Ἀνήκουμε σέ ἐκείνους πού πιστεύουν ὅτι ἡ ἀποχή ἀπό τήν ψηφοφορία τῶν ἐκλογῶν εἶναι ἔνδειξη ἀνευθυνότητος καί πράξη ἐπιβλαβής γιά τήν δημοκρατία.
Μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 2000, ἡ λέξη «ἀποχή» ἀπουσίαζε ἀπό τό σκεπτικό τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν. Δέν συζητᾶμε, βέβαια, γιά τά παλαιότερα χρόνια, τότε πού ἡ ψηφοφορία δέν ἦταν ἁπλῶς δικαίωμα, ἀλλά ἐπιταγή, ἀφοῦ ἡ ἄσκηση τοῦ ἐκλογικοῦ μας καθήκοντος ἦταν ὑποχρεωτική. Ὑπῆρχε τό ἐκλογικό βιβλιάριο (τό ἔχω ἀκόμη), στό ὁποῖο ἀναγράφονταν ὅλες οἱ ἐκλογές στίς ὁποῖες εἴχαμε ἀσκήσει τό καθῆκόν μας καί ὑπῆρχαν κυρώσεις γιά ὅποιον δέν εἶχε ψηφίσει. Δηλαδή σοῦ ἀπαγορευόταν ἡ ἔκδοση διαβατηρίου, εἶχες πρόβλημα στό νά ἐκδώσεις ἤ νά ἀνανεώσεις δίπλωμα ὁδηγήσεως. Καί ὅταν τελείωναν οἱ σελίδες στό βιβλιάριό σου, ἔπρεπε νά πᾶς στόν Δῆμο σου γιά νά σοῦ προσθέσουν «φύλλα», ὥστε νά ἔχεις τήν δυνατότητα νά ψηφίσεις στίς ἑπόμενες ἐκλογές. Ψήφισα γιά πρώτη φορά στό δημοψήφισμα τοῦ 1973. Περίεργη αἴσθηση. Πρώτη φορά οἱ γονεῖς μου ψήφισαν τό ἴδιο πρᾶγμα, ὅπως καί ἐγώ, δηλαδή ρίξαμε «Ὄχι».
Ἡ μητέρα μου ὡς «βασιλική», διότι ὁ Παπαδόπουλος καταργοῦσε τήν Βασιλεία, ὁ πατέρας μου ὡς «βενιζελικός», πού δέν ἤθελε οὔτε νά ἀκούει γιά τούς συνταγματάρχες, καί ἐγώ, ὡς «ὀργισμένο νιάτο» τῆς ἐποχῆς τῶν μεγάλων ἀλλαγῶν, τίς ὁποῖες ἐπέβαλε ἡ νεολαία παγκοσμίως.
Τώρα, λοιπόν, τό πρῶτο πρᾶγμα πού ἀπασχολεῖ τούς δημοσκόπους καί τούς πολιτικούς εἶναι ἡ Ἀποχή. Δηλαδή …πλήρης ἀποτυχία τοῦ πολιτικοῦ μας σκηνικοῦ, τό ὁποῖο «δέν φέρνει κόσμο» πλέον, δέν «γεμίζει θέατρα».
Ἔχω ἀρκετούς γνωστούς, οἱ ὁποῖοι μοῦ λένε ὅτι δέν θά ἀσκήσουν τό ὕψιστο δικαίωμα τοῦ δημοκρατικοῦ πολίτη. Καί, δυστυχῶς, εἶναι ἄνθρωποι πού γνωρίζουν καλά πόσο αἷμα ἔχει χυθεῖ καί πόσες θυσίες ἀπαιτήθηκαν, προκειμένου νά ἀποκτήσουμε τό δικαίωμα αὐτό.
Κανείς δέν σκέπτεται πόσες ἐπαναστάσεις, πόσοι ξεσηκωμοί, πόσοι ἄνισοι ἀγῶνες, μέ αἴσιο τελικά ἀποτέλεσμα γιά τούς λαούς, χρειάσθηκαν γιά νά μπορεῖ ὁ πολίτης νά φθάσει μέχρι τήν κάλπη.
Ἐμεῖς, ὅμως, ξεχάσαμε ὅτι «κάθε ψῆφος εἶναι μιά σφαῖρα στήν καρδιά τῆς ὅποιας τυραννίας», ὅπως ἔλεγαν οἱ παλαιότεροι.
Χωρίς ἀμφιβολία, κυρίως ὑπεύθυνοι γιά αὐτή τήν ἐπίδειξη ἀποστροφῆς καί γενικώτερης ἀδιαφορίας πρός τήν πολιτική, τήν κύρια εὐθύνη ἔχουν οἱ ἴδιοι οἱ πολιτικοί. Ὁ Κωνσταντῖνος Καραμανλῆς, ὁ Ἀνδρέας Παπανδρέου, ὁ Κώστας Μητσοτάκης, εἶχαν τόν τρόπο τους νά συνεγείρουν τά πλήθη. Ὁ πρῶτος μέ λίγες κουβέντες ἀλλά στοχευμένες, ὁ δεύτερος μέ ἐπιτυχημένα συνθήματα, ὁ τρίτος μέ φράσεις πού ἔκαναν «γκέλ» στούς πολῖτες.
Σήμερα, ἔχουμε μᾶλλον ἄχρωμους πολιτικούς, σήμερα ἡ δύναμη ἔχει περάσει στά «μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης», ἡ εἰκόνα καί οἱ πλατφόρμες ἔχουν μεταβάλει τόν πολίτη σέ παρατηρητή, ἀσκόπως περιφερόμενο σέ ἕναν ἀπέραντο ὠκεανό ἀσάφειας καί περίεργων πληροφοριῶν.
Ὅλοι νομίζουν ὅτι ἀσχολοῦνται μέ τήν πολιτική, ἀλλά δέν σηκώνονται ἀπό τήν πολυθρόνα τους οὔτε γιά νά ἀσκήσουν τό ἐκλογικό τους δικαίωμα.
Χωρίς ἀμφιβολία, ἡ «ἀποχή» θά εἶναι αἰσθητή. Καί θά μεγαλώνει, ὅσο οἱ πολιτικοί καί ἡ πολιτική μικραίνουν…