Τό θέμα τοῦ ἐκλογικοῦ νόμου δέν ἔχει κλείσει. Παραμένει ἀνοικτό.
Καί ὅσο οἱ πραγματικές δημοσκοπήσεις δείχνουν τή Νέα Δημοκρατία νά ξεπερνᾶ μέ δυσκολία τό ὅριο τοῦ 25%, ἀπό τό ὁποῖο ξεκινᾶ ἡ παροχή τοῦ μπόνους τῶν 50 ἑδρῶν στό πρῶτο κόμμα, κλιμακωτά, τόσο θά πυκνώνει ἡ συζήτηση στό ἐσωτερικό τῆς κυβερνώσας παρατάξεως γιά τήν ἀλλαγή του.
Κι ἄλλο τόσο θά αὐξάνεται ὁ προβληματισμός τοῦ Πρωθυπουργοῦ, ὁ ὁποῖος, ἄν συνεχιστεῖ αὐτή ἡ τάση, θά κινδυνεύσει νά βρεθεῖ στό τραπέζι τῶν διερευνητικῶν ἐπαφῶν γιά συγκρότηση Κυβερνήσεως μετά ἀπό τίς πρῶτες κάλπες μέ 80 ἕως 90 ἕδρες στήν διάθεσή του, ἀπό τίς 157 πού διαθέτει σήμερα. Ἡ τελευταία δημοσκόπηση τῆς MRB ἔδειξε ὅτι μόνο τό 26,5% τῶν Ἑλλήνων ἐπιθυμεῖ τρίτη θητεία Μητσοτάκη, τό 70% ὄχι.
Καί ἄν αὐτή ἡ τάση μονιμοποιηθεῖ, οἱ ἀποσκιρτήσεις βουλευτῶν τῆς ΝΔ πρός ψηφοδέλτια ἄλλων κομμάτων, πού θά τούς δίδουν καλύτερες πιθανότητες ἐπανεκλογῆς, θά πρέπει νά θεωρεῖται βεβαία.
Ἡ συζήτηση αὐτή ἔχει ὅμως δύο προβλήματα:Τό πρῶτο εἶναι ὅτι οὐδέποτε κεντροδεξιά παράταξη στήν ἱστορία της ἄλλαξε τούς κανόνες τῆς δημοκρατίας τήν τελευταία στιγμή. Εἰδικῶς μεταπολιτευτικά. Ὁ Κωνσταντῖνος Μητσοτάκης ἄλλαξε τόν ἐκλογικό νόμο τοῦ 1990 ἐπί ὑπουργίας Σωτήρη Κούβελα στήν ἀρχή τῆς θητείας του καί, παρά τό γεγονός ὅτι οἱ δημοσκοπήσεις ἀνέτρεψαν τήν πρωτοπορία του καί ὁδηγήθηκε σέ ἐκλογές ὡς δεύτερο κόμμα, δέν διανοήθηκε νά προχωρήσει σέ ἀλλαγή του. Μέ τόν νόμο πού ψήφισε, μέ τόν ἴδιο αὐτόν νόμο ἔχασε.
Σέ ἀντίθεση μέ τό ΠΑΣΟΚ τοῦ Ἀνδρέα Παπανδρέου, τό ὁποῖο, τό 1989, βλέποντας τήν ἧττα νά ἔρχεται, ψήφισε τήν τελευταία στιγμή τόν ἐκλογικό νόμο Κουτσόγιωργα (σύν ἕνα, σκληρή ἁπλῆ ἀναλογική), πού ὁδήγησε τήν χώρα σέ τρεῖς διαδοχικές ἐκλογικές ἀναμετρήσεις μέχρι νά ἀποκτήσει πλειοψηφία μίας ἕδρας ἡ Νέα Δημοκρατία τοῦ 47%. Εἶχε κάθε λόγο ὁ Κωνσταντῖνος Μητσοτάκης νά κάνει κάτι ἀνάλογο στόν Παπανδρέου τό 1993 καί νά τοῦ ἀνταποδώσει τά ἴσα, ἀλλά, ὡς πολιτικός ἀρχῶν πού ἦταν, δέν τό ἔπραξε. Τό ἴδιο συνέβη καί τό 2007, ἐπί πρωθυπουργίας Κώστα Καραμανλῆ. Ὁ τότε Πρωθυπουργός τροποποίησε τόν ἐκλογικό νόμο στήν ἀρχή τῆς δεύτερης θητείας του ἀναθέτοντας στόν τότε ὑπουργό Ἐσωτερικῶν Προκόπη Παυλόπουλο τήν σύνταξη καί ψήφισή του. Κύριο χαρακτηριστικό ἐκείνου τοῦ ἐκλογικοῦ νόμου ἦταν ἡ αὔξηση τοῦ bonus τῶν ἑδρῶν ἀπό τίς 40 ἕδρες πού προέβλεπε ὁ νόμος Σκανδαλίδη στίς 50 ἕδρες. Ὅταν, δύο χρόνια μετά, ἡ Νέα Δημοκρατία ἔχασε τήν πρωτοπορία στίς δημοσκοπήσεις, ὁ πρώην Πρωθυπουργός δέν διανοήθηκε νά ἀλλάξει τόν ἐκλογικό νόμο. Μακρυά καί ἀπό αὐτόν τέτοιου εἴδους παιχνίδια.
