Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 2 Νοεμβρίου 1925
Ἕνας ἄγνωστός μου κύριος ἦλθε νά μοῦ ὑποβάλη χθές –ἄν ἔλειπαν οἱ εὐεργετικοί αὐτοί ἄνθρωποι, τό χρονογράφημα θ’ ἀπέθνησκεν ἀπό ἀσιτίαν– μίαν σπουδαιοτάτην ἀνακάλυψιν. Ἀνεκάλυψε, τίποτε περισσότερον, τίποτε ὀλιγώτερον, τό ἀντιφάρμακον τοῦ συνωστισμοῦ.
– Ἡ μεγαλυτέρα σημερινή πληγή τῶν Ἀθηνῶν –μοῦ εἶπεν εἰσηγούμενος– εἶναι, ὡς γνωρίζετε, ὁ συνωστισμός. Στούς δρόμους, τούς σιδηροδρόμους, τά τράμ, τά κέντρα ἐν γένει καί τά ἀπόκεντρα ἀκόμη, εἶναι ἀδύνατον νά κινηθῇ κανείς, χωρίς νά τσαλαπατηθῇ, νά τραυματισθῇ, νά ξεσχισθῇ, νά πάθη ἀσφυξίαν.
– Τό γνωρίζω πολύ καλά! τοῦ εἶπα. Πρό μιᾶς ὥρας ἀκριβῶς, εἰς τόν Ἠλεκτρικόν, ἔπαθα κάταγμα δύο θωρακικῶν πλευρῶν. Ἀλλά τί θέλετε νά κάμωμεν, κύριε; Νά σφάξωμεν τούς μισούς κατοίκους τῶν Ἀθηνῶν, διά νά κυκλοφοροῦμεν ἀνέτως οἱ ἐπίλοιποι;
– Καί αὐτό θά ἦτο μία λύσις… ἐψιθύρισεν ὁ ἄγνωστος. Ἀλλά ὑπάρχει καί μία ἄλλη, μᾶλλον ἀναίμακτος.
Καί εἰσῆλθεν εἰς τήν ἀνάπτυξιν τῆς ἐφευρέσεώς του.
– Ἁπλούστατα, κύριε, νά ἀφαιρεθῇ τό δικαίωμα τῆς κυκλοφορίας εἰς κάθε ἄνθρωπον μή ἐφωδιασμένον μέ φύλλον πορείας.
– Τί ἐννοεῖτε φύλλον πορείας;
– Ἐννοῶ ὅτι κάθε ἄνθρωπος πρέπει νά εἶναι εἰς θέσιν ν’ ἀποδείξη ὅτι κυκλοφορεῖ δι’ ἀποχρῶντα λόγον.
– Φαντάζεσθε, λοιπόν, ὅτι οἱ κυκλοφοροῦντες κυκλοφοροῦν χωρίς λόγον;
– Οἱ περισσότεροι, κύριε. Καί ἰδίως οἱ γυναῖκες. Δέν μοῦ λέτε, σᾶς παρακαλῶ, τί λόγον ἔχουν νά χύνωνται στούς δρόμους, ἀπό τά ἄγρια μεσάνυχτα, τόσα σμήνη γυναικῶν; Εἶμαι βέβαιος ὅτι μόλις ἕνα πέντε τοῖς ἑκατό θά εἶναι εἰς θέσιν ν’ ἀποδείξη ὅτι ἔχει ἀποχρῶντα λόγον κυκλοφορίας. Τά ἄλλα ἐνενῆντα πέντε τοῖς ἑκατόν κυκλοφοροῦν ἁπλῶς γιά νά αὐξάνουν τήν κοινήν δυσφορίαν. Ἀλλά καί ἀπό τούς ἄνδρας, κύριε, οἱ περισσότεροι θά ἠμποροῦσαν νά μένουν, τό μεγαλύτερον μέρος τῆς ἡμέρας τοὐλάχιστον, στά σπίτια των.
