουάριος. Κατ’ ἀρχάς ἦταν ὁ μῆνας μέ τίς περισσότερες γιορτές. Πρίν ἀκόμη μπεῖ ὁ νέος χρόνος, εἶχε στρωθεῖ τό τραπέζι τῆς Παραμονῆς, εἶχε ἁπλωθεῖ στό μικρότερο τραπέζι ἡ πράσινη κουβέρτα καί παίζαμε «τριανταμία» καί «πάρτα ὅλα».
Μέ τό πού χτυποῦσε μεσάνυχτα, κατεβάζαμε τόν «γενικό» καί ἀμέσως τόν ξανασηκώναμε ἔτσι, γιά νά εἶναι ὁ νέος χρόνος γεμᾶτος φῶς.
Πρωί-πρωί ἀνήμερα, ὁ πατέρας καθόταν στήν πολυθρόνα του καί ἐμεῖς, τά πέντε παιδιά, περνούσαμε ἕνας-ἕνας μπροστά του, γιά νά πάρουμε τό «χαρτζηλίκι». Τά περισσότερα ἡ ἀδελφή μας, ὡς μεγαλύτερη, ἔπειτα ὁ Γιῶργος, Ἀριστοτέλης, ἡ ἀφεντιά μου καί ὁ Πλάτων.
Ὡς προτελευταῖος ἔπαιρνα κάτι παραπάνω ἀπό τόν μικρότερο, ἀλλά εἶχα μεγάλη διαφορά ἀπό τήν ἀδελφή μας. Θυμᾶμαι, ἔπαψα νά παίρνω «χαρτζηλίκι» ὅταν ἄρχισα νά ἐργάζομαι. Τότε, ἦταν ἡ σειρά μου νά ἀγοράζω δῶρα στούς γονεῖς. Τοῦ πατέρα τοῦ ἄρεσαν τά γάντια καί τά κασκόλ. Οὔτε θυμᾶμαι πόσα ζευγάρια γάντια τοῦ χάρισα στήν δεκαπενταετία πού μεσολάβησε ἀπό τόν πρῶτο μου μισθό μέχρι πού μᾶς ἔφυγε, ἤρεμα… Ἀκολουθοῦσε τό πρωτοχρονιάτικο τραπέζι κι ὕστερα ἔρχονταν τά «Φῶτα». Γιορτή μεγάλη στόν Πειραιᾶ, πηγαίναμε οἰκογενειακῶς καί παρακολουθούσαμε τήν κατάδυση τοῦ Σταυροῦ. Ἐρχόταν τό βασιλικό ζεῦγος, ὁ διάδοχος, ὁ πρωθυπουργός καί τό ὑπουργικό συμβούλιο. Δέν ὑπῆρχε περίπτωση νά μήν ἔχουμε ὅλους τούς ἐπισήμους στήν προκυμαία τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος.
Τῶν Θεοφανείων δέν εἴχαμε πολλούς ἑορτάζοντες. Ἡ κουμπάρα μας ἡ Φωφώ μόνο, πού ὁ ἄντρας της ἔφυγε γιά νά δουλέψει στό Βέλγιο καί δέν ξαναγύρισε, ἀλλά τῆς ἔστειλε ἕνα γράμμα πού τῆς ἔλεγε ὅτι «οἱ καταστάσεις τόν ἔκαναν νά πρέπει νά μείνει ἐκεῖ.» (Ἔκανε ἄλλη οἰκογένεια, ἀπ’ ὅ,τι ἔμαθα ἀργότερα.) Τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, ὅμως, εἴχαμε πολλούς συγγενεῖς καί φίλους ἑορτάζοντες. Οἱ γονεῖς πήγαιναν «ἐπισκέψεις», ἀρχίζοντας ἀπό νωρίς τό ἀπόγευμα καί καταλήγοντας στόν Γιάννη Μέρκο, ὅπου πηγαίναμε κι ἐμεῖς, γιατί γινόταν γλέντι τρικούβερτο! Καί στίς 18 Ἰανουαρίου, ἡ μεγάλη γιορτή! Ἑόρταζε ὁ πατέρας καί γινόταν τό μεγάλο τραπέζι, στό μεγάλο σαλόνι τοῦ σπιτιοῦ, μέ τό ξύλινο πάτωμα, πάντα καλογυαλισμένο μέ «παρκετίνη». Ὁ χορός, ὅμως, γινόταν στό μεγάλο «χώλ», μέ μωσαϊκό πού εἶχε στήν σύνθεσή του καί κομμάτια ἀπό ὄστρακα! Ἀπό «Ράσπα» καί «Φόξ-τρότ», μέχρι τσάμικα καί «Παπαλάμπραινα», καί «Ποῦ ’σανε Γκόλφω» καί ἕνα σωρό ἄσματα τοῦ βουνοῦ καί τοῦ λόγγου.
Τό γλέντι ὁλοκληρωνόταν πάλι στό τραπέζι, μέ κιθάρα, οὔτι, βιολί καί τόν πατέρα μας νά τραγουδᾶ καί νά παίζει «τά κουτάλια»! Τώρα, πού ὁ πατέρας ἔχει φύγει γιά ψηλά, ἑορτάζουμε τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τόν γυιό μας, ἀλλά καί τήν ἐγγονή μας, πού γεννήθηκε στίς 18 Ἰανουαρίου! Πῶς νά μήν ἀγαπῶ τόν Ἰανουάριο;