Μιλοῦσα χθές στό τηλέφωνο μέ τόν Μανώλη Κοττάκη καί, κάποια στιγμή, ἀναφερθήκαμε στήν Αἴγινα.
Καί, ὅπως τά ἔφερε ἡ κουβέντα, βρεθήκαμε νά ἔχουμε κοινές ἀναμνήσεις ἀπό τό νησί, ὅπου ἐγώ, μεγαλύτερος τοῦ Μανώλη, πέρασα ἀρκετά καλοκαίρια ἐκεῖ, μέ ὑπέροχα ἀπογεύματα σέ σπίτι συγγενοῦς μας ἰατροῦ, πότε στό κτῆμα φίλου μας οἰκογενειακοῦ, φαρμακοποιοῦ τοῦ Πειραιῶς, πότε μέσα στήν πόλη, σέ σπίτι κουμπάρας μας, καί κάποια ἄλλα στό «Ξενοδοχεῖον Μπράουν», πού νομίζω ὅτι ἀκόμη ὑπάρχει.
Σήμερα, ἡ Αἴγινα εἶναι πολύ διαφορετική. Κατ’ ἀρχάς ζοῦν πλέον μονίμως στό νησί πολλοί πρώην κάτοικοι τοῦ Λεκανοπεδίου, οἱ ὁποῖοι ἀνεκάλυψαν –καί ὀρθῶς νομίζω– ὅτι μέ τό «ἱπτάμενο» ἔρχεσαι στόν Πειραιᾶ συντομώτερα ἀπό ὅ,τι θά ἐρχόσουν ἄν ἔμενες στά Δυτικά ἤ τά Βόρεια Προάστια. Ἐπίσης, φεύγεις τό μεσημέρι ἀπό τό γραφεῖό σου καί σέ μία ὥρα βρίσκεσαι σέ ἕνα ὑπέροχο νησί, ἀπολαμβάνεις τήν ζωή πού σοῦ παρέχει τό ἐξαιρετικό περιβάλλον καί, στό κάτω-κάτω, βρίσκεσαι σέ μία ἀπό τίς πρῶτες πρωτεύουσες τῆς Ἑλλάδος! Καί μέ τήν κουβέντα, ταξίδεψε τό μυαλό μου πίσω, τότε πού μιά ἐκδρομή στήν Ἁγία Μαρῖνα, ἐκτός ἀπό τήν ἐξαιρετική της ἀμμουδιά καί τά γραφικά ταβερνάκια «μέσα στά πεῦκα», ἔδινε τήν εὐκαιρία γιά ἀνάβαση στόν Ναό τῆς Ἀφαίας Ἀθηνᾶς. Ἐκεῖ, λοιπόν, ὁ φαρμακοποιός Βασίλης Ἠλιόπουλος μᾶς εἶχε μιλήσει γιά πρώτη φορά περί τοῦ ἰσοσκελοῦς τριγώνου Σούνιο-Ἀκρόπολις-Ναός Ἀφαίας Ἀθηνᾶς! Μέ εἶχαν μαγέψει ἐκεῖνα τά λόγια. Καί καθώς εἶχα ἀρχίσει νά διαβάζω τά ὑπέροχα εἰκονογραφημένα «Κόμικς-Διαπλανητικά», φανταζόμουν, ἀπό τότε, πλάσματα ἀπό τό ὑπερπέραν, νά ἔχουν σχεδιάσει τίς ἀρχαῖες πόλεις καί νά ἔχουν στείλει ἐκεῖ τούς ἀνθρώπους, τούς ὁποίους ἐκεῖνοι «κατασκεύασαν» καί τῶν ὁποίων τήν μοῖρα ὁρίζουν!
Ἴσως οἱ θυγατέρες τοῦ Ἠλιόπουλου, ἡ Ἄρτεμις καί ἡ Μάρω, θυμοῦνται ἐκείνη τήν ἀφήγηση τοῦ πατέρα τους. Ἐγώ, πάντως, ἐπηρεάσθηκα τόσο, πού ἀγάπησα ἀκόμη περισσότερο τήν Αἴγινα!
Ὅταν πῆρα συνέντευξη ἀπό τόν περίφημιο συγγραφέα Ἔρικ φόν Νταίνικεν, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀσχοληθεῖ μέ ὅλα αὐτά τά «ἐξωγήινα», δηλαδή μέ τό Τρίγωνο τῶν Βερμούδων, τίς Πυραμίδες τῆς Αἰγύπτου καί τῶν Ἀζτέκων, τοῦ μίλησα γιά τό περίφημο «Ἰσοσκελές τρίγωνο» πού εἶχα ἀκούσει, τότε, πού δέν εἶχα ἀκόμη μπεῖ στό Γυμνάσιο!
«Βεβαίως εἶναι ἕνα ἰσοσκελές τρίγωνο καί, ὁπωσδήποτε, αὐτό δέν μπορεῖ νά εἶναι τυχαῖο!» μοῦ εἶχε ἀπαντήσει. Καί τότε εἶχα περάσει πλέον τά τριάντα! Κοιτάξτε τώρα, ἀγαπητοί, πόσους δρόμους καί ἀτραπούς ἄνοιξε ἕνα ἁπλό τηλεφώνημα μέ τόν Μανώλη καί πόσες ἀναμνήσεις ξύπνησε μέσα μου! Τήν ὑπέροχη αὐλή τοῦ συγγενοῦς ἰατροῦ, μέ τήν μεγάλη, σιδερένια κούνια, τά ἐξαδέλφια μου, τήν Ἄντη καί τόν Γιάννη Πατσουράκο, τήν θεία Λατρεία, τόν θεῖο Βασίλη, πού ἀπολάμβαναν τόν καφέ τους τά ἀπογεύματα, ἐνῷ ἐμεῖς παίζαμε διάφορα παιγνίδια, πάντα ὑπό τήν σύσταση «μήν φωνάζετε»!
Τά βιβλία τοῦ φόν Νταίνικνκεν τά ἔχω στήν βιβλιοθήκη μου, στήν Σαλαμῖνα. Ἀφιερωμένα ἀπό τόν ἴδιο, ὁ ὁποῖος, ὅταν κλείσαμε τήν συνέντευξη, μοῦ εἶχε πεῖ: «Κανείς δέν γνωρίζει ἀπό ποῦ ἤλθαμε.» «Καί κανείς ἐπίσης δέν ξέρει ποῦ θά καταλήξουμε» τοῦ εἶχα ἀπαντήσει…