Μάνα, δέν βρίσκεται λέξη καμμία, νά ’χει στόν ἦχο της τόση ἁρμονία…
Ἕνα δίστιχο πού μοῦ ’χει μείνει ἀπό τά βιβλία τοῦ δημοτικοῦ σχολείου. Ἀπό τότε διάβασα πολλά, στίχους, κείμενα, διηγήματα, μυθιστορήματα. Εἶδα θεατρικά καί ταινίες, μέ θέμα τήν μητέρα. Πόση ἀγάπη, μυστήριο, δύναμη, ὀμορφιά, κρύβει αὐτή ἡ μικρή λέξη, μέ τά τέσσερα γράμματα: Μάνα!
Μεγάλωσα σέ ἕνα σπίτι ὅπου ὁ πατέρας ἦταν ὁ ἀπόλυτος ἄρχων, κατά τήν ἐποχή. Κουραφέξαλα! Τό κουμάντο τό εἶχε ἡ μάνα μας! Σέ μιά ἐποχή κατά τήν ὁποία οἱ γυναῖκες στήν Ἑλλάδα δέν εἶχαν κἄν δικαίωμα ψήφου, ἐκείνη διηύθυνε ἕνα ὁλόκληρο σχολεῖο, μέ δασκάλες, ὁδηγούς σχολικῶν λεωφορείων, ἐπιστάτες καί συνεργεῖα διαφόρων ὑπηρεσιῶν!
Μανιάτισσα, ἀπό μιά οἰκογένεια μέ τέσσερα ἀγόρια καί τέσσερα κορίτσια, οἰκογένεια μανιάτικη, μέ μητέρα Ὑδραία, τά ἀγόρια ἐπιστήμονες καί τά κορίτσια διδασκάλισσες, σκληροτράχηλη καί ἀποφασιστική, κουμαντάριζε τόν ἰατρό πατέρα μας κατά τρόπο πού φαινόταν μέν ὅτι ἐκεῖνος κρατοῦσε τά ἡνία, ἀλλά στήν οὐσία τά κουμάντα ἦταν στά δικά της χέρια! Γιά ἐμένα, πού ἤμουν ἕνα ἀπό τά πέντε παιδιά τῆς οἰκογενείας μας, ἡ μάνα μας ἦταν ἡ καταφυγή καί ὁ ἄνθρωπος πού μέ καταλάβαινε. Κι ὅσο μεγάλωνα, μέσα στίς σκανταλιές καί τά παιγνίδια, ἦταν πάντα ἕτοιμη νά μέ καλύψει στόν πατέρα, ὁ ὁποῖος φουρτούνιαζε πιό εὔκολα καί ἀπό τόν Κάβο ντ’ Ὄρο! Ἡ πλέον συνηθισμένη ζημιά ἦταν ἡ θραύση τῶν τζαμιῶν τοῦ σχολείου μέ τήν μπάλλα, ἀφοῦ κάθε ἀπόγευμα ἡ αὐλή τοῦ Ἰδιωτικοῦ Ἐκπαιδευτηρίου τῆς μαμᾶς μεταβαλλόταν σέ ποδοσφαιρικό γήπεδο! Τά περισσότερα τά εἶχα σπάσει ἐγώ, ἀλλά πάντα ἡ μητέρα μέ κάλυπτε, λέγοντας ὅτι δέν τό ἔκανε ὁ Δημητράκης. Ἀργότερα, ὅταν ὁ Δημητράκης ἄρχισε νά μεγαλώνει καί νά πηγαίνει στά πάρτυ, μπορεῖ ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ νά κλείδωνε στίς δέκα, ἀλλά ἡ μαμά μοῦ ἔδινε τό κλειδί της καί μποροῦσα νά γυρίσω καί ἀργότερα, ἀλλά ποτέ μετά τά μεσάνυχτα…
Ἀλλά καί ὅταν ὁ Δημητράκης πάτησε τά δεκαοκτώ καί ἦταν πιά φοιτητής (ἀλλά δίπλωμα ὁδηγήσεως ἔπαιρνες τότε στά 21), ἡ μαμά μοῦ ἔδινε τά κλειδιά τοῦ αὐτοκινήτου τοῦ μπαμπᾶ (ἐκείνη δέν ἔμαθε ποτέ νά ὁδηγεῖ) γιά νά πηγαίνει βόλτα μέ τό Σίμκα Ἐτουάλ. Καί στήν μαμά μποροῦσα νά ἐξομολογηθῶ τά πάντα, γιά τίς σχέσεις μου μέ τά κορίτσια, σέ ἐκείνην γνώρισα, στά δεκαπεπτά, τό κορίτσι μου, πού ἀργότερα ἔγινε ἡ νύφη της καί μητέρα τοῦ ἐγγονοῦ της. Κι ὅταν ὁ Δημητράκης, στά εἰκοσιτέσσερα, ἀποφάσισε νά παντρευτεῖ, ἡ μαμά ἦταν ἐκείνη πού στήριξε τήν ἀπόφασή του (καιρός εἶναι, τό ἔχεις ἐκθέσει τό κορίτσι) καί προθύμως παραχώρησε στήν νέα οἰκογένεια ἕνα ἀπό τά διαμερίσματα πού εἶχε, ὡς προῖκα, στόν Πειραιᾶ. Δέν μπορῶ νά θυμηθῶ κάτι ἀρνητικό γιά τήν μητέρα μου. Εἴχαμε μιά σχέση δυνατή καί, ἀπ’ ὅ,τι μοῦ λένε οἱ συγγενεῖς, τῆς ἔμοιασα σέ πολλά. Τήν θυμᾶμαι μέ ἀγάπη καί τήν σκέπτομαι συχνά. Ὅπως καί σήμερα, ἡμέρα τῆς μητέρας, πού τήν ἐπισκέφθηκα στήν Ἀνάσταση, ὅπου ἀναπαύεται μέ τούς γονεῖς καί τά ἀδέλφια της…