Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά χαιρετήσω τήν ἀπόφαση τῆς ὑπουργοῦ Πολιτισμοῦ γιά τήν διακοπή τῆς λειτουργίας τοῦ «Ἡρωδείου», προκειμένου νά ἐπισκευασθοῦν ὅλες οἱ «ἀβαρίες» πού ἔχουν τραυματίσει τό Ὠδεῖο.
Μέ τόν ἀείμνηστο Γιάννη Καραχισαρίδη, τολμήσαμε νά θέσουμε τό θέμα τότε, τό 2005, ἀλλά καί μόνο πού τό ἀναφέραμε, προκλήθηκε σάλος καί …ἔπεσε ἀπαγορευτικό!
Νά, ὅμως, πού –ἐπί τέλους– ἀποφασίζεται νά «ἀκτινογραφηθεῖ» τό πολύτιμο θέατρο στήν ρίζα τῆς Ἀκροπόλεως καί νά γίνουν οἱ ὅποιες –ἐπιτρεπόμενες καί ἀπαραίτητες– ἀποκαταστάσεις.
Κι ἔτσι, θά μᾶς μείνει μόνον ἡ Ἐπίδαυρος –γιά κάποιο διάστημα– καί ἴσως καί κάποιο ἄλλο ἀρχαῖο Θέατρο, γιά νά τό παραχωροῦμε σέ διάφορους ἀλλοδαπούς νεωτεριστές, οἱ ὁποῖοι οὐδέν πρόβλημα ἔχουν νά ἐφαρμόσουν «κοπτο-ραπτική» ἀκόμη καί στά κείμενα-μνημεῖα τῶν μεγάλων μας τραγικῶν, ὅπως ὁ ἐκ Γερμανίας ἀνασκολοπιστής, ὁ ὁποῖος θεώρησε σωστό νά κόψει ἀπό τήν Ἀντιγόνη τόν ὕμνο πρός τόν ἔρωτα, μέ τόν ὁποῖο ἀρχίζει τό γ΄ στάσιμο (στ. 781-805) τῆς τραγωδίας. «Ἔρως ἀνίκατε μάχαν»!
Τώρα, θά ποῦν οἱ ὑποστηρικτές τοῦ κάθε «αἱρετικοῦ», ὅτι τό συγκεκριμένο χορικό τό ἔμαθε ὁ ἑλληνικός λαός ἀπό …τήν Βουγιουκλάκη. Ἀλλά ἀκόμη καί ἔτσι ἄν εἶναι, τό ἔμαθε! Καί τό ξέρει! Ἀλλά τί σημασία ἔχει τό κείμενο, τί σημασία ἔχει ὁ λόγος, μπροστά στήν πρόκληση, ἡ ὁποία θά συζητηθεῖ καί βάσει τῆς ὁποίας ὁποιοσδήποτε σκηνοθέτης θά «κάνει ὄνομα» μετατρέποντας τήν ὀρχήστρα τοῦ Θεάτρου τῆς Ἐπιδαύρου σέ πασσαρέλλα ἐλαφροπάτητων ἀνδρῶν μέ «ση-θρού» πουκαμίσες;
«Μά, ἐσεῖς, εἶστε ροκᾶς. Πῶς καί εἶστε ἀντίθετος στίς καταλυτικές παρεμβάσεις τῆς σκηνοθεσίας καί στήν σύγχρονη ἀπόδοση τῆς τραγωδίας;» μέ ρωτοῦσαν φίλοι, τότε, πού εἶχα συμμετοχή στήν λήψη τῶν ἀποφάσεων γιά τίς παραστάσεις τοῦ φεστιβάλ Ἀθηνῶν-Ἐπιδαύρου. Ἀπαντοῦσα πολύ ἁπλά «Μά, τό ὅτι εἶμαι “ροκᾶς”, σημαίνει ὅτι θά μποροῦσε ἡ Ἐντίτ Πιάφ νά τραγουδήσει μιμούμενη τόν Μίκ Τζάγκερ; Ἄλλο πρᾶγμα ἡ κλασσικότητα καί ἡ φόρμα της καί ἄλλο τό ρόκ καί ἡ εἰδική του κουλτούρα.»
Μπορεῖ νά εἶχα ἄδικο, μπορεῖ νά ἔχουν δίκιο ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ τύποι, πού μόλις δοῦν τακούνι δωδεκάποντο καί φτερά στά πόδια (καί ὄχι μόνο) τῶν ἀνδρῶν ἠθοποιῶν ἐκστασιάζονται, ἀλλά, βρέ παιδί μου, γιά νά ἀπολαύσουμε τόν λόγο τῶν τραγικῶν πηγαίνουμε στά Ἡρώδεια καί στά Ἐπιδαύρεια κι ὄχι γιά νά «φᾶμε στή μάπα» (θεατρικῇ ἀδείᾳ ὁ βανδαλισμός, σ’ γχωρᾶτε με) τά ψυχολογικά προβλήματα τοῦ κάθε διαταραγμένου. Θά ποῦν τώρα οἱ «εἰδικοί» ὅτι ἄν δέν εἶσαι αἱρετικός, δέν γίνεσαι ἠθοποιός ἤ σκηνοθέτης. Καί πάλι μπορεῖ νά ἔχουν δίκιο. Ἀλλά τί φταίει τό κοινό καί ὁ τραγωδός γιά ὅλα αὐτά;
Εἶχα τήν δυνατότητα νά παρακολουθήσω τήν «Ἀντιγόνη» τό περασμένο Σάββατο. Προτίμησα νά μείνω σπίτι καί νά παρακολουθήσω, τήν Κυριακή, τόν «Φιλοκτήτη» τοῦ Σοφοκλέους, μέ τόν Γιῶργο Κιμούλη στόν κεντρικό ρόλο καί στήν σκηνοθεσία.
Ὁμολογῶ ὅτι ὅσο διήρκεσε ἡ παράσταση, δέν ἔκανα οὔτε μία κίνηση, παρά τίς ἀπαράδεκτα ἄβολες θέσεις τοῦ «Βεακείου». Ἀπολάμβανα τόν λόγο (ἐξαιρετική ἡ μετάφραση τοῦ Κιμούλη) καί ταυτόχρονα ἔκανα χίλιες σκέψεις, καθώς ὁ Σοφόκλειος λόγος εἶναι ἀπολύτως ἐπίκαιρος καί σήμερα: «Μισῶ τήν ἐποχή πού ζῶ. Σκοτεινά χρόνια. Δέν θέλω τή ζωή μου ἔτσι»…