ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ἡ Ἑλληνική Ἀστυνομία συνελάμβανε μαζί μέ τήν βοήθεια ὀκτώ εἰσαγγελέων τά μέλη τῆς μαφίας τῶν Χανίων –κάθε νομός στήν Ἑλλάδα ἔχει καί τήν μαφία του, αὐτήν τήν ἑξαετία– ἡ γῆ τοῦ Ρεθύμνου ὑποδεχόταν ἕνα ἄξιο τέκνο της, τό ὁποῖο «ἔφυγε» ἀπό τήν ζωή πλῆρες ἡμερῶν σέ ἡλικία 99 ἐτῶν.
Τόν Ἀρεοπαγίτη Μιχάλη Παπαδάκι. Στό νομικό κόσμο ἀλλά καί στό Ρέθυμνο ἀπό τό ὁποῖο καί ὁ ὑπογράφων ἕλκει τήν ἀπώτερη καταγωγή του (φύγαμε ἀπό ἐκεῖ τό 1860), τό ἐπώνυμο Παπαδάκις –μέ «γιῶτα» στήν κατάληξη παρακαλῶ, λέει πάρα πολλά. Στήν μεγάλη κοινωνία ἴσως καί ὄχι. Οἱ ἐπιτυχημένοι καμμιά φορά παραμένουν «ἄγνωστοι» σέ αὐτήν τήν δύσκολη χώρα. Ἀλλά δέν εἶναι ἄγνωστο τό παράδειγμα πού ἀφήνουν πίσω τους. Κάποια στιγμή τό ἀνακαλύπτουμε!
Ὁ Μιχάλης Παπαδάκις, ὁ ὁποῖος προερχόταν ἀπό ἱστορική καί ἐπιφανῆ οἰκογένεια τοῦ Ρεθύμνου (ὁ πάππος του Μιχαήλ μετεῖχε στίς ἐπαναστάσεις κατά τῶν Τούρκων στό Ἀρκάδι τό 1868 καί τό 1878 ἐκλεγείς πληρεξούσιος τῆς ἐπαναστατικῆς συνελεύσεως, Δήμαρχος καί Βουλευτής τοῦ Βενιζέλου, ὁ πατέρας του Μενέλαος μετεῖχε στήν ἐπανάσταση τοῦ Θερίσου τό 1905 καί πολέμησε στήν Μάχη τοῦ Μπιζανίου, ὁ ἀδερφός τοῦ πατέρα του Νικόλαος μετεῖχε τό 1916 ὡς ἐθελοντής ὑπό τόν Βενιζέλο στήν Ἐθνική Ἄμυνα τῆς Θεσσαλονίκης καί ἦταν εἰσαγγελέας τῆς ἕδρας στήν δίκη τῶν δωσιλόγων πρωθυπουργῶν, ἡ μητέρα του Ἄννα Γοβατζιδάκη προσέφερε ὑπηρεσίες στόν ἀγῶνα γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Ἠπείρου), ἦταν ὁ πρῶτος Πρόεδρος τοῦ ΑΣΕΠ. Μοῦ τόν γνώρισε τό 1994 ὁ ἀείμνηστος Ἀναστάσης Πεπονῆς σέ μιά δεξίωση μαζί μέ τήν ἐκπαιδευτικό ἐξαίρετη σύζυγό του Κατερίνα Βουρεξάκη καί τήν θυγατέρα του Ἀρτέμιδα.
Μοῦ μοιάζει σάν νά εἶναι θέλημα Θεοῦ τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός συμπτωματικά κηδεύτηκε στόν Μητροπολιτικό Ναό Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου τήν ἡμέρα πού τά γειτονικά Χανιά συγκλονίζονταν ἀπό τίς συλλήψεις μελῶν τῆς μαφίας καί δημοσίων λειτουργῶν, μελῶν τοῦ σκληροῦ πυρῆνα τοῦ κράτους. Ἡ ἀντιδιαστολή, πλήρης. Στήν μία πλευρά τοῦ νησιοῦ «κάρβουνο» καί στήν ἄλλη «διαμάντι». Διότι αὐτός ἦταν ὁ Μιχάλης Παπαδάκις. Ἕνα μεγάλο διαμάντι. Καί αὐτή εἶναι ἡ Κρήτη πού ἀγαπῶ.
Ἡ Κρήτη τῶν ἐθνικῶν ἀγώνων καί τοῦ ἤθους. Μιά Κρήτη πού λάμπει. Ἀκτινοβολεῖ. Ἐξαφανίζει ἀπό τό ὀπτικό πεδίο τούς παραβατικούς της.
Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἦταν ἀρεοπαγίτης. Ψηλός, λιτός, εὐθυτενής, ξεκινοῦσε κάθε πρωί κουστουμαρισμένος ἀπό τό σπίτι του στήν Κυψέλη καί ἄν δέν ἔβρεχε, γιά νά κάνει χρήση τοῦ ὑπηρεσιακοῦ αὐτοκινήτου, τό «ἔστρωνε» μέ τό πόδι καί περπατῶντας μέ ἕνα χαρτοφύλακα στά χέρια μέσῳ τῆς Πατησίων, ἔφθανε στό γραφεῖο του. Στόν πέμπτο ὄροφο τοῦ Ὑπουργείου Προεδρίας πού ἦταν ἡ προσωρινή ἕδρα τοῦ ΑΣΕΠ στήν ἀρχή, στήν ὁδό Ἀμερικῆς ὅπου μετακόμισε ἀργότερα καί στήν Λεωφόρο Ἀλεξάνδρας στό τέλος ὅπου ὡς ἐπίτιμο μέλος τῆς ἀρχῆς του εἶχε παραχωρηθεῖ γραφεῖο ἐφ’ ὅρου ζωῆς.
Ἀνώτατος Δικαστής χωρίς φρουρά καί παράτες, ὁ Παπαδάκις δέν ἦταν εὔκολος ἄνθρωπος. Προερχόμενος ἀπό τόν Ἄρειο Πάγο ὅπου ἔφθασε μέχρι τό ἀξίωμα τοῦ ἀντιπροέδρου μέ ἰσχυρό ἀποτύπωμα στήν διαμόρφωση τῆς νομολογίας τοῦ ἐργατικοῦ δικαίου ἦταν αὐτό πού θά ἔπρεπε νά εἶναι κάθε δικαστής: Μονήρης. Ἀπρόσιτος. Ἀπόμακρος. Σέ ὅλους τούς διαπιστευμένους ἐκείνης τῆς ἐποχῆς πού παρακολουθήσαμε τόν πρῶτο γραπτό διαγωνισμό γιά 2.341 προσλήψεις μονίμων στό Δημόσιο ἦταν «θέμα» ἡ δυσκολία τῆς ἐπαφῆς μαζί του. Γιά νά περάσεις τίς ἐξετάσεις του καί νά σέ κάνει συνομιλητή ἔπρεπε νά τοῦ ἀποδείξεις ὅτι ἀξίζεις. Ἡγεῖτο μιᾶς Ὁλομέλειας στήν ὁποία μετεῖχαν ἐξαίρετοι δημόσιοι λειτουργοί ὑψηλότατου κύρους. Μετεῖχαν δύο ἀκόμη Ἀρεοπαγῖτες πού μετεῖχαν καί στήν σύνθεση τοῦ Εἰδικοῦ Δικαστηρίου πού δίκασε τόν Ἀνδρέα Παπανδρέου, ὁ ἀείμνηστος ἀγαπημένος μου φίλος Βασίλης Λαμπρίδης καί ὁ Σπῦρος Πλουμῆς, ὁ καθηγητής τοῦ Πολυτεχνείου Γιῶργος Βέης, ὁ πρύτανις τῆς Διοικήσεως Βασίλης Ἀνδρονόπουλος, ἡ Νέλλη Σακελλαριάδου, ὁ Ἰωάννης Βασιλόπουλος, ἡ Εὐσταθία Μπεργελέ καί ἄλλοι.
Ὅπως θά ἔλεγε καί ἡ Ρεζάν ὁ καθένας του ἀπό μόνος ἦταν «ὑπόθεση». Ὅπως «ὑπόθεση» ἦταν καί πολλοί ἀπό τούς ὑπαλλήλους πού τήν συγκρότησαν: Ἡ γενική διευθύντρια Ἀντωνία Ντάρα, ὁ προϊστάμενος τῆς πληροφορικῆς Στάθης Σεμιτέλος, ἡ ἀποσπασμένη ἀπό τήν ΥΠΑ Ρούλη Μπελέκου κ.ἄ. Γρήγορα κατάλαβα ὅτι ἡ νέα αὐτή ἀνεξάρτητη ἀρχή, ἡ δεύτερη πού ἱδρύθηκε μετά τό ΕΣΡ, θά εἶχε πολύ «ψωμί», διότι ἦταν ὁ φρουρός τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ νόμου Πεπονῆ. Τό κόμμα τῶν ρουσφετιῶν συγκρουόταν πρώτη φορά μέ τό κράτος. Καί ὁ δημοκράτης βενιζελικός Παπαδάκις, μέ περγαμηνές στήν ἐθνική ἀντίσταση 1943-1945 καί στόν ἀντιδικτατορικό ἀγῶνα (ὡς δικαστής ἀπέρριψε τό αἴτημα διαλύσεως τῶν φοιτητικῶν συλλόγων), στάθηκε βράχος. Ἔκανε τήν δουλειά του καί κήρυσσε παράνομες τίς προσλήψεις πού γίνονταν σέ ΔΕΚΟ κατά παράβαση τοῦ νόμου. Τότε ὅμως δέν ὑπῆρχε «Διαύγεια» καί δέν δίνονταν στήν δημοσιότητα τά πορίσματα. Χρειάστηκε νά δώσω ἀγῶνα νά τόν πείσω νά μέ ἀφήνει νά κλείνομαι σέ ἕνα δωμάτιο καί νά μελετῶ τίς ἀποφάσεις τῆς Ὁλομέλειας πού ἦταν χρυσάφι εἰδήσεων ἀλλά καί μάθημα διοικητικοῦ δικαίου. Τίς φυλάσσω στό ἀρχεῖο μου ἕως σήμερα. (Δέν εἶναι καταχωρισμένες στήν πύλη τοῦ ΑΣΕΠ!)
