Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 19 Ὀκτωβρίου 1925
Δέν ἔχει δίκαιον ὁ συντάκτης τῆς γειτονικῆς στήλης, ὁ παραξενευθείς, προχθές, ἀπό τήν πληροφορίαν ὅτι οἱ ἐκλογεῖς «κατεφίλουν τάς χεῖρας τοῦ ὑποψηφίου καί ἔκλαιαν». Μάλιστα, ἔκλαιαν! Δέν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία.
Ἔκλαιαν, μάλιστα, μέ μαῦρα δάκρυα. Διότι πρέπει νά γνωρίζη ὁ συνάδελφος ὅτι, ἐάν οἱ Ἕλληνες δέν κλαῖνε εἰς καμμίαν ἀπό τάς περιστάσεις πού κλαῖνε οἱ γυναῖκες των, εἶναι διότι φυλᾶνε τά δάκρυά των διά τάς ἐκλογάς. Δέν ἔχει ἀκούσει λοιπόν ποτέ περί τοῦ λεγομένου «αἰσθήματος»; Περίεργον! Καί ὅμως, ἕνα εἶναι τό αἴσθημα εἰς τό λεξιλόγιον τοῦ Ἕλληνος. Ἡ ἐκλογή, ἡ ψῆφος, ὁ ὑποψήφιος. Ὅταν ὑψώνη ὑπερήφανος τήν κεφαλήν καί βροντοφωνεῖ: «Τό αἴστημά μου, κύριε», δέν ἐννοεῖ οὔτε τόν ἔρωτά του, οὔτε τήν φιλίαν του, οὔτε τήν ἀγάπην τῶν δικῶν του, οὔτε τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά. Ὅλα αὐτά μπορεῖ νά ὀνομάζωνται αἰσθήματα εἰς τήν ψυχολογίαν. Τό «αἴσθημα» ὅμως τοῦ Ἕλληνος δέν ἔχει καμμίαν σχέσιν μαζί τους.
Πῶς νά μήν κλαίη λοιπόν ὁ καλός μου Ἕλλην, ὅταν καταφιλῇ τά χέρια τοῦ ὑποψηφίου; Χωρατεύετε μέ τό «αἴστημα»;
– Νά μᾶς ζήσης, κυρ-Δημητράκη!
– Θυσία γιά σένα, κυρ-Νικολάκη!
– Θά σέ βγάλουμε μέ τά παπούτσια, κυρ-Μιχαλάκη!
– Πές μου, νά χύσω τ’ ἄντερά μου, κυρ-Γιωργάκη.
– Μωρέ τί τίς θέλουνε τίς κάλπες, κυρ-Γιαννάκη μας; Καβάλα μας, νά σέ πᾶμε, τούτη τή στιγμή, στή Βουλή!
– Τό χεράκι σου νά φιλήσω, κυρ-Ξενοφῶντα μου, καί θάψε με!
Καί τά δάκρυα τῶν Ἑλλήνων ρέουν ποταμηδόν.
– Τί κλαῖμε λέει; Τόν ἐβγάλαμε, κύριος. Ἀπό τούτη τή στιγμή σοῦ λέω, λοιπόν, τό ὁποῖον, μέ στοίχημα ὅ,τι θέλεις, εἶναι βγαλμένος!
– Καί κλαῖτε, ρέ παιδιά;
– Κλαῖμε λέει; Ἄμ’ πότε θά κλάψη ὁ ἄντρας, κύριος; Στά λείψανα θά κλάψη, μέ τίς γυναικοῦλες; Ὁ ἄντρας, πού ἔχει αἴστημα, τώρα κλαίει. Ὤχ! Μανούλα μου! Αἴστημα σοῦ λέει ὁ ἄλλος. Ζήτω καί τοῦ κυρίου
Παρμενίωνα, τό λοιπόν!…
Καί τά δάκρυα ρέουν κρουνηδόν.
– Ρέ Μιστόκλη, δάνεισέ μου τό μαντήλι σου, ρέ, γιατί μέ πνίξανε τά ἀφιλότιμα…
Ἔξαφνα οἱ ποταμοί τῶν δακρύων κοκκινίζουν. Τί συνέβη; Ἔρρευσεν ὀλίγον αἷμα. Ὁ λόγος; Ἁπλούστατα ὁ Μιστόκλης, πού ἀνῆκεν εἰς τό ἀντίπαλον αἴσθημα, ὕβρισε τό αἴσθημα τοῦ Νώντα.
– Τό αἴστημά σου, παληάνθρωπε!
– Τί εἶπες, μωρέ; Τό αἴστημά μου; Σ’ ἔφαγα!
Καί ἄνοιξαν οἱ μύτες τοῦ Μιστόκλη. Μεθ’ ὅ, εἰς τό δεύτερον ποτήρι -ὅλα τά προηγούμενα, ὡς γνωστόν, κατά τήν ἀριθμητικήν τῆς «μισῆς», εἶναι πρῶτα-, οἱ ἀντίπαλοι συνεφιλιώθησαν.
– Παρεξήγησις, ἀδερφάκι!
– Δέν εἶναι τίποτα. Τή δουλειά σου! Εἴπαμε… Ὁ πᾶσα ἕνας μέ τό αἴστημά του.
Καί τά δάκρυα πέφτουν βροχηδόν. «Αἴσθημα τό πᾶν», εἶπε καί ὁ Γκαῖτε. «Αἱ λέξεις, ἦχος καί καπνός». Ὡρισμένως λοιπόν ὁ Γκαῖτε ἐννοοῦσε τό «αἴστημα» τοῦ Ἕλληνος. Δέν εἶναι, παρά λίγες ἡμέρες, πού προεκηρύχθη ἡ ἐκλογή, καί ἡ πόλις, μετά τῶν περιχώρων, ἐγέμισεν ἀπό αἴσθημα. Ἀναστεναγμοί, φιλήματα, δάκρυα. Οἱ ὑπερήφανοι καί ἀδάκρυτοι ἄνδρες κλαῖνε σάν μικρά παιδιά. Εἰς τήν «εὐσυγκινησίαν τοῦ γήρατος» τῶν ψυχολόγων προστίθεται νέον ἑλληνικόν εἶδος, ἡ εὐσυγκινησία τῶν ἐκλογέων (emotivite electorale), κλάδος τῆς καλουμένης κρασοκατανύξεως.
– Τό χεράκι σου νά φιλήσω, κυρ-Δημητράκη μου!
Τό καταφιλεῖ καί κλαίει. Καί καμμία ἐρωμένη δέν ἐδέχθη ποτέ θερμότερον φίλημα.
– Καί τόν παρά καί μαῦρο! ἔλεγαν ἄλλοτε.
Ἔκτοτε ἐγεννήθη, ὑποθέτω, τό «αἴστημα».
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