Ἡ ἱστορική ὁμιλία ἤθους τοῦ νέου Προέδρου τῆς Βουλῆς

Τασούλας: Ὄχι στίς γκιλοτίνες διαβολῆς ἤ ἐξοντώσεως τῶν πολιτικῶν ἀντιπάλων

ΜΕ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΕ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟ, ΤΣΩΡΤΣΙΛ, ΤΣΑΤΣΟ, ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ

ΔΙΚΑΙΩΣΕ ἀπολύτως τίς 283 ψήφους πού ἔλαβε ἐπί συνόλου 299 ὁ νέος Πρόεδρος τοῦ Κοινοβουλίου Κώστας Τασούλας, μέ τήν ὁμιλία του ἀμέσως μετά τήν ἐκλογή του. Ὁ νέος Πρόεδρος τοῦ Κοινοβουλίου ἐξεφώνησε ὁμιλία σπανίου πολιτικοῦ καί κοινοβουλευτικοῦ ἤθους. Ὄχι μόνο γιά τήν παιδευτική σημασία της: Ἔβριθε ἀναφορῶν ἀπό φράσεις γιγάντων τοῦ δημοσίου βίου, ὅπως ὁ Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ὁ Οὐίνστων Τσῶρτσιλ, ὁ Δημήτρης Τσάτσος καί ὁ Κωνσταντῖνος Καραμανλῆς. Ἀλλά πρωτίστως, διότι τό περιεχόμενό της προήγαγε τόν κοινοβουλευτισμό. Ὁ νέος Πρόεδρος τοῦ Κοινοβουλίου κατεφέρθη κατά τοῦ σκληροῦ πλειοψηφικοῦ κοινοβουλευτισμοῦ καί ζήτησε (μέ νόημα) «νά ἀποποιηθοῦμε τήν ἐμπαθῆ καί τυφλή καί προφανῶς ἀβάσιμη μετατροπή τῶν κοινοβουλευτικῶν διαδικασιῶν σέ γκιλοτίνες διαβολῆς ἤ δικονομικῆς ἐξόντωσης τῶν πολιτικῶν ἀντιπάλων». Ὁλόκληρη ἡ ἱστορική ὁμιλία τοῦ κ. Τασούλα ἔχει ὡς ἑξῆς:

«Πρίν ἀπ’ ὅλα εὐχαριστῶ τά μέλη τῆς Θ΄ Ἀναθεωρητικῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων, αὐτῆς πού προέκυψε ἀπό τίς ἐκλογές τῆς 7ης Ἰουλίου γιά τήν ἄκρως τιμητική ὑπερψήφιση τῆς ὑποψηφιότητός μου, μιᾶς ὑποψηφιότητος πού μοῦ ἐπεφύλαξε τή μεγάλη διάκριση καί εὐθύνη νά ὑποβάλει ἡ Νέα Δημοκρατία καί ὁ Πρωθυπουργός κ. Κυριάκος Μητσοτάκης. Ἐπιτρέψτε μου ὅμως νά ἐκφράσω ξεχωριστά τίς εὐχαριστίες, τό σεβασμό καί τήν εὐγνωμοσύνη μου πρός τούς πολῖτες τῆς ἰδιαίτερης πατρίδος μου, τῶν Ἰωαννίνων, πού ἐπί εἰκοσαετία, σέ ἐννέα διαδοχικές ἐκλογικές ἀναμετρήσεις, μέ ἐπιλέγουν ὡς ἐκπρόσωπό τους στό Ἐθνικό Κοινοβούλιο, μέ τό ψηφοδέλτιο τῆς Νέας Δημοκρατίας. Ἀλλά σέ τί τοπίο καί μέ ποιόν ὁρίζοντα ξεκινᾶ τίς ἐργασίες της ἡ νέα ἑξακομματική Βουλή τῆς ΙΗ΄ περιόδου; Προφανῶς ἀπέχουμε πολύ ἀπό τήν περιγραφή τῆς πατρίδος του, ὅπως τήν ἔκανε ὁ Οὐίνστων Τσῶρτσιλ στό συναρπαστικό βιβλίο του Τά Νεανικά μου Χρόνια:

