Πέρασα ἕνα ἀκόμη ὄμορφο τριήμερο στήν Κρήτη.
Στόν ὑπέροχο αὐτόν τόπο, πού χρόνια τώρα πάλευε μέ τήν «ἀξιοποίηση» καί προσπαθεῖ νά κρατήσει τό χρῶμα, τίς παραδόσεις καί τόν χαρακτῆρα του.
Τήν ἔχω ζήσει καλά τήν Κρήτη. Ἀπό παλιά, χάρη στήν φιλία μου μέ τόν Γιάννη Χαλκιαδάκη, ἐκδότη καί δημοσιογράφο τοῦ Ρεθύμνου, καλοκαίρια στήν Γεωργιούπολη καί στήν Λίμνη Κουρνᾶ, ταξίδια γιά ψαρέματα καί κυνήγια, πολύωρες πεζοπορίες σέ φαράγγια καί βουνά. Καί παλιότερα, ἀλλά καί μετά, μέ τήν ὑπέροχη φίλη, τήν ἀείμνηστη καθηγήτρια τῆς Βυζαντινῆς Ἱστορίας στό Ρέθυμνο, Στέλλα Παπαδάκη, καί τόν ἄνδρα της, τόν Νορβηγό μηχανολόγο-μηχανικό Ἄρνε Ὤκλαντ, μέ τόν ὁποῖο μέ συνδέει βαθιά καί πολυετής φιλία, πού ἀνάγεται στίς ἀρχές τοῦ ’70, στήν πανέμορφη Νορβηγία, ὅπου πέρασα ἀρκετό καιρό τῶν πρώτων δημοσιογραφικῶν μου χρόνων.
Ταξιδεύοντας ἀπό τήν μίαν ἄκρη ὥς τήν ἄλλη ἐκείνη τήν ὑπέροχη γῆ καί τήν ἤρεμη φύση καί τήν ἄγρια θάλασσά της.
Φυσικά καί ἡ γνωριμία μέ τόν ὑπέροχο ἄνθρωπο τῆς Κρήτης Φοῖβο Ἰωαννίδη, μέσῳ τῆς Στέλλας. Ἡ Στέλλα Παπαδάκη-Τζεδάκη, πού μᾶς ἄφησε κληρονομιά μοναδικό καί πλούσιο ἔργο, μέ κορυφαῖο τό ἀγγλόφωνο «Byzantine Illuminated Manuscripts of the Book of Job. A Preliminary Study of the Miniature Illustations It Origin Development», στήν ἔκδοση τοῦ ὁποίου συνέβαλλα μέ ὅλες μου τίς δυνάμεις καί μοῦ ἔγινε ἡ τιμή νά ἀναφέρομαι σέ αὐτήν.
Τήν Κρήτη τήν ἔχω μέσα στήν καρδιά μου, ἔχω περάσει ἀπίθανες στιγμές στά καζάνια, πίνοντας ὑποχρεωτικά –χωρίς νά εἶμαι πότης– μέχρι …ὑπνηλίας.
Ἔχω τσακωθεῖ συζητῶντας πολιτικά ὧρες ὁλόκληρες, τότε πού τό νησί ἦταν «καταπράσινο», γιά θέματα ἰδεολογικά, χωρίς νά βρίσκουμε ἄκρη, ἀλλά μέ τό πνεῦμα καί τήν σπιρτάδα «στά κόκκινα».
Καί νά, πού ἔπεσε προχθές τό μάτι μου στά ἡμερολόγια τοῦ Σεφέρη καί εἶδα τήν ἀναφορά του στόν Καζαντζάκη καί τήν Κρήτη, στά 1965: «Χθές εἴδαμε τόν Ζορμπᾶ, τό φίλμ τοῦ Κακογιάννη – Καζαντζάκη. Μέ δηλητηρίασε ὅλη νύχτα καί σήμερα πρωί.
Ὄχι ἀπό συναίσθημα ἐθνικῆς προσβολῆς, πού ὕστερα ἀπό βροντερές τυμπανοκρουσίες καί παρασημοφορίες γιά τήν πρεμιέρα του στό Παρίσι, ἀνακαλύπτουν τώρα οἱ Ἕλληνες χωρίς νά ’χουν τό θάρρος ν’ ἀντιμετωπίσουν τήν πραγματικότητα. Ἀλλά γιά τήν ἀνυπόφορη ἀναισθησία αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ Καζαντζάκη, πού νομίζει πώς εἶναι εὐαίσθητος, πού νομίζει πώς εἶναι ἐρευνητής τῆς ἀλήθειας, γιά νά μήν πῶ φιλόσοφος».
«Δέν μέ πειράζει ὁ σκοτωμός τῆς χήρας –οὔτε τό πλιάτσικο στό σπίτι τῆς ἑτοιμοθάνατης Ὀρτάνς. Ὅλα μπορεῖ νά τά πεῖ κανείς. Ἄν ἕνα χωριό στήν Κρήτη ἦταν κάποτε βάρβαρο, ἦταν βάρβαρο· ποιός δέν ἦταν βάρβαρος κάποτε –ὅλα μπορεῖ νά τά πεῖ κανείς– ἀλλά σ’ ἕνα ἔργο πού διεκδικεῖ τήν ἀνθρωπιά τό θέμα δέν εἶναι ἐκεῖ.
Τό θέμα εἶναι πώς ἐξαγοράζει κανείς αὐτά πού γράφει, κι ἄν δέν τά λέει στόν βρόντο. Ψεύτικη γλῶσσα, ψεύτικες πόζες, ἀπομιμήσεις αἰσθημάτων μοῦ φαίνεται εἶναι ὁ Καζαντζάκης. Καί δέν βρέθηκε ἄνθρωπος νά τόν κρίνει, τόσα χρόνια πού ἁλωνίζει ἀνάμεσό μας. Ἔχω τήν ἐντύπωση πώς εἴμαστε συνηθισμένοι στήν ψευτιά, χρόνια καί αἰῶνες.
Μᾶς ἀρέσει. Δέν ἔχουμε δύναμη ν’ ἀντιδράσουμε.» Τί συναισθήματα γεννᾶ αὐτή ἡ Κρήτη…