Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 11 Μαΐου 1925
ᾙ τέσσερες καρέκλες, ποῦ ὑπῆρξαν πάντοτε, ὡς γνωστόν, ἀπαραίτητες διά τήν εὐτυχίαν καί τήν ἀνάπαυσιν τοῦ Ἄλληνος ‒μία γιά τό κάθισμά του, μία γιά τά πόδια του, μία γιά τό καπέλλο του καί μία γιά τό ἀκούμπημα τῶν ἀγκώνων του‒ δέν ἀπέθαναν, ὅπως πιστεύουν οἱ περισσότεροι, οὔτε ἠμπορεῖ νά τάς ἀναζητήσῃ κανείς μόνον, ὡς μουσειακόν εἶδος, εἰς τήν συμβολικήν ἐπιφυλλίδα τοῦ «Ρωμηοῦ» τοῦ Σουρῆ.
Μετουσιώθησαν ἁπλῶς. Καί βεβαίως μέν δέν τάς συναντᾶ ὁ σημερινός Ἀθηναῖος εἰς τό καφενεῖον, ὅπου καί ἡ μιά καρέκλα διά τόν κάθε πελάτην ἀποτελεῖ δυσεύρετον πολυτέλειαν. Ἐάν προσέξῃ ὅμως λιγάκι, θ’ ἀνακαλύψῃ, ὅτι ὁ λαμπρός Ἕλλην ἐξακολουθεῖ νά ἀναπαύεται ἐπί τῶν τεσσάρων ἐραλδικῶν καρεκλῶν του παντοῦ καί πάντοτε. Καί ἐκεῖ ἀκόμη, ὅπου δέν ὑπάρχουν καθόλου καρέκλες.
Τήν εὐχάριστην αὐτήν ἀνακάλυψιν ἔκαμα χθές μέσα εἰς ἕνα ὄχημα τοῦ Ἠλεκτρικοῦ Σιδηροδρόμου. Ὁ συνταξιδιώτης Ἕλλην, ὁ ζηλωτής τῶν πατρίων, μέ εἶχε χρησιμοποιήσει, ἁπλούστατα, κατά τήν διαδρομήν, ὡς τήν μίαν ἐκ τῶν τεσσάρων καρεκλῶν, ἐκείνην δηλαδή, ποῦ χρησιμεύει γιά τό ἀκούμπημα τῶν ἀγκώνων.
-Δέν εἶνε δυνατόν, κύριε ‒τοῦ εἶπα‒ ν’ ἀκουμπήσετε κάπου ἀλλοῦ; Σᾶς ὑπενθυμίζω, ὅτι δέν εἶμαι καρέκλα.
-Μέ συγχωρεῖτε! μοῦ ἀπήντησε. Τί θέλετε νά κάμω; Οἱ ἄλλοι ἀκουμποῦν ἀπάνω σ’ ἐμένα, ἐγώ ἀκουμπῶ ἐπάνω σέ σᾶς, ἀκουμπῆστε κι ἐσεῖς στόν διπλανό σας. Ἔτσι θά οἰκονομηθοῦμε ὅλοι.
Κατ’ ἀνάγκην, ἀκούμπησα κι’ ἐγώ εἰς τόν γείτονά μου καί οἰκονομήθημεν ὅλοι.
Σέ λιγάκι ὅμως ἔννοιωσα κάποια ξένα πόδια ἐπάνω εἰς τά πόδια μου. Πονηρά παρεξήγησις, βέβαια, δέν ἠμποροῦσε νά χωρέσῃ. Ἐγύρισα ὁπωσδήποτε νά ἐξακριβώσω τί συμβαίνει. Ἄλλος Ἕλλην συνοδοιπόρος, ἐξασφαλίσας κἄποιο στραποντέν διά τό κάθισμά του, εἶχεν ἀναπαύσει τά ἄκρα του ἐπί τῶν δικῶν μου.
-Δέν τραβᾶτε λιγάκι τά πόδια σας; τοῦ εἶπα.
-Πῶς νά τά τραβήξω, φίλε μου; Ἐμούδιασαν καί εἶνε ἀδύνατον νά τά κινήσω. Κάμετε λιγάκι ὑπομονήν, παρακαλῶ.
Ἔκαμα ὑπομονήν μέχρι τοῦ ἀκραίου σταθμοῦ. Τί νά κάμω; Ἔπρεπε μοιραίως νά ἐκτελέσω τόν προορισμόν καί τῆς δευτέρας καρέκλας τοῦ Ἕλληνος. Ἐπί τέλους, κἄποιο κάθισμα ἐκενώθη καί ἐκάθισα. Ἐν τῷ μεταξύ εἶδα ἀναπαυόμενον ἕνα ξένον ψαθάκι ἐπί τῶν γονάτων μου.
-Δικός σας εἶνε τό ψαθάκι; Ἐρώτησα τόν παρακαθήμενόν μου.
-Σᾶς ἐνοχλεῖ; Μοῦ εἶπε.
-Παρακαλῶ…
-Ἔλεγα μήπως σᾶς ἐνοχλεῖ…
Καί τό ἀφῆκε νά ἀναπαύεται ἐπί τῶν γονάτων μου. Ἀφοῦ ἐξετέλεσα τόν προορισμόν καί τῆς τρίτης καρέκλας τοῦ Ἕλληνος ἀνέμενα ἀσφαλῶς πλέον, ὅτι θά ἐκτελέσω καί τόν προορισμόν τῆς τετάρτης. Πράγματι σέ λιγάκι ἄλλος Ἕλλην ἔσκυψεν εὐγενέστατα καί μοῦ εἶπε:
-Μοῦ ἐπιτρέπετε νά καθίσω κ’ ἐγώ;
-Ποῦ νά καθίσετε;
-Νά μοιρασθοῦμε, τέλος πάντων, τό κάθισμα. Θά στενοχωρηθῆτε λιγάκι, ἀλλά σ’ αὐτάς τάς περιστάσεις βλέπετε…
Ἐπροσπάθησα νά τοῦ κάμω θέσιν.
-Ἄν μπορεῖτε νά οἰκονομηθήτε… τοῦ εἶπα.
-Θά τά καταφέρουμε… θα τά καταφέρουμε… ἐψιθύρισε κατευχαριστημένος. Οὔτ’ ἐσεῖς εἶσθε πολύ παχύς, κ’ ἐγώ σχετικῶς εἶμαι ἀρκετά ἀδύνατος. Θά ἰδῆτε, ὅτι θά οἰκονομηθοῦμε μιά χαρά.
Καί ἐκάθισε, μέ τήν ἰδέαν, ὅτι κάθεται ἐπί τοῦ ἐκχωρηθέντος τμήματος τοῦ καθίσματος, ἐνῷ κατ’ οὐσίαν ἀνεπαύετο ἐπί τῶν γονάτων μου. Καί ἀνεπαύετο πολύ καλά.
-Εἴδατε; μοῦ εἶπε.
-Εἶδα! ἀνεστέναξα.
Εἶχα ἐκτελέσει τόν προορισμόν καί τῆς τετάρτης καρέκλας τοῦ Ἕλληνος. Καί εἶχα πεισθῇ, ὅτι ὁ λαμπρός Ἕλλην δέν ἔχασε ποτέ τάς ὡραίας του συνηθείας. Ἐξακολουθεῖ νά βρίσκῃ τῇς τέσσερες καρέκλες του καί ἐκεῖ ἀκόμη, ποῦ δέν ὑπάρχουν καθόλου καρέκλες.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