Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 11 Αὐγούστου 1919
Δύο θριαμβικά θήλεα, κατόπιν ἄλλα δύο, κατόπιν ἄλλα, εἰσώρμησαν ὡς θύελλα χαρᾶς, εἰς τό τράμ, μέ τά σεντόνια τοῦ λουτροῦ στά χέρια, μέ τήν δροσερότητα τοῦ κύματος εἰς τήν ἐπιδερμίδα, μέ τό ἔντονον φῶς τοῦ μεσημεριανοῦ Ἡλίου εἰς τήν ψυχήν. Τό τράμ ἐγέμισεν ἀπό γέλια, ἀπό ξεφωνητά, ἀπό κελαϊδήματα. Ἦτον ἡ γυναικεία ἀμεριμνομέριμνα εἰς ὅλον της τόν θρίαμβον.
Μέσα εἰς τό ἴδιον ὄχημα ἦσαν ἄνδρες, σκυφτοί ὑπό τό βάρος μεριμνῶν καί φροντίδων, ἄλλοι βυθισμένοι εἰς τήν ἀνάγνωσιν τῆς ἐφημερίδος των, ἄλλοι ἀναδιφῶντες μικρά κατάστιχα, γεμάτα ἀπό ἀριθμούς, ἄλλοι συζητοῦντες περί ὑποθέσεων, ἄλλοι ζητοῦντες ἀπό τό κενόν, εἰς τό ὁποῖον ἐπλανῶντο τά βλέμματά των, τήν λύσιν ἑνός δυσκόλου προβλήματος τῆς ζωῆς, πού ἦτον ἀδύνατον νά λυθῇ. Καί ἦσαν μεταξύ αὐτῶν καί νέοι ἀκόμη, χωρίς νεότητα, διότι τούς τήν ἀπερρόφα κἄποια φροντίς ἐξετάσεων, γραφείου, ἐπιδιωκομένης θέσεως, ὄνος αὐτός ὁ μελαγχολικός πρόλογος τοῦ ἀγῶνος τῆς ζωῆς, ὁ ὁποῖος διά τόν ἄνδρα ἀρχίζει ἀπό τά δεκαέξη του χρόνια καί δέν τελειώνει ποτέ. Ἡ εὐθυμία καί ἡ χαρά τῆς ζωῆς δέν ἀντεπροσωπεύετο μέσα εἰς τό κίτρινον ὄχημα παρά μόνον ἀπό τό θῆλυ, τό εὐλογημένον ἀπό τόν Θεόν.
– Ἰδού ἡ εὐτυχία! εἶπεν ἕνας ἀπό τούς ἀγωνιστάς τοῦ ἐπιουσίου. Τί ἔχουν νά σκεφθοῦν; Τίποτε! Ἡ ζωή τους προσφέρεται ἕτοιμη καί σερβιρισμένη μέ τόν ὡραιότερον τρόπον, ὡς ἐκλεκτό πιάτο εἰς τό τάμπλ-ντ’-ώτ, ὅπου δέν θά πληρώσουν κἄν, οὔτε τόν λογαριασμόν. Κελαϊδοῦν λοιπόν, ὅπως τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, περί τῶν ὁποίων φροντίζει ὁ πατήρ ὁ Οὐράνιος.
– Διατί ὄχι καί ὁ ἐπίγειος; τοῦ εἶπεν ἕνας ἄλλος. Τά εὔθυμα αὐτά πλάσματα ἠμπορεῖ νά εἶνε θυγατέρες ἤ τρυγόνες ἐφοπλιστῶν.
– Δέν εἶνε ἀπαραίτητον! ἀντέτεινεν ὁ ἄγνωστος. Ἠμπορεῖ νά εἶνε καί κορίτσια ἤ σύζυγοι ἤ ἀδελφαί τριακοσιαδράχμων ὑπαλλήλων. Τό ἴδιο κάνει! Ὁ ἄνδρας εἰς τήν οἰκογένειαν εἶνε ὑποχρεωμένος νά παίζῃ πάντοτε τόν ρόλον τοῦ ἐφοπλιστοῦ, ἀνεξαρτήτως τῆς πραγματικῆς του καταστάσεως.