– Ἀλλά τί νά κάνουν, φίλε μου, στά σπίτια τους, ἀφοῦ ὅλα τά θήλεα τοῦ σπιτιοῦ βρίσκονται στούς δρόμους; Ποιός νά τούς ψήση ἕναν καφέ; Κατ’ ἀνάγκην, λοιπόν, μεταφέρουν τόν οἰκογενειακόν τους βίον στούς δρόμους, ἀκολουθοῦντες τάς γυναίκας των καί τάς γυναίκας τῶν ἄλλων.
Ὁ ἄγνωστος κύριος ἔκαμεν ἕνα σχῆμα ἐνθουσιωδῶς ἐπιβεβαιωτικόν.
– Μά αὐτό, ἀκριβῶς, σᾶς λέγω κι ἐγώ, φίλε μου. Καί γι’ αὐτό ζητῶ τό φύλλον πορείας. Φύλλον πορείας γιά ἄνδρες καί γυναῖκες ἀδιακρίτως. Ὅπως ἕνας στρατιώτης δέν μπορεῖ ν’ ἀπομακρυνθῇ ἀπό τόν στρατῶνα χωρίς φύλλον πορείας, δικαιολογητικόν τῆς ἐξόδου του καί προσηκόντως ὑπογεγραμμένον, ἔτσι καί κάθε πολίτης, ἄνδρας ἤ γυναῖκα, νά μήν μπορῇ ν’ ἀπομακρυνθῇ ἀπό τό σπίτι του χωρίς τό σχετικόν φύλλον.
– Καί ποιός θέλετε νά τό ὑπογράφη τό φύλλον αὐτό:
– Μοῦ εἶναι ἀδιάφορον. Ἄς τό ὑπογράφη ὁ ἀστυνόμος τοῦ γειτονικοῦ Τμήματος, ὁ ἐφημέριος τοῦ ἐνοριακοῦ ναοῦ, ἕνας ὁποιοδήποτε ἁρμόδιος, τέλος πάντων. Ἀρκεῖ νά θεσπισθῇ. Καί πρέπει νά θεσπισθῇ. Ὁ δρόμος πρέπει νά προστατευθῇ, ὁπωσδήποτε, ἀπό τόν συνωστισμόν, ὅπως προστατεύεται μία αἴθουσα θεάτρου ἤ κινηματογράφου. Ὅπως ἐκεῖ δέν ἐπιτρέπεται νά εἰσέρχωνται περισσότεροι ἀπό ὅσους χωρεῖ ἡ αἴθουσα, ἔτσι καί στόν δρόμον δέν πρέπει νά εἰσέρχωνται περισσότεροι ἀπό ὅσους μπορεῖ νά χωρέση ὁ δρόμος. Φύλλον πορείας, λοιπόν, πού θά χρησιμεύει ταυτοχρόνως καί ὡς εἶδος εἰσιτηρίου διά τόν δρόμον. Βγαίνεις ἀπό τό σπίτι σου, κύριε. Ποῦ πᾶς! Ἔχεις σπουδαῖο λόγο νά κυκλοφορήσης; Τό φύλλον σου, παρακαλῶ. Δέν ἔχεις. Γύρισε μέσα. Βλέπετε πόσον ἁπλᾶ λύεται τό ζήτημα. Θέλουν νά μέ ἀκούσουν; Ἄς δοκιμάσουν! Καί θά ἰδοῦν πῶς θά ἐξαφανισθῇ, ὡς ἐκ θαύματος, ὁ συνωστισμός. Δέν θέλουν; Τί νά τούς κάμω;
Ἔβγαλε ἀπό τό στῆθος του ἕνα κομματάκι χαρτί.
– Μοῦ τό ὑπογράφετε, παρακαλῶ;
– Τί εἶναι αὐτό;
– Τό φύλλον πορείας μου. Τό ἐχορήγησα στόν ἑαυτό μου, γιά νά δώσω τό καλό παράδειγμα. Ἡ ἀποστολή μου ἔληξε. Ἐπιστρέφω πάλι στό σπίτι μου…
Τοῦ ὑπέγραψα τό φύλλον του καί ἔφυγεν ἐνθουσιασμένος.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

