Ἕνα χαμένο καφέ, δερμάτινο πορτοφόλι

Σηκώνομαι, πού λέτε τό πρωί, κάνω τό μπάνιο μου, πίνω ἕναν ἐσπρέσσο καί βγαίνω μέ κατεύθυνση τήν στάση τοῦ τρόλλεϋ.

Μέ τό πού φθάνω στήν μικρή πλατειούλα τῆς γειτονιᾶς μου, σκοντάφτω σέ ἕνα δερμάτινο καφέ πορτοφόλι. Σκύβω, τό μαζεύω καί κοιτάζω γύρω μήπως ἔχει πέσει ἀπό κάποιον περαστικό. Λίγο παρακάτω περπατᾶ ἕνας μεσόκοπος κύριος. Τόν φωνάζω καί τόν ρωτῶ ἄν ἔχασε τό πορτοφόλι του. «Τί νά τό κάνω τό πορτοφόλι; Μήπως ἔχω λεφτά νά βάλω μέσα;» ἀπαντᾶ γελῶντας. Βάζω τό πορτοφόλι στήν τσάντα μου καί φεύγω, ἀποφασισμένος νά τό παραδώσω στό ἀστυνομικό τμῆμα τοῦ Δημοτικοῦ Θεάτρου. Κατεβαίνω στήν πλατεῖα Κοραῆ, καί πρίν πάρω τόν δρόμο γιά τήν ἀστυνομία, συναντῶ ἕναν φίλο μου.

«Κάτσε νά πιοῦμε ἕναν καφέ» μοῦ λέει, καί σκέφτομαι ὅτι τό πορτοφόλι μπορεῖ νά περιμένει. «Ξέρεις, πρίν σέ συναντήσω βρῆκα στόν δρόμο ἕνα πορτοφόλι» τοῦ λέω καί τοῦ τό δείχνω. «Ἄνοιξέ το νά δεῖς τί ἔχει μέσα» μοῦ λέει ἐκεῖνος. Τό ἀνοίγω καί βλέπω ὅτι εἶναι γεμᾶτο πιστωτικές κάρτες, τήν ταυτότητα τοῦ –ὑποθέτω– κατόχου, τήν ἐπαγγελματική του ταυτότητα (τοῦ Παντείου Πανεπιστημίου), κάποιες φωτογραφίες καί μία κάρτα ἑνός «κλειδαρᾶ». «Δέν ἔχει λεφτά μέσα, προφανῶς κάποιοι τοῦ τό βούτηξαν, πῆραν τά χρήματα καί τό πέταξαν» μοῦ λέει ὁ φίλος. Ψάχνω προσεκτικά στήν θήκη πού ὑπάρχουν οἱ φωτογραφίες καί βρίσκω μιά κάρτα, μέ τό ὄνομα καί τά τηλέφωνα ἑνός γνωστοῦ, παλαιοῦ δικηγόρου τοῦ Πειραιῶς. Θυμᾶμαι ὅμως ὅτι ἔχει πεθάνει πρίν ἀπό λίγα χρόνια, ἦταν φίλος γνωστός καί λογοτέχνης. Στήν κάρτα ὑπάρχει καί τηλέφωνο οἰκίας. Καλῶ καί μοῦ ἀπαντᾶ μιά γυναικεία φωνή. Ἐξηγῶ ποιός εἶμαι καί τί ἔχω βρεῖ, «εἶμαι ἡ μητέρα του» μοῦ λέει, καί μοῦ δίνει τόν ἀριθμό τοῦ κινητοῦ του τηλεφώνου.

Τηλεφωνῶ, ἀπαντᾶ ὁ κάτοχος καί μέ πληροφορεῖ ὅτι βρίσκεται στόν Πειραιᾶ, στά γραφεῖα τοῦ Πανεπιστημίου. «Ἔρχομαι ἀμέσως» ἀπαντᾶ, καί σέ λίγη ὥρα, στήν καφετέρια πού πίνουμε καφέ, καθώς ἡ παρέα ἔχει μεγαλώσει, ἐμφανίζεται ἕνας εὐγενέστατος νέος σχετικά ἄνδρας.
Στήν θέα τοῦ πορτοφολιοῦ σκάει ἕνα χαμόγελο μέχρι τ’ αὐτιά. «Χρήματα εἶχες μέσα;» τόν ρωτῶ, ἡ ἀπάντηση εἶναι ἀρνητική. «Δέν φαντάζεστε ἀπό τί μπελᾶ μέ γλυτώσατε. Καί μόνο ἡ διαδικασία ἀκυρώσεως τῶν καρτῶν, ἡ προσπάθεια νά ἐκδώσω καινούργιες καθώς δέν θά εἶχα τήν δυνατότητα ἀναλήψεως ἀπό τά ΑΤΜ, θά ἦταν ἀρκετή γιά νά μοῦ φάει ὁλόκληρες ἑβδομάδες» λέει ὁ παθών, πού ἀποδεικνύεται ἀναγνώστης τῆς ἐφημερίδας μας καί τῶν δικῶν μου πονημάτων.