– Δηλαδή;
– Νά ἐξασφαλίζῃ τήν χαράν καί τήν εὐθυμίαν εἰς τά θήλεα τῆς οἰκογενείας του! […]
– Εἶσθε ὑπερβολικός, κύριε! τοῦ παρετήρησε κἄποιος. Τά εὔθυμα αὐτά πλάσματα διαλαλοῦν μίαν ἀμεριμνησίαν, ἡ ὁποία δέν ἔχει καμμίαν σχέσιν μέ τά θλιβερά πράγματα, ποῦ περιγράφετε. Καί ἡ συζήτησις ἐξηκολούθει μέ αὐτόν τόνον. Ἐνῷ οἱ «ἄθλιοι» τοῦ κιτρίνου ὀχήματος διελέγοντο κατ’ αὐτόν τόν τρόπον, ἄλλο εὔθυμον πλᾶσμα ἐρρίφθη τώρα εἰς τό ἀναχωροῦν τράμ, ὡς φωτεινή βολίς, ἀποσπασθεῖσα ἀπό τό εὐτυχέστερον ἄστρον τοῦ στερεώματος.
– Μπαμπᾶ!… ἐφώναξεν ἀποτεινόμενον πρός τόν ἄνθρωπον, ποῦ εἶχεν ὁμιλήσει πρό ὀλίγου. Τώρα ἐπιστρέφεις κι’ ἐσύ;
– Τώρα, παιδί μου! εἶπεν ἐκεῖνος. Ἔρχομαι ἀπ’ τόν Πειραιᾶ. Πέντε ὧρες γυρίζω μέσα στόν ἥλιο καί πάλιν δέν ἐτελείωσα τή δουλειά μου. Εἶμαι πτῶμα…
– Δέν μοὔφερες ἐκεῖνο ποῦ σοῦ εἶπα! διεμαρτυρήθη τό δεσποινίδιον.
– Σοῦ τό ἔφερα, εἶπε μέ τόνον γλυκύπικρον ἐκεῖνος. Σοῦ τό ἔφερα, παιδί μου! Τό εὔθυμον πλᾶσμα, καθησυχᾶσαν, ἀνεμίχθη μέ τά ἄλλα εὔθυμα πλάσματα καί συνήνωσε τήν χαράν του εἰς τήν ζηλευτήν ἐκείνην ὀρχήστραν τῆς εὐτυχίας.
– Εἶνε κόρη μου! εἶπε πρός τούς ἄλλους ὁ ἄγνωστος. Ἔχω ἄλλες τρεῖς. Ἡ μητέρα τους κάμνει τά λουτρά της στήν Αἰδηψό. Ὑποχρεώσεις, βλέπετε… Καί ἐβυθίσθη εἰς ψυχοφθόρους σκέψεις, καθ’ ἥν στιγμήν ἀπό τό ἄλλο ἄκρον τοῦ ὀχήματος ἔφθανεν ἡ συναυλία τῆς Ὀλυμπίας ξενοιασιᾶς. Εἰς τήν συναυλίαν μετεῖχαν τώρα καί δύο σεβασταί δέσποιναι, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ μία γνωστή προμάμμη, ἀειθαλοῦς ἰδιοσυγκρασίας.
– Γι’ αὐτό δέ γερνοῦν ᾑ γυναῖκες! ξαναεῖπεν, ἀναστενάζων ὁ ἄγνωστος. Ἡ ξενοιασιά, βλέπετε, εἶνε τό μυστικόν τῆς ζωῆς. Καί τό γνωρίζουν κατά βάθος! […]
Καί ἐρώτησεν: Πές μου, ὡραία μου ἀρχόντισσα, ἐσύ ποῦ ξέρεις ὅλα τά μυστικά τῆς ἀγάπης. Ποιά ἀγάπη ἀρέσει περισσότερο στῇς γυναῖκες; Ἡ ὁρμητική σάν θύελλα ἤ ἡ γλυκειά καί ἥσυχη σἄν τό φῶς τῆς Σελήνης; Ποιά ἀπ’ ὅλες;
Καί ἡ ὡραία, σοφή καί πεπειραμένη γυναῖκα, ποῦ ἐγνώριζεν ὅλα τά μυστικά τῆς ἀγάπης, τοῦ ἀπήντησεν: Ἡ ξένοιαστη μεγάλε μου βασιλῃᾶ! Τό τράμ ἐπλησίαζε πλέον εἰς τήν στάσιν τῆς Ἀκαδημίας καί ὁ ἄγνωστος ἔκλεισε τήν ὁμιλίαν του μέ δύο λέξεις ἀκόμη.
– Ἡ ξενοιασιά, κύριοι, εἶνε τό μέγα μυστικόν τῆς εὐτυχίας. Καί εἶνε τό προνόμιον τῶν γυναικῶν. Ἐάν τό εἴχαμεν κι’ ἐμεῖς οἱ ἄνδρες, ὁ κόσμος θά ἐγέμιζεν ἀπό μικρά, χαρούμενα Χερουβείμ.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