“Ἐγώ ἤμουν παιδί τῆς Βικτωριανῆς ἐποχῆς ὅταν ἡ θέση τῆς χώρας μου φαινόταν σταθερά διαμορφωμένη, ὅταν ἡ θέση της στό ἐμπόριο καί στή θάλασσα ἦταν ἀσυναγώνιστη, καί ὅταν ἡ συνειδητοποίηση τοῦ μεγαλείου τῆς Αὐτοκρατορίας μας καί τοῦ καθήκοντός μας νά τό διατηρήσουμε αὔξανε διαρκῶς.” Ἡ μεγάλη εἰκόνα γιά μᾶς εἶναι προφανῶς διαφορετική, ἐκτός, ἐλπίζω, ἀπό τή συνειδητοποίηση τοῦ καθήκοντος νά στερεώσουμε μέ διάρκεια τή χώρα καί τούς θεσμούς της. Εἶναι καί ἀφάνταστα δυσκολότερη ἀλλά καί προκλητικά ἁπλή: Τά χρόνια τῆς κρίσης σέ οἰκονομικούς ὅρους, ἡ Ἑλλάδα πῆγε 25% πίσω στό ΑΕΠ της, καί ἡ Εὐρωζώνη 25% μπροστά. Γι’ αὐτό καί τό κοινό ὅραμα τοῦ λαοῦ μας, τοῦ κουρασμένου καί εὔλογα δύσπιστου λαοῦ μας, εἶναι ἡ ἐπίτευξη τῆς προκοπῆς καί μιᾶς καλύτερης καί ἰσχυρῆς Ἑλλάδος. Αὐτή τήν Ἑλλάδα καλεῖται ἡ τρισυπόστατη Πολιτεία νά ἐπιδιώξει. Αὐτή τήν Ἑλλάδα ὀφείλουμε ἐμεῖς, οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ κυρίαρχου λαοῦ, νά χτίσουμε μέσα ἀπό τή θεσμική ἁρματωσιά τῆς νομοθετικῆς ἐξουσίας.

Καλωσορίζουμε σήμερα στή Βουλή τῶν Ἑλλήνων τούς Ἕλληνες βουλευτές. Κυρίες καί Κυρίους. Ἐπανεκλεγέντες καί πρωτοεκλεγέντες. Καί τούς καλωσορίζουμε ἤ τούς ξαναβλέπουμε στήν περιπέτεια τοῦ δημόσιου βίου πού ἐπέλεξαν ἀλλά καί τούς ἐπέλεξαν. Τοῦ δημόσιου βίου… Νά τί λέει ὁ Παναγιώτης Κανελλόπουλος πού κόσμησε μέ τό πνεῦμα του αὐτήν τήν αἴθουσα γιά τό δημόσιο βίο προλογίζοντας τό ἔργο του Ἱστορία τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδος: “Τό ἱστορικό τοῦτο δοκίμιο τό χρωστοῦσα στόν ἑαυτό μου. Ἤθελα καί ἔπρεπε νά γνωρίσω κάπως καλύτερα τόν ἀρχαῖον Ἕλληνα, καί εἰδικώτερα, τά βήματα πού ἔκαμε στό δρόμο, ὅπου στήνονται οἱ πιό πολλές ἐνέδρες. Ὁ δρόμος αὐτός εἶναι ὁ δημόσιος βίος, ἡ πολιτική. Ὁ Ἕλλην εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖνος πού ἔκαμε τόν βίο τοῦ ἀνθρώπου δημόσιο. Πρίν ἀπό τόν Ἕλληνα, οὔτε ὁ πανίσχυρος Ἕνας, ὁ ἀπόλυτος κύριος μιᾶς χώρας, δέν ἦταν δημόσιος. Ὁ Φαραώ ἦταν κρυμμένος.”

