Χάζευα τήν βιτρίνα μέ τά παιδικά παιγνίδια.
Ἠλεκτρονικά, περίεργα, δέν πολυκαταλάβαινα τί εἶναι τό καθένα. Καί κάθισα δίπλα, στό καφενεδάκι καί ἄρχισα νά θυμᾶμαι…
Θυμήθηκα τίς γειτονιές πού μύριζαν χῶμα κι ἀσβέστη, καί γέμιζαν φωνές τά ἀπογεύματα σάν πανηγύρι. Ἕνα γέλιο ἀπό τήν πάνω γειτονιά, ἕνα κυνηγητό ἀπό τήν κάτω, κι ἀνάμεσά τους οἱ καρδιές μας, νά χτυποῦν γρήγορα, σάν τήν μπάλλα στόν τοῖχο. Τότε πού τά παιδιά ἔπαιζαν μέ τά χέρια, μέ τά πόδια, μέ τό σῶμα ὁλόκληρο, κι ὄχι μέ ὀθόνες καί κουμπιά. Τότε πού ἀκόμη καί τό ξερό κλαδί μποροῦσε νά γίνει ἄλογο, καί μιά πέτρα γινόταν θησαυρός.
Μαζευόμασταν δέκα-δώδεκα, χωρίς ραντεβού, χωρίς «στεῖλε μου μήνυμα». Μιά φωνή ἀρκοῦσε. «Ἔλα κάτω!» Κι ὅποιος τ’ ἄκουγε, ἔτρεχε. Κρυφτό, κυνηγητό, γκαζάκια, ἀμπάριζα. Παιχνίδια ἁπλά, φτωχά ἴσως, μά γεμᾶτα ζωή. Στό κρυφτό κρατούσαμε τήν ἀνάσα μας πίσω ἀπό σκουριασμένες αὐλόπορτες, κι ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς ἦταν πιό δυνατός ἀπό κάθε κινητό καί τάμπλετ.
Στό κυνηγητό νιώθαμε πώς ἄν δέν πιάσουμε τόν ἄλλο, θά χαθεῖ γιά πάντα τό καλοκαίρι.
Κι ὕστερα, τό πιό μεγάλο μάθημα, τά «καβγαδάκια». Μικρά, ἀστεῖα, σάν σύννεφα πού περνοῦν. Τσακωνόμασταν γιά τό ἄν μέτρησε τό πιάσιμο ἤ ἄν ἦταν μέσα τό γκόλ. Κι ὕστερα, πέντε λεπτά μετά, φίλοι ξανά.
Γιατί ξέραμε πώς ἡ παρέα ἦταν πιό μεγάλη ἀπ’ τόν ἐγωισμό μας.
Τώρα, τά βλέπεις τά παιδιά καί μοιάζουν νά φοβοῦνται μήν λερωθοῦν, μήν χτυπήσουν, μήν χάσουν. Μά περισσότερο ἀπ’ ὅλα, φοβοῦνται μήπως δέν προλάβουν νά βγάλουν τό ἑπόμενο ἐπίπεδο στό παιχνίδι πού παίζουν μόνα τους.
Θυμᾶμαι ἀκόμη τά γυαλένια μου νά λάμπουν στόν ἥλιο σάν μικροί πλανῆτες. Τά κρατούσαμε στήν τσέπη σάν φυλαχτό. Κάθε ἕνα εἶχε τή δική του ἱστορία.
Τό κερδισμένη μέ κόπο, τό τυχερό, τό δανεικό. Κι ὅταν χτυποῦσες σωστά, ὅταν εὕρισκες στόχο, ἔνοιωθες πώς κάτι μέσα σου ἔμπαινε στή θέση του. Ὅπως ἔνοιωθες ὅταν σέ διάλεγε ἡ παρέα στό «μονά-ζυγά», καί δέν ἔμενες τελευταῖος νά περιμένεις.
Ποῦ πῆγαν αὐτά τά παιχνίδια; Ποιός τά μάζεψε καί τά ἔκλεισε σέ πατάρια καί ὑπόγεια; Ἴσως χάθηκαν μαζί μέ τά πεζοδρόμια πού ἔγιναν πάρκιν γιά αὐτοκίνητα. Ἴσως τά ’φαγε ὁ φόβος τῶν μεγάλων, πού εἶδαν σέ κάθε γωνιά ἕναν κίνδυνο. Ἤ ἴσως τά καταχώνιασε ὁ χρόνος, πού πάντα βιάζεται νά προχωρήσει.
Μά καμμιά φορά, ὅταν περνᾶς ἀπό παλιές γειτονιές, θά σοῦ φανεῖ πώς ἀκοῦς ἀκόμη τόν χτύπο μιᾶς μπάλλας στόν τοῖχο. Ἤ τό γέλιο ἑνός παιδιοῦ πού παίζει φυσαρμόνικα. Μπορεῖ νά ’ναι ἀνάμνηση. Μπορεῖ νά ’ναι ὄνειρο. Μά εἶναι ἐκεῖ, σάν νά σοῦ λέει ὅτι τίποτα δέν χάνεται στ’ ἀλήθεια. Μόνο περιμένει κάποιο παιδί νά ἀφήσει γιά λίγο τήν ὀθόνη, νά βγεῖ στό φῶς καί νά ξαναζωντανέψει.
Ἔφυγα ἀπό τό καφενεδάκι μέ ἕνα περίεργο συναίσθημα. Γιατί, ὅταν τά παιδιά μας φτάσουν στά χρόνια μας, θά ἀναπολοῦν κι ἐκεῖνα τά δικά τους «καλύτερα» χρόνια…

