Εἴχαμε πολλά χρόνια νά περάσουμε μεσημέρι ἀπό τήν πλατεῖα Βικτωρίας. Βρεθήκαμε χθές, στίς δώδεκα παρά κάτι, προκειμένου νά μετάσχουμε στήν παρουσίαση τοῦ ἐξαιρετικοῦ βιβλίου (διηγήματα) τοῦ Πειραιώτη φιλολόγου Γιώργου Ἀποστόλου, «Ἱστορίες Ἀντοχῆς», ἀπό τίς ἐκδόσεις «Φίλντισι».
Μιά πλατεῖα ἡ ὁποία οὐδεμία ἔχει πλέον σχέση μέ τήν «Βικτώρια» πού εἴχαμε γνωρίσει μέχρι τά μέσα τοῦ ’80. Καφετέριες ἁπλωμένες ἄναρχα, ξενόγλωσσες περίεργες καί ἀκαλαίσθητες ἐπιγραφές, κόσμος πολύς, κυρίως μετανάστες καί μιά βαρειά μυρωδιά, πού δέν κατορθώσαμε νά ἀντιληφθοῦμε ἀπό ποῦ προερχόταν.
Φυσικά, οἱ τοῖχοι ὁλόγυρα γεμᾶτοι γκράφφιτι, ὅπως ἦταν καί οἱ τοῖχοι σέ ὅλη τήν διαδρομή μέ τόν ἠλεκτρικό ἀπό τόν Πειραιᾶ. Φυσικά, πανβρώμικος καί ὁ συρμός, μέσα-ἔξω, μέ τά καθίσματα ρυπαρά καί τά τζάμια τῶν παραθύρων μέσα στήν μπίχλα.
Μονολόγησα, μᾶλλον δυνατά: «Πῶς γίναμε ἔτσι;», καί ἀμέσως ὁ κύριος ἀπέναντί μου, πού κρατοῦσε μιά τσάντα ἀπό σοῦπερ μάρκετ, ἔσπευσε νά συμπληρώσει: «Καί ποῦ ’σαι ἀκόμα, νά δεῖς πῶς θά γίνουμε!»…
Στό Μοναστηράκι, οἱ τοῖχοι, δεξιά-ἀριστερά, γεμᾶτοι ἀκαταλαβίστικες ἐπιγραφές, ὅπως καί οἱ συρμοί πού εἶναι ἀραγμένοι στό Θησεῖο. Ἀλήθεια, δέν ὑπάρχουν συνεργεῖα καθαρισμοῦ τῶν συρμῶν;
Γιατί δέν καθαρίζουν τά βαγόνια ὅταν ἀράζουν στούς σταθμούς; Πῶς φθάνουν οἱ «γραφίστες» στά ἄδυτα τῶν σταθμῶν καί πῶς ζωγραφίζουν αὐτές τίς ἀηδίες στά βαγόνια; Χρειάζονται ὧρες γιά νά ὁλοκληρώσουν τό ἔργο τους. Κανείς δέν τούς βλέπει; Κανείς δέν τούς ἐμποδίζει;
Στόν σταθμό «Ταῦρος-Ἐλ. Βενιζέλος» (κατά τό Ἔλ-Ἀλαμέιν, νομίζω) σωριάζεται δίπλα μου μιά κυρία εὐτραφεστάτη, πού κρατᾶ μιά ἀρμαθιά σακκοῦλες χάρτινες. Μοῦ χώνει μιά ἀγκωνιά στά πλευρά, σάν ἐκεῖνες πού χώνουν «στά μουλωχτά» οἱ Ἀργεντινοί ποδοσφαιριστές στούς ἀντιπάλους τους. Κάνω ἕνα «ὤχ», ἀλλά ἡ κυρία δέν μέ ἀκούει καθότι ὁμιλεῖ στό κινητό, σέ μιά γλῶσσα μᾶλλον καυκασιανή. «Συγγνώμη» τῆς λέω, σέ μιά προσπάθεια νά σηκωθῶ γιατί ἀσφυκτιῶ, ἀλλά δέν μοῦ δίνει σημασία! Στήν Ὁμόνοια κατεβαίνει καί ἀνασαίνω βαθειά (μέσα ἀπό τήν μάσκα, ὅσο αὐτό εἶναι δυνατόν.) Στόν σταθμό τῆς πλατείας Βικτωρίας κυριαρχεῖ τό σκότος. Ἀνεβαίνω γοργά τά σκαλιά (οὔτε σκέψη νά μπῶ στό ἀσανσέρ) καί βγαίνω σέ μιά ἡλιόλουστη Ἀθήνα. Ἡ συνεργάτις μου μέ περιμένει ἀπέναντι, ἀγοράζουμε ἐφημερίδες καί σπεύδουμε πρός τόν ἀριθμό 63 τῆς Γ΄ Σεπτεμβρίου, ὅπου ὁ καλλιτεχνικός πολυχῶρος «Ἄρτ 63», ἐντός τοῦ ὁποίου θά γίνει ἡ παρουσίαση.
Καί ἀμέσως, μέ τό πού περνᾶς τήν πόρτα, βρίσκεσαι σέ μιά ἄλλη Ἀθήνα! Ἕνας χῶρος καλοφτιαγμένος, καθαρός, προσεγμένος, κάτι σάν ἐκεῖνα τά ὑπέροχα «Λόφτ» πού ἔχεις δεῖ στήν Νέα Ὑόρκη, στά μέσα τοῦ ’90.
Γιατί νά μήν εἶναι ἔτσι ὅλο τό κέντρο; Ποιός θά μᾶς δώσει πίσω τό κέντρο πού μᾶς στέρησαν οἱ κυβερνήσαντες καί κυβερνῶντες τήν πόλη τῆς Ἀθηνᾶς; Πῶς θά ἀνακτήσουμε αὐτόν τόν ζωτικό καί τόσο ἀπαραίτητο γιά μιά σύγχρονη μεγαλούπολη πνεύμονα; Ἦταν μιά ἐξαιρετική ἐκδήλωση, μέσα στό ἀλλοιωμένο κέντρο τῶν Ἀθηνῶν. Ἰδού πεδίον δόξης λαμπρόν γιά τήν νέα δημοτική ἀρχή.
«Νά ξαναδώσουμε τό κέντρο στούς Ἀθηναίους.» Θά τολμήσουν; Ἄς τό ἐλπίσουμε…