Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 6 Ὀκτωβρίου 1918
Εἰς μίαν τῶν τελευταίων περιπλανήσεών μου πρός ἀνεύρεσιν στέγης, μαζῆ μέ πολλά ἄλλα περιεργότατα πράγματα, συνήντησα καί τό Στοιχειωμένο Σπίτι. Τό Στοιχειωμένο Σπίτι δέν εἶχε τίποτε ἐξωτερικῶς, ποῦ νά πληροφορῇ τόν διαβάτην ὅτι ἦτο κατοικητήριον δαιμόνων. Ἦτο ἕνα σπιτάκι, ὅπως κάθε ἄλλο τῆς Ἀθηναϊκῆς ἐξοχῆς, περιτριγυρισμένον ἀπό χαμηλόν μανδρότοιχον, συνορεῦον πρός ἕνα ἄλλο σπιτάκι, τοῦ ὁποίου τά ἀνοικτά καί εὔθυμα παράθυρα, μέ τά ἁπλωμένα πολύχρωμα εἴδη τῆς πλέον χαρωπῆς κλινοστρωμνῆς, ἀποτέλουν χτυπητήν ἀντίθεσιν πρός τήν πένθιμον κλεισούραν καί τούς μισογκρεμισμένους σοβάδες τοῦ πρώτου. Καί ἄν ἕνα σπιτάκι διά νά εἶνε στοιχειωμένον ἀπαιτεῖται ὁπωσδήποτε νά εἶνε παλαιόν καί ἀκατοίκητον, ὑπό τήν ἔποψιν αὐτήν ὁ ἀλαφροΐσκιωτος διαβάτης κἄτι ἠμποροῦσε νά φοβηθῇ καί κἄτι νά μαντεύσῃ, μέ τήν βοήθειαν, ἐννοεῖται, καί τοῦ γειτονικοῦ μπακάλη.
Ὁ γειτονικός μπακάλης λοιπόν ὑπῆρξε καί δι’ ἐμέ ἡ λαμπάς, ποῦ μοῦ ἔφεξεν εἰς τά σκότη τοῦ μυστηρίου.
– Αὐτό τό σπιτάκι δέν νοικιάζεται; τόν ἐρώτησα.
– Νοικιάζεται, ἀφεντικό, μοῦ εἶπεν ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος. Κανένας ὅμως δέν τό νοικιάζει. Τρία χρόνια τώρα μένει ξενοίκιαστο. Εἶνε στοιχειωμένο, βλέπεις…
– Στοιχειωμένο;
– Ἔτσι λένε.
– Τοῦ λόγου σου, σά γείτονας ποῦ εἶσαι, τό εἶδες ποτέ τό στοιχειό;
– Ἐγώ δέν τό εἶδα. Δέν ἔχει νά κάνῃ ὅμως. Ἐγώ δέν εἶμαι ἀλαφροΐσκιωτος. Ἄλλοι, ποῦ εἶνε ἀλαφροΐσκιωτοι, τόν εἴδανε. Κατά τά μεσάνυχτα, λέει, τό στοιχειό, τυλιγμένο μ’ ἕνα μαῦρο σεντόνι, φανερώνεται ἀπάνω στό σαμάρι τῆς μάντρας. Καβαλλικεύει τή μάντρα καί χάνεται…
Ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος ἔκαμε τό σημεῖον τοῦ Σταυροῦ καί διέκοψεν ἔντρομος τήν διήγησίν του, μέ τά δόντια συγκρουόμενα ἀπό φρίκην. Ἔπειτα ἐπρόσθεσεν ἡσυχώτερος:
– Λένε πῶς μέσα σ’ αὐτό τό σπίτι καθότανε, ἐδῶ καί χρόνια, μιά γυναίκα, πού φαρμάκωσε τόν ἄντρα της, γιατί ἀγαποῦσε κἄποιον ἄλλον. Τώρα ὁ πεθαμένος βγαίνει κάθε νύχτα…
– Καί τί γυρεύει;
– Ξέρω κ’ ἐγώ τί γυρεύει; Αὐτά εἶνε μυστήρια πράγματα. Ποιός τά ξέρει;
Καί τῷ ὄντι ἦτο δυσκολώτατον νά μαντεύσῃ κανείς τί ζητεῖ κατά τάς μεσονυκτίους ὥρας ἕνας νεκρός σύζυγος εἰς τό σπίτι τῆς ζωντανῆς συμβίας του, ἡ ὁποία τόν ἑξαπέστειλεν εἰς τόν ἄλλον κόσμον. […] Ὁπωσδήποτε, τό γεγονός ἦτο ὅτι ὁ παράδοξος αὐτός σύζυγος ἐπέμενεν ἠλιθίως καί μετά θάνατον εἰς ὅ,τι ματαίως εἶχεν ἐπιμείνει καθ’ ὅλην τήν ζωήν του. Καί κανείς ἑπομένως δέν εἶχε τήν εὐχαρίστησιν, ἐγκαθιστάμενος εἰς τόν ἐναγῆ αὐτόν οἶκον, νά δέχεται τάς μεσονυκτίους ἐπισκέψεις τοῦ ἐρωτευμένου μακαρίτου.
