Δάκρυσα, μαθαίνοντας ὅτι ἔφυγε ἀπό τήν ζωή. Δέν τόν εἶχα γνωρίσει
Ἦταν, ὅμως, ἕνας ἀπό ἐκείνους τούς μάγους μιᾶς μουσικῆς πού μᾶς συνόδευσε στήν ἐφηβεία ἀλλά καί ἀργότερα, μέχρι σήμερα, στήν ζωή μας…
Ἐκφραστής καί ἐκεῖνος μιᾶς ἐποχῆς πού ἀκροβατοῦσε ἀνάμεσα στό χθές καί τό αὔριο, μεταφράζοντας ἐκείνη τήν ἀκροβασία σέ ἕνα «σήμερα» γεμᾶτο δύναμη καί θέληση, καθώς ὁ κόσμος μας, στά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ’60, ἔδειχνε νά παίρνει «τά πάνω του», ἔπειτα ἀπό τήν φοβερή δοκιμασία τοῦ μεγάλου Πολέμου. Βέβαια ὑπῆρχε τό Βιετνάμ, εἶχε προηγηθεῖ ἡ κρίση στήν Κούβα, ἐξελισσόταν ὁ Ψυχρός Πόλεμος.
Σιγόβραζε, ὅμως, μία ἄλλη ἐπανάσταση, ἐκείνη πού γινόταν μέ ὅπλα τίς ἠλεκτρικές κιθάρες καί τά ντράμς καί τῆς ὁποίας τόν χορό ἔσυραν πρῶτοι οἱ τέσσερεις νέοι ἀπό τό Λίβερπουλ, πού ἔμελλε νά κατακτήσουν ὅλο τόν κόσμο τραγουδῶντας «Αὐτό πού χρειάζεσαι εἶναι μόνο ἡ ἀγάπη»…
Ἐμεῖς, ἐδῶ, εἴχαμε ποικίλα ἀκούσματα. Ἀπό τό «χάμοντ» τοῦ Βαγγέλη Παπαθανασίου, πού μᾶς κοιτάζει πλέον ἀπό ψηλά, μέχρι τό «Φορτηγό» τοῦ Διονύση Σαββόπουλου. Καί ὅλα αὐτά, τά ψάχναμε πότε στό Δεύτερο Πρόγραμμα σέ κάποιες ἀξέχαστες ἐκπομπές, ὅπως «Τό Μουσικό μου Λεύκωμα» μέ τήν Τόνια Καράλη ἤ σέ ἐκεῖνες τίς μοντέρνες παραγωγές τοῦ δαιμόνιου Νίκου Μαστοράκη, στό «πίκ-νίκ», στό «Λεωφορεῖον ἡ Μελωδία» καί στά περίφημα «Μπήτς Πάρτυ» στήν παραλία τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ. Κι ἀκόμη στόν AFRS, τόν «ἀμερικάνικο» σταθμό τῆς Βάσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ!
Μέσα σέ ὅλα, ὅμως, αὐτά, ἰδιαίτερη θέση στήν καρδιά μας εἶχε τό ἰταλικό τραγούδι. Κάθε χρόνο, περιμέναμε μέ ἀγωνία νά ἀκούσουμε (στά «Βραχέα», σέ ἀπ’ εὐθείας μετάδοση ἀπό τήν RAI) τά τραγούδια τοῦ φεστιβάλ τοῦ Σάν Ρέμο. Μορφές σάν τόν Ντομένικο Μοντούνιο, τόν Τζίνο Πάολι, τήν Μίλβα, τήν Μίνα, τήν Τζιλιόλα Τσινκουέτι, τόν Σέρτζιο Ἐντρίγκο. Καί κοντά σέ αὐτούς, μεγάλες φωνές ἀπό ἄλλες χῶρες, πού μετεῖχαν στό διαγωνιστικό φεστιβάλ. Τζήν Πίτνεϊ, Ρομπέρτο Κάρλος κ.ἄ. Ναί, λατρεύαμε τό ρόκ, ἀκούγαμε Μπήτλς, Ρόλινγκ Στόουνς, Χού, Ἄνιμαλς, Κίνκς, ἀλλά ὅταν χαμήλωναν τά φῶτα, χορεύαμε μέ «Ντίο κόμε τί ἄμο», μέ «Πάρλα μί», μέ «Τερέζα», μέ «Ἴο κέ ἄμο σόλο τέ» καί «Ὁ μίο σινιόρε»! Ἀρκοῦσε μιά εἰσαγωγή ἀπό συμφωνική ὀρχήστρα, γιά νά σηκωθοῦμε ὅλοι στήν πίστα καί νά ἀκουμπήσουμε στό μάγουλο τοῦ κοριτσιοῦ, κλείνοντας τά μάτια. Ἦταν τά μπλούζ, ὅπως τά λέγαμε. Μικρά βηματάκια δεξιά-ἀριστερά, σχεδόν στάσιμοι στήν πίστα, προσπαθῶντας νά ἀποσπάσουμε ἕνα χάδι, ἕνα φιλί, ἕνα χαμόγελο… Καί ἐκεῖ, ἐμφανίστηκε ἡ Ἰρένε καί τό σπίτι της! Ἕνα τραγούδι ἁπλό, μέ δύο συγχροδίες μόνο (μί μινόρε-φά ματζόρε), παιγμένο σέ τρία τέταρτα, πού ἔπρεπε νά τό χορέψεις «βάλς»!
Ὅσοι εἴχαμε μάθει τό βάλς ἀπό τούς γονεῖς, κάτι καταφέρναμε. Οἱ ἄλλοι προσπαθοῦσαν νά συντονιστοῦν μέ τόν ρυθμό μέ ἄτσαλα βήματα «πέρα-δῶθε». Ἀλλά τό τραγούδι ἦταν ὑπέροχο. Κι ὅποιος ἤξερε ἰταλικά (ἤ ἔπιανε κάποια νοήματα ἐπειδή τότε μαθαίναμε γαλλικά) μποροῦσε νά τό χορέψει μέ τήν ψυχή του! Χθές, ἔμαθα ὅτι ἔφυγε ἀπό τήν ζωή ὁ Νῖκο Φιντένκο, ὁ ὑπέροχος καλλιτέχνης πού μᾶς χάρισε τό ἐξαίσιο “A casa d’ Irene”. Καί βρέθηκα νά τό παίζω στό πιάνο πρωί-πρωί. Καί ἡ γυναῖκα μου μέ κοίταζε καί ἀποροῦσε. «Ποῦ τό βρίσκει τό κέφι;», θά σκεφτόταν, ἐνῶ ἐγώ πενθοῦσα…