Θυμᾶμαι τούς μεγαλύτερους νά ἔχουν σχεδόν υἱοθετήσει τό μοτίβο «κάθε πέρυσι καί καλύτερα»
Νά, ὅμως, πού στά χρόνια τοῦ κορωνοϊοῦ ἔπαψε κι αὐτό νά ἰσχύει. Ποιός μπορεῖ νά πεῖ σήμερα τό ἴδιο; Ὑπάρχει κάποιος πού δέν ἀπεύχεται νά εἴμαστε «τοῦ χρόνου» ὅπως πέρυσι; Ἔλεγαν καί κάτι ἄλλο οἱ παλαιότεροι. «Ἔχει ὁ καιρός γυρίσματα». Κι ἔχει, πού νά πάρει ἡ εὐχή! Ἐκεῖ πού πᾶς νά ἰσιώσεις, σοῦ ἔρχεται μιά κατραπακιά καί γράφεις σαράντα κάσα, πού ἔλεγαν παλιά στά καφενεῖα… Θα πεῖτε, δέν ὑπάρχουν σήμερα καφενεῖα. Καί εἶναι ἀλήθεια. Δέν ὑπάρχουν σήμερα ἐκεῖνοι οἱ χῶροι τῆς κοινωνικῆς ἐπαφῆς, τῆς ἀνταλλαγῆς ἀπόψεων μεταξύ μιᾶς παρτίδας στό τάβλι ἤ ἑνός καλοῦ γύρου «δηλωτῆς» ἤ «πρέφας»…
Πᾶνε καί τά καφενεῖα. Τά ἀντικατέστησε τό διαδίκτυο.
Μήν σᾶς φαίνεται παράξενο! Κάθεσαι στό γραφεῖο σου, πίνεις τόν καφέ σου καί ἀνταλλάσσεις ἀπόψεις ἀπό μακρυά μέ ἕνα σωρό «φίλους». Ὅ,τι ἔκαναν δηλαδή οἱ παλαιότεροι στό καφενεῖο, ἀλλά μέ ἄμεση ἐπαφή, ἀνάμεσα σέ φωνές, σέ καπνούς ἀπό τά τσιγάρα καί ἄρωμα ἀπό τόν γλυκύ βραστό ἤ τόν σκέτο, πού στόν ἔφερνε ὁ καφετζῆς στόν δίσκο καί τόν ἀκουμποῦσε μέ μαεστρία στό τραπεζάκι, πλάι στό κανονικό τραπέζι, στό ὁποῖο εἶχες ἀνοίξει τό τάβλι κι ἔρριχνες τά ζάρια γιά τίς πολυπόθητες ἑξάρες… Τέτοιες μέρες, λοιπόν, πού ὅλα χαλάρωναν, γέμιζαν τά καφενεῖα. Ὄχι γιά «τζόγο», ἀλλά γιά ἁπλά παιχνίδια, τά ὁποῖα συχνά διακόπτονταν γιά νά γίνει ἡ ἀπαραίτητη πολιτική συζήτηση ἤ γιά νά πεῖ ὁ ἕνας τά προβλήματά του καί τίς σκέψεις του στούς φίλους του. Μερικά, μάλιστα, καφενεῖα –ὅπως τό δικό μας, τό «Λίντο», στήν ὁδό Πέτρου Ράλλη, διέθεταν καί μπιλιάρδο. Κι ἐκεῖ, ἐπάνω ἀπό τήν πράσινη τσόχα, ἀνταλλάσσονταν ἀπόψεις καί προβληματισμοί, μέ ἐμᾶς, τούς παῖκτες, νά ἀκουμπᾶμε στήν στέκα, ὅπως ἀκουμποῦσε ὁ τσοπάνος στήν γκλίτσα!
Θυμᾶμαι πόσες φορές διακόπταμε τό μπιλιάρδο γιά νά μιλήσουμε γιά «τά δικά μας», πού συνήθως ἀφοροῦσαν τόν δεσμό μας μέ κάποια κοπέλα ἤ τά ὅσα συνέβαιναν στίς ἀγαπημένες μας ποδοσφαιρικές ὁμάδες. Κι ἀργότερα, μπῆκαν στήν κουβέντα καί τά πολιτικά… Ὅταν, ὅμως, πλησίαζαν οἱ μέρες τῆς Πρωτοχρονιᾶς, βάζαμε καί κάποιο στοίχημα γιά τό καλό. Τί στοίχημα, δηλαδή, τό ποιός θά κεράσει τόν καφέ ἤ ποιός θά πληρώσει τούς μπακλαβᾶδες. Φοιτητόκοσμος, μέ χαρτζηλίκι ἀπό τούς γονεῖς, ἄντε καί μέ κανένα μεροκάματο ὡς σερβιτόροι σέ ἑστιατόρια ἤ στήν Λαχαναγορά, ξημερώματα, μεταφέροντας καφάσια μέ φροῦτα.
Δέν εἶχε σημασία ἄν ἤσουν ὁ γυιός τοῦ γιατροῦ ἤ τοῦ ἐργάτη. Δέν τά ὑπολογίζαμε τότε αὐτά. Καί περνοῦσαν οἱ μέρες, μέχρι τά Θεοφάνια, γιά νά σπεύσουμε ὅλοι μαζί, στήν προκυμαία τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνα, στόν Πειραιᾶ, ὅπου θά ἔρριχνε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τόν Σταυρό. Καί μέχρι το ’67, ἡ τελετή εἶχε λαμπρότητα, ἀφοῦ ἐρχόταν, ἐν ὀργάνοις, ὁ Βασιλιᾶς, καί μαζεύονταν χιλιάδες λαοῦ. Ὕστερα, ἄρχισαν τά παρατράγουδα καί ξεκόψαμε. Τά θυμόμαστε ὅλα αὐτά, τέτοιες μέρες. Χωρίς νά λέμε, ὅμως, πιά «κάθε πέρυσι καί καλύτερα». Ὁ κορωνοϊός μᾶς ἐπιτάσσει νά κοιτάζουμε μπροστά. Γιά καλύτερα χρόνια. Καλή χρονιά νά ἔχουμε, συμπατριῶτες!