Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 9 Ἰουλίου 1923
Τά ξυράφια τῶν κουρέων ἀπασχολοῦν τώρα, μέ τήν σειράν των, τήν Ἀστυνομίαν. Πολλοί συμπολῖται ἔπαθαν, φαίνεται, ἐσχάτως ἀπό δερματικά νοσήματα τοῦ προσώπου, σταφυλοκοκκικῆς προελεύσεως. Καί ἡ ἐπιδημία ἀπεδόθη εἰς τά ξυράφια. Ἐπιθεώρησις, λοιπόν, τῶν κουρείων καί ἐξακρίβωσις ἐάν καί κατά πόσον τηροῦνται εἰς αὐτά οἱ κανόνες τῆς ἀσηψίας καί τῆς ἀντισηψίας. Συντόμως θά πληροφορηθῶμεν τά ἐξαγόμενα τῆς ἐπιθεωρήσεως καί τά ἐπιβληθέντα μέτρα καί θά ἡσυχάσωμεν πάλιν, ἕως ὅτου τά πρόσωπα τῶν συμπολιτῶν νά προσβληθοῦν ἐκ νέου ἀπό τούς σταφυλοκόκκους. Καί τότε θά ἐπαναληφθῇ πάλιν ἡ ἴδια ἱστορία καί θά ἐξακολουθήσωμεν διασκεδάζοντες. Ἐν τῷ μεταξύ οἱ κουρεῖς δέν πιστεύουν καί πολύ εἰς τούς σταφυλοκόκκους.
– Καλέ, δέ βαρυέσθε, κύριε!– μοῦ ἔλεγεν ὁ δικός μου. Αὐτά τά ἐξανθήματα εἶνε τοῦ αἱμάτου. Σῶμα εἶνε αὐτό! Τά γεννάει. Ζέστη, βλέπετε, οἱ ἄνθρωποι παρατρῶνε καί παραπίνουνε, αἷμα δέν παίρνουνε πειά, ὅπως ἔπαιρναν οἱ παλαιοί. Τί περιμένετε; Ἀνάβουν τά αἵματα. Καμμιά φορά εἶνε καί ἡ τρίχα, πού ξαναγυρίζει μέσα στό πετσί καί κάνει σπιθουράκια, ἕνεκα τό κόντρα, βλέπετε, ποῦ γυρεύουν οἱ πελάτες. Στήν ἐπιστήμη μας τά βλέπουμε συχνά αὐτά τά πράματα. Τώρα βγάλανε, λέει, τούς σταφυλοκόκκους. Ποῦ βρεθῆκαν οἱ σταφυλόκοκκοι; Ἀκόμα δέ βγήκανε τά σταφύλια καί βρέθηκαν οἱ σταφυλόκοκκοι στά ξυράφια μας;
Ἀφοῦ μοῦ ἀνέπτυξε τήν αἰτιολογίαν καί τήν παθογένειαν –ὅπως λέγουν καί οἱ ἰατροί– τῶν ἐπιπολαζουσῶν δερματοπαθειῶν, ἔκαμε καί τήν ἀπολογίαν τοῦ ξυραφιοῦ του.
– Εἰδεμή ἐμεῖς, ποῦ λέτε, τά ξυράφια μας, τά κρατοῦμε καθαρά. Ἔχουμε, καθώς βλέπετε, ἐδῶ τό βάζο μέ τό φονικόν ὀξύ, ποῦ τά βουτᾶμε, πρίν τά βάλουμε στό πρόσωπο τοῦ πελάτη.
Καί, ἀφοῦ συνεπλήρωσε τήν σαπουνάδαν ἐπί τοῦ προσώπου μου, ἐβάπτισεν ἱεροτελεστικῶς τό ξυράφι του τρίς εἰς τό «φονικόν» ὀξύ, ἐνῷ τά χείλη του ἐσάλευαν, ὡς ν’ ἀπήγγελλεν ἐνδομύχως: «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Καί μέ τήν ἀπόλυτον πεποίθησιν πλέον, ὅτι τό «φονικόν» ὀξύ εἶχε φονεύσει ὅλα τά μικρόβια, ἐπεδόθη εἰς τήν ἐγχείρησιν.
