Γιά νά ἐξηγούμεθα, τό «σαράντα καί κάτι» τοῖς ἑκατό τῶν ψήφων γιά ἕνα κόμμα ἐξουσίας, εἶναι κάτι πού θεωρεῖται –παγκοσμίως– φυσιολογικό.
Ἄλλο τό ἄν δέν μᾶς ἀρέσει. Δικαίωμα τοῦ καθενός εἶναι νά τοῦ ἀρέσει ἤ νά μήν τοῦ ἀρέσει ὁτιδήποτε. Ἀλλά, γιά νά εἴμαστε σοβαροί, τά «σαραντάρια» γιά τά κόμματα ἐξουσίας στήν Ἑλλάδα (ἐκτός ἀπό τίς περιόδους τοῦ μνημονίου, τῆς πλατείας καί τῶν προπηλακισμῶν μέχρις αἵματος εἰς βάρος τῶν πολιτικῶν ἀντιπάλων, Κ. Χαζηδάκης, Γ. Κουμουτσάκος, Ἀπ. Κακλαμάνης), ἦταν «πίνατς», πού λένε καί οἱ φιλόζωοι… Τώρα τό πῶς ἕνα ἁπλό, σύνηθες, «σαράντα τοῖς ἑκατό» γίνεται, αἴφνης, φόβητρο καί ἐμφανίζεται ὡς πρόξενος «συνδρόμου τῆς Στοκχόλμης» ἀπό τόν ὀδοντίατρο, φιλότεχνο καί παλαιό μας συνάδελφο, εἶναι «ἄλλου παπᾶ Εὐαγγέλιο».
Ὁ λαός λέει τό γνωστό «τό γάρ πολύ τῆς θλίψεως» (ἤ «τοῦ ἔρωτος», ἀναλόγως), ἀλλά ἐδῶ δέν πρόκειται γιά θλίψη ἀλλά γιά σύνθλιψη! Δηλαδή τί θέλει νά πεῖ ὁ (κάθε) ποιητής; Ὅτι ἐπειδή ἡ ἀριστερά (φαίνεται ὅτι) ἔπαψε νά ἀποτελεῖ τήν κυρίαρχη ἰδεολογία στήν χώρα, πρέπει νά καθυβρίζονται ὅσοι τήν ἀπέρριψαν καί νά βάλουμε ὁμαδικῶς τά κλάματα; Καί στό κάτω-κάτω, τί κακό ἔχει ἡ Στοκχόλμη, βρέ παιδιά; Μιά χαρά πόλη εἶναι, καθαρή, ὄμορφη, καλοδιατηρημένη! Τί τό ἤθελε καί ἀνέτρεξε στό γνωστό σύνδρομο ὁ ἔρμος ἀποτυχών τέως ὑπουργός; Εἶπα «Στοκχόλμη» καί θυμήθηκα ὅσα μοῦ ἔλεγε προχθές φίλος, πού ἦλθε ἀπό τήν Σκωτία, καί συναντηθήκαμε στό ὑπερῶον τοῦ «Πάμπλικ», στό Σύνταγμα. «Πιάτο» ἀπό κάτω μας ἡ Βουλή καί ἡ πλατεῖα.
«Τί ὄμορφη πόλη!» μοῦ λέει ὁ Σκωτσέζος. «Ποῦ τήν βλέπεις τήν ὀμορφιά;» τοῦ λέω, πιστός στήν «μίρλα» πού μᾶς ἔχει καταλάβει ὅλους τά τελευταῖα χρόνια.
«Μά, τώρα πού ἐρχόμουν νά σέ συναντήσω, εἶδα πόσο ὄμορφη ἔγινε ἡ πλατεῖα. Εἶδα ὁμοιόμορφες ὅλες τίς καρέκλες τῶν καφέ, εἶδα ἐκείνους τούς ὄμορφους μαρμάρινους πάγκους μέ τά συντριβάνια» μοῦ λέει…
«Ἔχω ἐπίσης νά συναντήσω πολλούς φίλους ἀπό τή Γλασκώβη, πού ἔχουν ἔλθει κι αὐτοί γιά λίγες μέρες στήν Ἀθήνα. Ἔχει ἀλλάξει πολύ ἡ πόλη, τήν χαίρομαι» μοῦ λέει…
Ὅταν χωρίσαμε, κατέβηκα στήν πλατεῖα καί παρατήρησα ὅτι τά «καφέ» ἔχουν στεγάσει πλέον τίς (ὁμοιόμορφες) καρέκλες καί τά (ὁμοιόμορφα) τραπεζάκια τους σέ ἕνα ὄμορφο, στεγασμένο κομμάτι, πού δέν προσβάλλει τόν περιβάλλοντα χῶρο. Καί στούς μαρμάρινους πάγκους, γιά τούς ὁποίους, πρίν ὁλοκληρωθεῖ ἡ ὅλη κατασκευή, ἐμεῖς γράφαμε ὅτι πρόκειται γιά «ταφόπλακες», κάθονται νέα παιδιά καί συζητοῦν δυνατά.
Μιά εἰκόνα πολύ διαφορετική ἀπό ἐκείνη πού παρουσίαζε ὁ χῶρος ὅταν ἦταν «γιαπί», κι ἐμεῖς σχολιάζαμε εἰρωνικά, χωρίς νά περιμένουμε νά δοῦμε τό τελικό ἀποτέλεσμα.
Ἀπό τό μπαλκόνι τοῦ πέμπτου ὀρόφου τοῦ «Πάμπλικ», ἡ πλατεῖα εἶναι ἀλλοιώτικη. Καί στό βάθος, ἡ Ἀθήνα φαίνεται ὄμορφη. Ναί, ἀπό τήν Ὁμόνοια καί κάτω, κυρίως στόν χῶρο πέριξ τῆς Ἁγίου Κωνσταντίνου, τά πράγματα εἶναι πολύ-πολύ ἄσχημα. Ἀλλά οἱ ξένοι ἐπισκέπτες ἔχουν «μάθει» στίς πόλεις μέ «περιθωριακούς» χώρους, ἔχουν συνηθίσει τούς ἄστεγους, πράγματα, δηλαδή, στά ὁποῖα ἐμεῖς (ἡ δική μας γενιά) δέν εἶχε μάθει. Αὐτή εἶναι, δυστυχῶς, ἡ ἀλήθεια…