Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 27 Σεπτεμβρίου 1925
Πτωχός Ἀθηναῖος, ἐπιστρέψας, πρό ὀλίγων ἡμερῶν, ἀπό ταξείδι, κατηυθύνθη –ποῦ ἀλλοῦ νά κατευθυνθῇ;– στό σπίτι του. Μία ἐπιγραφή ὅμως εἰς τήν θύραν τόν ἐσταμάτησεν: «Ἐνταῦθα ὑπάρχει ὀστρακιά.
Ἀπαγορεύεται ὑπό τῆς Ἀστυνομίας εἰς πάντας ἡ εἴσοδος καί ἡ ἔξοδος».
Ὡραῖος καιρός! Ἁπλούστατα, κατά τό διάστημα τῆς ἀπουσίας του, εἶχε προσβληθῇ ἀπό ὀστρακιάν τό κοριτσάκι τῆς συνοικούσης οἰκογενείας. Λοιπόν; Δέν ὑπάρχει λοιπόν. Ὅταν ἔχης σπίτι καί δέν σοῦ ἐπιτρέπεται νά εἰσέλθης στό σπίτι σου, εἶναι ἐντελῶς τό ἴδιον σάν νά μήν ἔχης σπίτι.
– Σωφέρ, τράβα στό ξενοδοχεῖο.
– Σέ ποιό ξενοδοχεῖο;
– Ὅπου σέ φωτίση ὁ Θεός!
Ὁ δυστυχής ἄνθρωπος ἐπῆρε μπάλα τά ξενοδοχεῖα καί ἐπί τέλους κατώρθωσε νά τρυπώση κάπου. Τώρα, ἐπί δεκαπέντε ἡμέρας, πληρώνων τόν φόρον του εἰς τά τρισχαριτωμένα μικρόβια τῆς ὀστρακιᾶς, χωρίς ροῦχα τῆς ἐποχῆς, χωρίς ἀσπρόρρουχα, χωρίς τίποτε ἀπό ὅ,τι εἶναι ἀπαραίτητον εἰς τήν ζωήν ἑνός ἀνθρώπου καί εὑρίσκεται στό σπίτι του, περιμένει νά γίνη ἡ ἀπολύμανσις τοῦ σπιτιοῦ, διά νά ἐπανεύρη τήν στέγην του.
– Πότε θά γίνη, τέλος πάντων, ἡ ἀπολύμανσις; ἐρωτᾶ τόν ἰατρόν τῶν συνοίκων του.
– Μά γιά νά γίνη ἡ ἀπολύμανσις, φίλε μου, ἐννοεῖται ὅτι πρέπει νά βγοῦν γιά λίγες ἡμέρες αὐτοί πού κατοικοῦν μέσα. Δέν εἶναι δυνατόν νά πνιγοῦν ἀπό τήν φορμόλη μαζί μέ τά μικρόβια.
– Ἡ κατάστασις λοιπόν τοῦ παιδιοῦ δέν τούς ἐπιτρέπει ἀκόμη νά βγοῦν;
– Ἡ κατάστασις τούς τό ἐπιτρέπει. Τό παιδάκι εὐτυχῶς εἶναι καλά πλέον. Ἀλλά ποῦ νά πᾶνε, σᾶς παρακαλῶ; Οἱ συγγενεῖς των ἔχουν κι αὐτοί παιδιά καί δέν τούς δέχονται. Σέ ξενοδοχεῖο δέν ἀναλαμβάνω νά τούς στείλω. Μήπως, πρό ὀλίγων ἐτῶν, ἕνας δυστυχῆς ξενοδόχος κάποιου προαστίου δέν ἔχασε τό παιδάκι του ἀπό ὀστρακιάν, ἐξ αἰτίας ἑνός ἄλλου παιδιοῦ, πού τό εἶχαν φέρει ν’ ἀναρρώση στό ξενοδοχεῖον του;
– Ὥστε οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦν νά βγοῦν.
– Κοντά στόν νοῦ!…
– Ἑπομένως οὔτε ἀπολύμανσις μπορεῖ νά γίνη.
– Φυσικά. Ἐν ὅσῳ στό σπίτι βρίσκονται ἄνθρωποι…
– Λοιπόν;
– Τί θέλετε νά σᾶς πῶ κι ἐγώ;
Ἐν τῷ μεταξύ ζητεῖται ἡ λύσις τοῦ προβλήματος.
Αὐτά εἶναι τα κατοθρώματα τῶν μικροβίων. Κατορθώματα μή προβλεπόμενα οὔτε ἀπό τήν Παθολογίαν, οὔτε ἀπό τό Ἐνοικιοστάσιον. Οἱ παθολόγοι, ἑπομένως, ἄς σπεύσουν νά συμπληρώσουν τό κεφάλαιον τῶν ἐπιπλοκῶν τῆς ὀστρακιᾶς: «Μεταξύ τῶν ἐπιπλοκῶν τῆς ὀστρακιᾶς σπουδαιοτέρα καί μᾶλλον ἐπίφοβος εἶναι ἡ νεφρῖτις. Ἀκόμη σπουδαιοτέρα ὅμως, ἐφ’ ὅσον προσβάλλει ἐκτός τοῦ πάσχοντος καί τούς συνοικούντας μετ’ αὐτοῦ, εἶναι ἡ ἔξωσις ἐκ τοῦ κατεχομένου ὑπ’ αὐτῶν μισθίου, κατά τῆς ὁποίας, δυστυχῶς, οὐδέν προληπτικόν μέσον ἰσχύει». Χωρίς τήν ἀπαραίτητον αὐτήν προσθήκην, τό σχετικόν κεφάλαιον τῆς παθολογίας τῶν ὀξέων λοιμωδῶν νόσων θά ἐξακολουθῇ νά εἶναι ἀσυγγνώστως ἐλλιπές.