-Δέν μοῦ λές, σέ παρακαλῶ, παιδί μου; τόν ἠρώτησα. Μήπως ἔχεις ξυρίσει κανένα πεθαμένο μ’ αὐτό τό ξυράφι;
-Αὐτό δέν γίνεται ποτέ, κύριε! μ’ ἐβεβαίωσε. Καί ἄν τύχῃ καί περιποιηθοῦμε καμμιά φορά κανένα μακαρίτη, τά ἐργαλεῖα καταστρέφονται. Τίμια πράγματα! Ὄχι, δηλαδή, πώς εἶνε κανένας κίνδυνος. Ὅταν πεθάνῃ ὁ ἄνθρωπος, φεύγουν ἀπό ἐπάνω του οἱ ψύλλοι καί ὅλα τά μικρόβια. Ἀλλά ἡ ἰδέα βλέπετε…
Ὁ νεαρός ἐπιστήμων, ὁ ὁποῖος εἶχε τήν πεποίθησιν ὅτι τά μικρόβια φεύγουν ἀπό τόν νεκρόν, μαζῆ μέ τούς ψύλλους, δέν ἐπίστευε οὔτε εἰς τάς πτωμαΐνας.
-Γι’ αὐτό, βλέπετε, ἐξηκολούθησε, τό ξύρισμα τοῦ πεθαμένου κοστίζει πολύ. Δέν πάει μέ τήν διατίμησι. Ποιός θά πληρώσῃ τά ἐργαλεῖα, ποῦ πᾶνε χαμένα;
-Γιατί δέν ἔχετε, τοῦ εἶπα, χωριστά, ξυράφια γιά τούς πεθαμένους καί χωριστά γιά τούς ζωντανούς, νά μή τά πετᾶτε; Καί οἱ γιατροί, καθώς ξέρεις, ἔχουνε χωριστά ἐργαλεῖα γιά τάς ἐγχειρήσεις καί χωριστά γιά τάς νεκροψίας. Δέν πετᾶνε τά ἐργαλεῖα των. Ὁ πεθαμένος, βλέπεις, δέν ἔχει νά πάθῃ τίποτε ἀπ’ τόν ἄλλο πεθαμένο. Γιατί νά πετάξῃ, λοιπόν, τά ἐργαλεῖά του ὁ γιατρός;
Ὁ καλός νέος ἐσκέφθη λιγάκι –τό ἐπιχείρημά μου τοῦ εἶχε φανῇ πολύ λογικόν– ἀλλά δέν ἀπεδέχθη τήν οἰκονομίαν.
-Τέλος πάντων, τί τόν μέλλει τόν κουρέα, κύριε; Ἅπαξ πληρώνει ὁ ἄλλος, ποῦ πῆρε τήν κληρονομιά ἤ τήν προῖκα, ἐμεῖς θά τοῦ κάνουμε οἰκονομία;
-Τήν προῖκα, εἶπες; Τί γυρεύει στή μέση ἡ προῖκα;
Ὁ καλός νέος μοῦ ἐξήγησεν ἀμέσως τήν φράσιν του.
-Θέλω νά πῶ, κύριε, ὅτι τά ἀκριβώτερα ξυρίσματα εἶνε τοῦ πεθαμένου καί τοῦ γαμπροῦ. Ἑκατοστάρικο, τοὐλάχιστον! Μιά φορά, βλέπετε, πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος, μιά φορά παντρεύεται.
-Κάποτε παντρεύεται καί περισσότερες, παιδί μου…
Ὁ καλός νέος ἔκαμεν ἕνα φιλοσοφικόν μειδίαμα.
-Δέν σᾶς λέω, κύριε. Παντρεύεται καί δύο καί τρεῖς φορές. ᾙ ἄλλες ὅμως δέν ἐνδιαφέρουν τόν κουρέα. Στόν πρῶτο γάμο εἶνε γαλαντόμοι οἱ πελάται. Στούς ἄλλους… βάλ’ του ρήγανη. Πληρώνουνε μέ τή διατίμησι!
Ὅταν ἀπετέθη τό ξυράφι ἐπάνω εἰς τό μάρμαρον τοῦ κουρείου, εἶδα ὅτι ὄχι μόνον ἤμην ξυρισμένος, ἀλλά καί σοφώτερος. Καί, διά νά πληρώσω τό μάθημα ὡς εὐσυνείδητος ἄνθρωπος, ἔβαλα ἕνα γενναῖον ποσόν εἰς τήν παλάμην τοῦ δασκάλου μου.
Μήπως μέ τό καλό –μοῦ εἶπε κατάπληκτος– πρόκειται νά στεφανωθῆτε κύριε, νά σᾶς ποῦμε τά καλορροίζικα;
-Ὄχι, φίλε μου! τοῦ εἶπα. Θά προτιμοῦσα τούς σταφυλοκόκκους ἀπό τήν εὐτυχίαν αὐτήν. Ἑπομένως, δέν σέ πληρώνω ὡς γαμπρός.
-Ἀλλά;…
-Σέ πληρώνω, ὡς πεθαμένος ἀπό τώρα, γιά νά μή περιμένῃς τό θάνατό μου. Στόν ἄλλο κόσμο μπορεῖ, ἐπί τέλους, νά πάῃ κανείς καί ἀξύριστος.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