Σέ αὐτή τήν πορεία δέν εἴμαστε μοναδικοί, οὔτε πρωτοφανεῖς. Ἀποτελοῦμε ἱστορικά ἕνα προσωρινό κομμάτι, ἐμεῖς “τά βιαστικά καί ἄπειρα ὄντα τῆς στιγμῆς”, τοῦ κοινοβουλευτισμοῦ στή χώρα μας, πού ἀπό πολύ νωρίς, ἀκόμα καί γιά τά Εὐρωπαϊκά δεδομένα, καθιερώθηκε κυρίως μετά τό 1844. Ἡ πρόδρομη περιγραφή τοῦ κομματικοῦ φαινομένου, ἤ μᾶλλον τῶν φατριῶν πού προηγήθηκαν, γίνεται τό 1812, ὅταν ὁ περιηγητής Χένρι Χόλλαντ εὑρισκόμενος εἰς τά Ἰωάννινα πληροφορήθηκε ἀπό τόν Ἰωάννη Βηλαρᾶ τήν ὕπαρξη τῶν τριῶν ρευμάτων στήν Ἑλλάδα: Οἱ ἔμποροι, οἱ νησιῶτες καί οἱ Μωραΐτες συμπαθοῦν τούς Ἄγγλους, οἱ Ρουμελιῶτες καί οἱ ἐγγράμματοι τούς Γάλλους, τά λαϊκά στρώματα καί ὁ κλῆρος τήν Ρωσσία.

Ἀξίζει νά θυμηθοῦμε πώς ἡ Ἑλλάδα εἶναι ἀπό τίς πρῶτες χῶρες στόν κόσμο πού καθιερώνουν τό κοινοβουλευτικό σύστημα καί τήν καθολική ψηφοφορία τῶν ἀρρένων πολιτῶν, ἀσχέτως περιουσίας. Καί αὐτό τό δημοκρατικό κοινοβουλευτικό καθεστώς ἐμβολιάσθηκε στό πολύ ἀρχαιότερο καί καλά ἑδραιωμένο κοινωνικοπολιτικό σύστημα τῆς πατρωνείας… Ὁ ἐμβολιασμός γέννησε ἔτσι ἕνα ἰδιότυπο καί ἐξισωτικό μεῖγμα δημοκρατίας καί πελατειακοῦ συστήματος. (Γ. Β. Δερτιλῆς, Ἱστορία τῆς Νεότερης καί Σύγχρονης Ἑλλάδας, σ. 593.) Νά γιατί, ὅταν μιλᾶμε καί ἐπιδιώκουμε τήν ἰσχυρή Ἑλλάδα, κυριολεκτικά δέν ζητοῦμε ἐπιστροφή στήν κανονικότητα, ἀλλά προσπάθεια κατάκτησης τῆς κανονικότητας, χωρίς φυσικά νά ἀρνούμαστε ἕνα ἱστορικῶν διαστάσεων ἔργο ἐδαφικῆς ἐπέκτασης καί οἰκονομικῆς ἀνόρθωσης τῆς χώρας, πού ἐπιτελέστηκε, παρά τούς ἑπτά πολέμους, τούς τέσσερεις ἐμφυλίους καί τίς ἑπτά πτωχεύσεις. Τό Κοινοβούλιο καί ἡ ἀντιπροσωπευτικότητα, αὐτό δηλαδή πού ὁ Ἀλέξανδρος Σβῶλος χαρακτήρισε ὡς τό ὕπατο δεῖγμα τῆς σοφίας τῶν ἀνθρώπων, τό ultimum sapientiae, ὡστόσο δέν βγαίνουν ἀλώβητα ἀπό τήν κρίση. Ἀπεναντίας ὑπέστησαν τεράστιο πλῆγμα κυρίως ἀποξένωσης τοῦ λαοῦ, ἀλλά καί ἐπιπτώσεων ἀπό τό σφιχταγκάλιασμα τῆς ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας.