Ἡ Ρεθυμνιώτικη ἀπώτερη καταγωγή μου καί τό πτυχίο τῆς Νομικῆς ἦταν μᾶλλον τό διαβατήριο ἀποδοχῆς γιά τόν Παπαδάκι. Ἔτσι τότε ἀποκαλύψαμε στήν «Ἀπογευματινή» τῆς περιόδου ἐκείνης τά πορίσματα γιά τίς παράνομες προσλήψεις πού ἔκανε ἡ κομματική διοίκηση τῆς «Ὀλυμπιακῆς Ἀεροπορίας», ἡ διοίκηση τοῦ ΟΠΑΠ, διοικήσεις Νοσοκομείων, Καταστημάτων Ἀφορολογήτων κ.ἄ.
Ἡ ὑπόθεση τῆς «Ὀλυμπιακῆς» μάλιστα πρέπει νά ἦταν ἡ βαθύτερη αἰτία πού ὁ Ἀνάστασης Πεπονῆς «ἔτριψε» στό πρόσωπο τοῦ Ἀνδρέα τήν παραίτησή του! Ἡ Κυβέρνηση κατέθεσε τροπολογία γιά τήν ἐξάλειψη τοῦ ἀξιοποίνου μετά τήν ἄσκηση ποινικῶν διώξεων εἰς βάρος κορυφαίων μελῶν τῆς διοικήσεως τῆς Ὀλυμπιακῆς πού εἶχαν «δόντι» στό «ἱπτάμενο» οἰκογενειακό περιβάλλον τοῦ πρωθυπουργοῦ, καί ὁ Πεπονῆς ἐξοργίστηκε.
Ὁ Παπαδάκις ἦταν ὁ φόβος καί ὁ τρόμος τῶν παρανομούντων τότε. Δέν καταλάβαινε τίποτε. Πάνω ἀπό τόν νόμο δέν ἦταν κανένας.
Οἱ ἐπιθεωρητές τοῦ ΑΣΕΠ Εὐθύμιος Βελώνιας καί Μιχάλης Σακλαμπανάκης, μέλη τῆς Ὁλομέλειας, ἦταν ὁ ἐφιάλτης τους. Τά πορίσματά τους διαβιβάζονταν στήν δικαιοσύνη καί ἀσκοῦνταν διώξεις. Ὁ Ρεθυμνιώτης παρέμεινε στό τιμόνι τοῦ ΑΣΕΠ ἀπό τό 1994 ἕως τό 2003. Ἦταν μιά σπουδαία περίοδος γιά τό κράτος δικαίου. Βοήθησε σέ αὐτό καί ἡ ἵδρυση τοῦ Συνηγόρου τοῦ Πολίτη τό 1997 ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ Νικηφόρου Διαμαντούρου στήν ἀρχή καί τοῦ Γιώργου Καμίνη μετά.
Συνέχισα νά βλέπω τόν Παπαδάκι καί νά μιλῶ τακτικά μαζί του καί μετά τήν ἀφυπηρετήσή του. Μερικές φορές τόν συναντοῦσα καί στό τελευταῖο γραφεῖο του, στήν Λεωφόρο Ἀλεξάνδρας, στό ΑΣΕΠ, ὅπου δώρισε ὁλόκληρη βιβλιοθήκη νομικῶν βιβλίων. Ἄλλοτε συμφωνούσαμε, ἄλλοτε διαφωνούσαμε, ἀλλά ὁ σεβασμός μου στό πρόσωπό του ἦταν δεδομένος καί ἀπεριόριστος. Μπορεῖ καμμιά φορά νά δυσκολευόταν νά «στρίψει» ὡς Πρόεδρος τοῦ ΑΣΕΠ γιατί ἄλλο νά εἶσαι δικαστής καί ἄλλο ἀνώτερο στέλεχος τῆς διοικήσεως, μπορεῖ ἄλλες φορές νά ἔκανε γρήγορα καί ἄλλες ἀργά ἀλλά ὁ προορισμός του ἦταν σταθερά ὁ ἴδιος: Ἡ δικαιοσύνη. Ἡ δίκαιη κοινωνία. Ἡ ἀξιοκρατία.
Ζῶντας καθημερινά τήν σήψη καί τήν παρακμή τοῦ σκληροῦ πυρῆνα τοῦ κράτους καί τήν παράδοσή του σέ ἄνομα συμφέροντα, γράφω σήμερα αὐτό τό κείμενο λύπης καί ἀποχαιρετισμοῦ περιέργως μέ χαρά. Μέ χαρμολύπη. Γιατί γράφω γιά κάτι πού σιγά-σιγά ἐκλείπει: Γιά ἕναν βράχο ἤθους καί ἐντιμότητας. Γιά ἕνα πρότυπο δημοσίου ἀνδρός. Γιά ἕναν δικαστή πρότυπο. Θά τόν θυμᾶμαι πάντοτε μέ ἀγάπη.