Μοῦ ἔμενεν ὅμως, μέ ὅλα αὐτά, μία ἀπορία ἀκόμη. Τό σπίτι ἦτο ἀκατοίκητον. Ποῦ ἔμενε λοιπόν ἡ ἔνοχος, τήν ὁποίαν ἐπεσκέπτετο ὁ νεκρός; Ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος μοῦ ἔδωκε τάς ἀναγκαίας ἐξηγήσεις:
– Αὐτή κάθεται στό διπλανό σπίτι, μοῦ εἶπε. Τό φάντασμα ὅμως φανερώνεται στό ἄλλο. Ἀπό ’κεῖ, φαίνεται, κάνει καρτέρι, καί ὕστερα πηδάει τή μάντρα…
[…] Τό ἀξιοπερίεργον εἶνε ὅτι τό Στοιχειωμένο Σπίτι εὑρῆκε τόν ἐνοικιαστήν του. Καί τό πρᾶγμα εἶνε πολύ φυσικόν. Ὅταν κινδυνεύῃ κανείς νά μένῃ εἰς τούς δρόμους, ἀποφασίζει, ἐπί τέλους, νά συγκατοικήσῃ καί μέ φαντάσματα. Κατά σύμπτωσιν δέ ὁ ἐνοικιαστής ἔτυχε νά εἶναι καί φίλος μου.
– Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ! τοῦ εἶπα. Μεγάλος ὁ ἡρωισμός σου. Σέ στοιχειωμένο σπίτι ἐπῆγες νά καθήσῃς;
Ἐχαμογέλασεν, ὡς ἄνθρωπος εὑρισκόμενος ἐν πλήρει ἀσφαλείᾳ. Καί μοῦ ἐξήγησε τόν λόγον τῆς ἀνεξηγήτου ἀταραξίας του. Ποία ἀπογοήτευσις! Τό φάντασμα ἦτο, ἁπλούστατα καί πεζότατα, ὁ παπᾶς τῆς ἐνορίας, μισόκοπος Λευΐτης, ὁ ὁποῖος, ὡς ἄνθρωπος «σάρκα φορῶν», τά εἶχε ψήσει ἀπό τριετίας μέ τήν εὐλαβῆ καί φιλακόλουθον χήραν, τήν ὁποίαν ἔσπευδε κάθε νύκτα νά εὐλογήσῃ, πηδῶν τόν χαμηλόν μανδρότοιχον τοῦ γειτονικοῦ σπιτιοῦ, ἐκεῖθεν δέ διαπεραιούμενος εἰς τό ἐρωτικόν Θυσιαστήριον. Ἦτο δέ καί ὁ ἴδιος, ὁ ὁποῖος, μέ τό κῦρος τῆς μυστηριακῆς του ἐπιβολῆς, εἶχε δημιουργήσει τήν φήμην τοῦ στοιχειώματος μεταξύ τῆς ἐνορίας. […]
Ὁπωσδήποτε, πρός ἡσυχίαν καί τοῦ παπᾶ καί τῆς εὐλογημένης καί τοῦ μακαρίτου, ἐξουσιοδοτήθην νά δηλώσω ὅτι ὁ φίλος μου δέν εἶνε διατεθειμένος νά παρεμβάλῃ κανένα πρόσκομμα εἰς τήν περαιτέρω ἐξέλιξιν τοῦ μυστηρίου.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