Κι ἄν ἡ ὁμιλία κάθε νεοεκλεγμένου Προέδρου τῆς Βουλῆς ὀφείλει νά ὑπογραμμίσει πώς θά συνεχισθεῖ ἤ θά διορθωθεῖ καί προφανῶς θά διευρυνθεῖ τό πολύπτυχο καί πολυσήμαντο ἔργο τῆς Βουλῆς στίς διεθνεῖς της σχέσεις, στήν παρακολούθηση τῆς διπλωματικῆς διεκδίκησης τῶν ὀφειλῶν ἀπό τούς παγκοσμίους πολέμους, στήν παιδευτική της ἀποστολή, στή διάδοση τῆς γνώσης τῆς πολιτικῆς μας ἱστορίας, στήν τηλεοπτική της παρουσία, στούς πολύτιμους στόχους τοῦ Ἱδρύματος τῆς Βουλῆς γιά τόν Κοινοβουλευτισμό καί τή Δημοκρατία καί τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν δύο αἰώνων ἀπό τό 1821, καί ὅλα αὐτά καί ἄλλα πολλά μέ τή βοήθεια τοῦ συγκροτημένου προσωπικοῦ της, ἄλλο τόσο καί περισσότερο, σέ αὐτή τή συγκυρία, χρέος μας εἶναι νά συμβάλλουμε, ὥστε στά μάτια καί στή συνείδηση τῶν πολιτῶν ἡ Βουλή νά ἀνατρέψει τήν εἰκόνα ἀπαξίωσής της, φιλοδοξώντας νά γίνει ὁ κοινοβουλευτικός πυλώνας τῆς ἀνόρθωσης τῆς χώρας. Στόχος πολύ δύσκολος, τιτάνιος θά ἔλεγα, ἀλλά ἄς φροντίσουμε νά μήν ἀποδειχθεῖ καί σισύφειος!

Τό ἔργο τῆς Βουλῆς ἔχει μία ἰδιοτυπία. Καί δέν ὁμιλῶ γιά τίς ἐπιμέρους πολυσχιδεῖς ἁρμοδιότητές της. Ὁμιλῶ γιά τήν πολιτική της ὑπόσταση, γιά τήν συνωνυμία της μέ τό πολιτικό σύστημα καί τίς καταφορές πού αὐτή ἡ συνωνυμία προκαλεῖ. Τό ἔργο τῆς Βουλῆς, λοιπόν, δέν εἶναι βασικά ποσοτικό ἀλλά ποιοτικό. Ἡ Κυβέρνηση ἐπιδιώκει νά βελτιώσει τούς ρυθμούς ἀνάπτυξης. Αὐτό εἶναι μετρήσιμο. Νά ἀξιοποιήσει περισσότερο τό Π.Δ.Ε. Αὐτό εἶναι μετρήσιμο. Νά μειώσει τήν ἀνεργία. Αὐτό εἶναι μετρήσιμο. Ἡ Βουλή ὅμως δέν θά κριθεῖ ἀπό τόν ἀριθμό τῶν ἐρωτήσεων ἤ ἐπερωτήσεων πού θά ὑποβληθοῦν, ἀλλά ἀπό μία βαθύτερη ποιοτική διεργασία στή λειτουργία της καί στόν προορισμό της.