Τό δεύτερο πρόβλημα πού ἔχει σήμερα ἡ Νέα Δημοκρατία εἶναι ὅτι τό πολιτικό σκηνικό εἶναι κινούμενη ἄμμος καί ὅτι οἱ ἐκλογές δέν εἶναι μαθηματικά. Ἡ ἀκρίβεια, ἡ διαφθορά, οἱ ὑποχωρήσεις στά ἐθνικά θέματα, ἡ ἐγκατάλειψη τῆς ὑπαίθρου καί ἡ ἀπόσυρση τοῦ Kράτους ἀπό αὐτήν πλήττουν τό ἠθικό τῆς παρατάξεως καί ὁδηγοῦν τά ποσοστά της σέ φθίνουσα πορεία. Ἀκόμα λοιπόν καί ἡ τροποποίηση τοῦ ἐκλογικοῦ νόμου μπορεῖ νά ἀποδειχθεῖ λάθος ὑπολογισμός, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι θά προσφέρει πάρα πολύ λίγα σέ σύγκριση μέ τά προσδοκώμενα στήν νέα κατάσταση. Εἰδικῶς ἄν ἐκληφθεῖ ὡς πολιτική ἀτιμία δημοκρατικῆς Κυβερνήσεως πού διολισθαίνει σέ καθεστώς.
Οἱ ἰδέες πού συζητῶνται ἐσωτερικά εἶναι ἡ ἐπαναφορά τοῦ νόμου Παυλόπουλου, ὥστε ἀνεξαρτήτως ποσοστοῦ τοῦ πρώτου κόμματος ἡ ΝΔ νά κερδίσει 50 ἕδρες ἀπ’ εὐθείας ἀπό τήν πρώτη ψῆφο καί νά ἠρεμήσει τήν Κοινοβουλευτική της Ὁμάδα. Θά λάβει ἔτσι τό μπόνους ἀκόμη κι ἄν τό ποσοστό της κινηθεῖ κάτω ἀπό 25%.
Ἡ παραλλαγή, γιά νά μή φανεῖ ὅτι ἀντιγράφει τόν νόμο Παυλόπουλου, τό πρόσωπο τοῦ ὁποίου δέν συμπαθεῖ ἰδιαιτέρως ὁ Πρωθυπουργός, εἶναι νά νομοθετηθεῖ τό μπόνους τῶν 50 ἑδρῶν μέ βάση τήν διαφορά μεταξύ πρώτου καί δεύτερου κόμματος. Οὕτως ὥστε, ἄν παραμείνουν αὐτές οἱ διψήφιες διαφορές σέ συνθῆκες κατακερματισμοῦ, καί τό μπόνους νά πάρει ἡ ΝΔ, ἀλλά καί νά μήν ἔχει νά… ντρέπεται ὅτι θέτει σέ ἰσχύ ξανά τόν νόμο Παυλόπουλου.
Τό πιθανώτερο εἶναι ὅτι θά ἐπιχειρήσει νά ἐπιλέξει τήν καινούργια ἐκδοχή, τήν δεύτερη ἐκδοχή. Καί τοῦτο διότι ἡ ἀρθρογραφία φιλικῶν της προσώπων αὐτό τό διάστημα γιά τήν στρατηγική τῆς δεύτερης κάλπης, γιά τήν ὁποία οἱ ἀναγνῶστες μας εἶναι ἐνήμεροι ἐδῶ καί πάρα πολύ καιρό, ἑστιάζει στήν ἀδυναμία συνεννοήσεως μεταξύ τῶν κομμάτων τῆς ἀντιπολιτεύσεως γιά τήν συγκρότηση Κυβερνήσεως. Ἄρα, μέ αὐτήν τήν λογική, νομιμοποιεῖται ἡ ἀλλαγή τῆς τελευταίας στιγμῆς ἐπειδή θά τιναχτεῖ στόν ἀέρα ἡ χώρα, καθώς πολλά κόμματα τοῦ 10 ἕως 15% δέν θά μποροῦν νά συνεννοηθοῦν μεταξύ τους. Ἡ λύση θά εἶναι Κυβέρνηση μέ ἐπί κεφαλῆς τό κόμμα πού ἔχει πάρει λίγο παραπάνω… ἀπό 25%. Κάτι τέτοιο βεβαίως θά ὁδηγοῦσε σέ συνθῆκες πολιτικῆς ἀνωμαλίας καί σέ ἔκθεση τῆς χώρας στό ἐξωτερικό καί στούς ἀγαπημένους της ἐπενδυτές.
Κυβέρνηση μειοψηφίας μέ ἐπιχείρημα τήν σταθερότητα; Ἀλλά αὐτά τά μυαλά ὑπάρχουν αὐτήν τήν στιγμή στό Μαξίμου. Εἶναι βεβαίως γνωστό τί συμβαίνει σέ ὅλες τίς εὐρωπαϊκές χῶρες ὅταν ὑπάρχουν ἀντίστοιχα προβλήματα. Δεῖτε τήν Ἰταλία. Κυβέρνηση συνεργασίας. Δεῖτε τό Βέλγιο. Κυβέρνηση συνεργασίας. Δεῖτε τήν Ὁλλανδία. Κυβέρνηση συνεργασίας. Δεῖτε καί τήν Γερμανία. Ἡ μόνη ἀνορθογραφία εἶναι ἡ Μεγάλη Βρεταννία τῶν Ἐργατικῶν μέ τά γνωστά ἀποτελέσματα. Ἤδη ἔχουν πάρει κεφάλι στίς δημοσκοπήσεις οἱ εὐρωσκεπτικιστές τοῦ Φάρατζ πού κατεδαφίζουν τούς ἱστορικούς Τόρις. Αὐτή εἶναι ὅμως ἡ κατάσταση στήν πατρίδα μας. Τά ὑπόλοιπα προσεχῶς.