Συζητᾶμε γιά τόν πατέρα του, θυμόμαστε τίς λογοτεχνικές του ἀνησυχίες καί τήν σχεδόν ἀδιάλειπτη παρουσία του σέ ὅλες τίς φιλολογικές ἐκδηλώσεις τῆς πόλεως, ἐκφράζει τήν συγκίνησή του πού μέ αὐτήν τήν εὐκαιρία συνάντησε φίλους τοῦ πατέρα του, τόν ὁποῖο ὑπεραγαποῦσε, καί πηγαίνει «νά κεράσει τούς καφέδες.»

«Οἱ κύριοι ἔχουν πληρώσει» τοῦ λέει ἡ κυρία πού μᾶς σερβίρει. «Σᾶς ὑπόσχομαι ὅτι μέσα στήν ἑβδομάδα θά σᾶς τηλεφωνήσω καί θά πιοῦμε ἕνα κρασί στήν μνήμη τοῦ πατέρα μου» λέει καί φεύγει χαιρετῶντας εὐγενικά.

Κοίτα, φίλε μου, πόσα μπορεῖ νά κρύβει ἕνα καφέ δερμάτινο πορτοφόλι.

Απόψεις

Ποιός κυβερνᾶ αὐτόν τόν τόπο;

Εφημερίς Εστία
Ὁ ἀρχηγός τῆς ΕΛ.ΑΣ. καταγγέλλει ὅτι καρατομήθηκε ἀπό τό ΚΥΣΕΑ ἕναν μῆνα μετά τήν ἀνανέωση τῆς θητείας του, ἐπειδή τό ζήτησαν ἀπό τό Μαξίμου ἄγνωστα «κέντρα ἐξουσίας» – Ποιά εἶναι ἄραγε; – Πρωτοφανεῖς ἀποκαλύψεις – Τοῦ ζητοῦσαν νά ἀπογυμνώσει Τμήματα ἀπό ἄνδρες καί νά τούς διαθέσει ὡς φρουρούς σέ στελέχη σταθμῶν τῆς διαπλοκῆς – Δέν ἔλαβαν ὑπ’ ὄψιν τους τίς εἰσηγήσεις του γιά τίς κρίσεις – Ἐνταφιάζεται τό ἐπιτελικό κράτος

Κανείς δέν φταίει γιά τό χάλι μας

Μανώλης Κοττάκης
ΑΠΑΡΙΘΜΩ γεγονότα τοῦ τελευταίου τριημέρου. Μερικά εἶναι φαινομενικά ἄσχετα μεταξύ τους, ἀλλά στήν οὐσία δέν εἶναι. Εἶναι οἱ ὄψεις τῆς ἴδιας χώρας. Τῆς ἴδιας πατρίδας. Τῆς ἴδιας νοοτροπίας.

Ἀμετανόητος ἐπέστρεψε ὁ κ. Παῦλος Πολάκης

Εφημερίς Εστία
Η ΟΜΟΦΩΝΟΣ ἀπόφασις τῆς Πολιτικῆς Γραμματείας τοῦ ΣΥΡΙΖΑ νά παραμείνει στά ψηφοδέλτια τοῦ κόμματος ὁ κ. Παῦλος Πολάκης, μετά τήν ἀπολογητική ἐπιστολή του πρός τόν Πρόεδρο, ἔδωσε τό δικαίωμα στόν βουλευτή Χανίων νά ἀπασφαλίσει ἀμέσως μετά καί νά ἀρχίσει νά κάνει αὐτό πού καλά γνωρίζει: λαϊκισμός μέσῳ κοινωνικῶν δικτύων καί λάσπη στόν ἀνεμιστῆρα.

Τιμή στόν ἄξιο δήμαρχο τῆς Φλωρεντίας

Δημήτρης Καπράνος
Τιμή στόν Ντάριο Ναρντέλλα, τόν 47χρονο δήμαρχο τῆς Φλωρεντίας, πού βούτηξε ἕναν ἀπό τούς σαχλαμαράκηδες ἀκτιβιστές, ὁ ὁποῖος πῆγε κι ἔρριξε πορτοκαλί μπογιά στό Παλάτσο Βέκιο, τό πλέον ἀξιόλογο ἀπό τά παλαιά κτήρια τῆς Φλωρεντίας, ὅπου στεγάζεται τό Δημαρχεῖο τῆς πανέμορφης πόλεως τῆς Τοσκάνης.

Τετάρτη, 20 Μαρτίου 1963

Πρό 60 ἐτῶν
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΓΕΝΝΗΜΕΝΗ ΗΘΟΠΟΙΟΣ