Νά γιατί στή Βουλή δέν πρέπει διαχρονικά νά ἔχει θέση καμμία ἀδιάλλακτη ἐκδοχή τοῦ σκληροῦ πλειοψηφικοῦ κοινοβουλευτισμοῦ! Νά γιατί πρέπει νά ἐκφράσουμε, ὅσο μποροῦμε, τήν ἔννοια τῆς ἐλεύθερης ἐντολῆς τῶν βουλευτῶν, νά γιατί ὀφείλουμε νά τηρήσουμε κανόνες καλῆς νομοθέτησης στή νομοπαραγωγική διαδικασία, κόντρα στήν πολυνομία καί στήν κακονομία, νά γιατί καλούμεθα νά ἀποποιηθοῦμε τήν ἐμπαθῆ καί τυφλή καί τήν προφανῶς ἀβάσιμη, ὅταν εἶναι προφανῶς ἀβάσιμη καί τό ξέρουμε, μετατροπή κοινοβουλευτικῶν διαδικασιῶν σέ γκιλοτίνες διαβολῆς ἤ δικονομικῆς ἐξόντωσης πολιτικῶν ἀντιπάλων, νά γιατί ἀξίζει νά ἀσκοῦμε ὑπεύθυνο καί τεκμηριωμένο Κοινοβουλευτικό Ἔλεγχο, νά γιατί δέν μποροῦμε νά δεσμεύουμε συστηματικά τίς μελλοντικές Βουλές, νά γιατί ὀφείλουμε νά ὁλοκληρώσουμε ὡς Ἀναθεωρητική Βουλή, μέ θεσμικό τρόπο, τή Συνταγματική Ἀναθεώρηση! Ἄν ἡ Κυβέρνηση μετά τήν πρόσφατη ἐντολή τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ καλεῖται σέ πολλαπλές βελτιώσεις καί ἀνασυγκροτήσεις, ἡ ἀποκατάσταση τοῦ κύρους τοῦ Κοινοβουλίου εἶναι ἐξίσου, ἄν ὄχι ἐπιτακτικότερη, ἀνάγκη. Καλούμαστε νά λειτουργήσουμε ἐλεύθερα καί δημοκρατικά, σοβαρά καί ὑπεύθυνα, καί ὀφείλω, διευθύνοντας τίς ἐργασίες τοῦ Σώματος, ὡς Πρόεδρος ὅλων τῶν πτερύγων τῆς Βουλῆς, ὅπως ἕνας συνεπής Νεοδημοκράτης κάλλιστα μπορεῖ νά εἶναι, μέ τή συνεργασία τῶν Ἀντιπροέδρων πού θά ἐκλεγοῦν ἀργότερα, νά μεριμνῶ γιά τή διασφάλιση τῆς ἀνεμπόδιστης διεξαγωγῆς τῶν συνεδριάσεών του, τήν κατοχύρωση τῆς ἐλεύθερης γνώμης καί ἔκφρασης ὅλων τῶν βουλευτῶν, καί τήν τήρηση τῆς τάξης. Καλούμαστε συνεπῶς νά εἴμαστε χρήσιμοι καί γόνιμοι, ὄχι προφανῶς συμφωνώντας σέ ὅλα, ἀλλά μέσα ἀπό μία πολιτική ἀντιπαράθεση πού ἐξελίσσεται σέ μορφή ἐλευθερίας. Καί γιά νά θυμηθοῦμε τόν Δημήτρη Τσάτσο: “Τί σημαίνει ὅμως ‘ἀντίπαλοι’; Ἡ λέξη ἐκφράζει δύο ἐξίσου σημαντικά στοιχεῖα: Πρῶτο, σημαίνει ἀντίθεση πολιτική ἤ (καί) ἰδεολογική. Δεύτερο, ὅμως, σημαίνει καί ἀποδοχή τῆς κοινῆς διαδικασίας, τῶν κανόνων τοῦ παιχνιδιοῦ. Σημαίνει τελικά ἀποδοχή καί ἀναγνώριση τοῦ ἀντιπάλου! Ἀπό τήν ὥρα πού ἡ σχέση τῶν ἀντιπάλων γίνεται σχέση ἐχθρῶν, τότε παραμένει βέβαια ἡ ἀναγκαία γιά τή δημοκρατία ἀντίθεση, χάνεται ὅμως ἡ ἐξίσου ἀναγκαία γιά τή δημοκρατία ἀποδοχή τῶν διαδικασιῶν, τῶν κανόνων τοῦ παιχνιδιοῦ καί τελικά τοῦ ἀντιπάλου. Ἡ ἀντιπαράθεση ἀντιπάλων στεριώνει τή δημοκρατία, ἡ σύγκρουση ἐχθρῶν μέσα στό χῶρο της εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ τέλους.” (Δ. Τσάτσος, Ἡ Κρίση τοῦ Πολιτικοῦ Λόγου, Ἐκδόσεις Θεμέλιο 1983, σ. 69.)

Κυρίες καί κύριοι συνάδελφοι, πρίν 25 αἰῶνες ἕνας ταπεινός πωλητής χαλκοῦ ρωτοῦσε τό Δία καί τή Διώνη στό μαντεῖο τῆς Δωδώνης “εἰ ἐν λιμένι χαλκοπωλέομεν;” –ἄν θά πρέπει δηλαδή νά ἀσκήσει τό ἐπάγγελμά του στό λιμάνι. Καί κάποιος ὀνόματι Ἐπιλυτός “ἐπερωτήι τόν Δία τόν Νάιον καί τάν Διόναν τί ποιῶν εὐτυχιοῖ καί πότερα τάν Φαινομέναν γυναῖκα λάβω ἤ ἄλλαν” –δηλαδή ὁ Ἐπιλυτός ρωτάει τούς θεούς γιά τό ἄν θά ἔχει εὐτυχία καί ἄν θά πρέπει νά ἐπιλέξει γιά γυναῖκα του τήν Φαινομένη ἤ ἄλλη. Βλέπουμε πώς οἱ ἀνάγκες καί οἱ ἀγωνίες τῶν ἀνθρώπων εἶναι οἱ ἴδιες, μόνο πού τώρα οἱ λύσεις βρίσκονται ἀπό ἐμᾶς τούς ἴδιους, καί ὄχι ἀπό τόν Κεραύνιο Δία. Γι’ αὐτό καί πρέπει νά ἐγκαταλείψουμε τήν πρωταρχία καί τήν ἀποκλειστικότητα τῆς τεχνολογίας τῆς πολιτικῆς πού ἀξιοποιεῖ λυσσωδῶς τό πολιτικό marketing καί νά καταφύγουμε στίς ἀπαρχές τῆς πολιτικῆς, στήν τέχνη δηλαδή τῆς πολιτικῆς, στήν πράξη, στή δουλειά, στό ἀποτέλεσμα. Νά κάνουμε δηλαδή καί ὡς Κοινοβούλιο πολιτικά πιό βαρύνουσα διαδικασία τόν ἀπολογισμό τοῦ Κράτους ἀπό τόν Προϋπολογισμό. Ἀλλά αὐτό σημαίνει πώς ἡ πολιτική ξαναγίνεται αὐτό πού ἐλάχιστοι σήμερα πιστεύουν πώς εἶναι, καί αὐτό ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἔμπνευση, τήν ἀφοσίωση καί τήν πεποίθηση ὅλων μας, καί δέν εἶναι θέμα Κανονισμοῦ τῆς Βουλῆς, οὔτε κἄν τοῦ Συντάγματος. Διακινδυνεύω τελειώνοντας τήν ὁμιλία μου νά θεωρηθῶ ἀφελής, ἤ, ἀκόμη χειρότερα, ὑποκριτής, παραθέτοντας ἕναν καταγεγραμμένο διάλογο γιά τήν ἀξία καί τήν οὐσία τῆς ἀνάμειξης στήν πολιτική, ἀνάμεσσ σέ ἕναν πατέρα καί σέ ἕνα γυιό, πού περιέργως μέ συγκινεῖ ὅσο ὅταν τόν πρωτοδιάβασα στά πολύ νεανικά μου χρόνια:

– «Ἄκουσε Κώστα

Δέν εἶσαι καμωμένος γι’ αὐτό τό ἐπάγγελμα. Σέ ξέρω, ἔχεις χαρακτῆρα: ἀδιάλλακτος, ἀλύγιστος, ὅ,τι χρειάζεται γιά νά σπάσης τά νεφρά σου. Αὐτό δέν εἶναι κατηγόρια, Κώστα, ἀντίθετα. Μ’ ἀρέσεις, τέτοιος πού εἶσαι, σέ παραδέχομαι, γι’ αὐτό ἀκριβῶς… Ἤ θά συμβιβασθῆς, θά δεχθῆς συναλλαγές, κομπίνες, ὑποκρισίες, καί δέν θά εἶσαι πιά ὁ Κώστας ἤ θά κρατήσης τήν ἀκαμψία σου, τήν ὡραία σου ἀκαμψία, καί θά ἀποτύχης.

Ἔχεις, δόξα στό Θεό, ἕνα ἐπάγγελμα, ἕνα καλό ἐπάγγελμα ὅπου μπορεῖς νά πετύχης, χωρίς μαζί καί νά ἐξευτιλιστής, Κώστα, νά μή ξεπέσης στά ἴδια σου τά μάτια. Σκέψου το, ἀκόμη, πρίν τοῦ παραδώσης τ’ ὄνομά σου… τ’ ὄνομά μας.

Γιά νά ἀπαντήσει ὁ γιός:

– Ἄν πιστεύης πώς σκέφτηκα τόν ἑαυτό μου. Ποτέ μου δέν ὑπολόγισα, ποτέ μου δέν λογάριασα οὔτε τήν ἐπαγγελματική ἐπιτυχία, οὔτε τό γόητρο, οὔτε τόν καλό γάμο, οὔτε τίποτα ἀπ’ αὐτά πού φαίνεται νά πιστεύης. Ἄν πρόκειται γιά νά τακτοποιηθῶ, νά ἀποκατασταθῶ, πρέπει νά τό πάρης ἀπόφασι: δέν θά εἶμαι ποτέ λογικός –κατά τόν τρόπο αὐτό. Ἄν ἔχω φιλοδοξία, αὐτή ἀποβλέπει ἀλλοῦ, ὑπερβαίνει κατά πολύ τόν ἑαυτό μου. Τί ἀφέλεια, ἐ; Εἶμαι ἀφελής! Στοχάζομαι πώς δέν δικαιώνεται ἡ παρουσία τοῦ ἀνθρώπου πάνω στή γῆ, μέ τό νά καλλιεργῆ μιά περιορισμένη προσωπική εὐτυχία. Εἴμαστε ὁ καθένας ἕνας ἄνθρωπος ἀνάμεσα στούς ἄλλους ἀνθρώπους, τό ξέρεις καλά αὐτό, τό ἔχεις ὁ ἴδιος ἀρκετά ἀποδείξει. Μά ὁ καθένας ἀναλίσκεται κατά τόν τρόπο του, κατά τόν καιρό του, κατά τίς περιστάσεις. Σήμερα, καί γιά μένα ἡ πολιτική μοῦ προσφέρει αὐτή τήν τύχη. Θά ἤθελα νά ἀφιερωθῶ στούς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ μου, γι’ αὐτούς καί διά μέσου αὐτῶν θά ἤθελα νά δικαιώσω τό πέρασμά μου ἀπό τόν κόσμο αὐτό…

Τό ζήτημα λύθηκε μεταξύ τους, ὄχι ἀπό μιά νέα συζήτησι, οὔτε ἀπό τή μητέρα, οὔτε ἀπό κανέναν ἄλλο, ἀλλ’ ἀπό τόν τῦφο. Ἐπί δύο μῆνες, ὁ γιός δέν ἄφησε τίς Σέρρες. Μιά φορά μονάχα γύρισε στήν Πρώτη καί ξανάδε τόν πατέρα του. Μερικές μέρες ἀργότερα, χτυπημένος ἀπότομα ἀπό τήν ἀρρώστεια, ὁ Γεώργιος Καραμανλῆς πέθαινε.

– Συχνά, ἐμπιστεύεται ὁ Πρόεδρος στόν συνομιλητή του, εἶχα τό αἴσθημα πώς ὁ πατέρας μου πέθανε μ’ αὐτή τήν πίκρα στήν καρδιά. Σκεφτόταν πώς τή μιά ἤ τήν ἄλλη μέρα, ἀσφαλῶς ὅμως, θά παράκουγα τίς συμβουλές πού μοῦ εἶχε δώσει. Συχνά ἐπίσης, σ’ ὅλη μου τή ζωή, ἀναθυμήθηκα τά λόγια του. Καί κάθε φορά ἀναρωτήθηκα ἄν, ἀπό τούς δυό μας, δέν ἦταν ἐκεῖνος πού εἶχε δίκιο». (Μωρίς Ζενεβουά, Ἡ Ἑλλάς τοῦ Καραμανλῆ, ἤ Ἡ Δημοκρατία Δυσχερής;, Ἀθήνα 1972, σελ. 95-101.)

Εἶναι προφανές πώς πιστεύω ὅτι δίκαιο εἶχε ὁ γυιός, ὁ μετέπειτα Πρωθυπουργός καί Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας Κωνσταντῖνος Καραμανλῆς, ἀλλά γιά νά γίνει αὐτό τό δίκαιο ἀντιληπτό καί ἀποδεκτό πάλι πρέπει ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς καί κάθε μία ξεχωριστά νά τό ὑποστηρίξουμε ἀναλογιζόμενοι τήν ἀπαράμιλλη τιμή πού μᾶς ἔκανε ὁ ἑλληνικός λαός ἐκλέγοντάς μας. Γιά νά τό πῶ διαφορετικά καί συντομότερα: Τώρα πού γίναμε αὐτό πού θαυμάζαμε, πόσοι ἄραγε θαυμάζουν αὐτό πού γίναμε;».

Κεντρικό θέμα