Ἀπό τό Ἀρχεῖον τῆς Ἑστίας, 13 Ὀκτωβρίου 1918
Κατά τό 1897, νομίζω, ἐποχήν κατά τήν ὁποίαν ἐκάμαμεν τήν πρώτην μας γνωριμίαν μέ τήν περίφημον Γρίππην ἤ Ἰμφλουέντζαν, ὅπως ἐλέγετο, κατά προτίμησιν, τήν ἐποχήν ἐκείνην, ἕνας «ἐσχαρεύς», ἤγουν μάγειρος τῶν πληρωμάτων τοῦ Π. Ναυτικοῦ, εἶχεν ἐφαρμόσει μίαν προληπτικήν μέθοδον, τήν ὁποίαν δέν βλέπω ἀναφερομένην εἰς τάς δημοσιευθείσας ὁδηγίας. Καί ὅμως ἡ μέθοδος τοῦ ἐσχαρέως, διαδοθεῖσα εὐρύτατα, εἶχε θαυματουργήσει τότε, ἐάν δέ δέν ἔφθασε μέχρι τοῦ Ἰατροσυνεδρίου, ἔφθασεν ὅμως μέχρι τοῦ Ναυτοδικείου.
Ἀλλά, ἐπειδή ἀρχίζω νά γίνωμαι ἀκατάληπτος, ἄς φθάσω τό ταχύτερον εἰς τήν μέθοδον καί τήν ἱστορίαν τοῦ παλαιοῦ ἐσχαρέως. Ἦτο περίπου ἡ ὥρα αὐτή τοῦ ἔτους, οἱ νέοι μοῦστοι ἔβραζαν εἰς τά βαρέλια, ἀνεμένετο ἡ ἐπίσημος ἡμέρα «τῆς κάνουλας», ἡ ἐπέτειος δηλαδή τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, καί ἡ Ἰμφλουέντζα ἔκαμνε καί τότε θραῦσιν, ὅπως καί σήμερον. Ὁ ὑπαξιωματικός ἐσχαρεύς, ἐλλείψει ἄλλου προχείρου μαχίμου ὑπαξιωματικοῦ, εἶχεν ἐπιφορτισθῇ νά φρουρήσῃ μερικούς ὑποδίους τοῦ ἐπί τοῦ ἱστορικοῦ «Μεσολογγίου» ἐγκατεστημένου κατέργου, εἰς τούς ὁποίους εἶχεν ἀνατεθῇ κἄποια ἀγγαρεία τῶν ἔργων τοῦ Ναυστάθμου Σαλαμῖνος.
Ὁ καλός μας ἐσχαρεύς, εἰς ἕνα διάλειμμα τῆς ἐργασίας, παραλαβών τρεῖς γνωρίμους του ἐκ τῶν ὑποδίκων, διασήμους ντεγκυστατέρ τοῦ ρητινίτου, ὅπως καί αὐτός, ἀπεσύρθη μαζῆ τους εἰς ἕνα γειτονικόν μαγαζάκι, μέ τήν ἀποστολήν νά δοκιμάσουν τά νέα κρασιά. Τό νενομισμένον τεσσαροκονθήμερον τῆς ζυμώσεως τοῦ γλεύκους δέν εἶχε παρέλθει· τά κρασιά ἑπομένως ἦσαν ἀκόμη θολά, ὑπογλυκάζοντα καί προικισμένα μέ ὅλας τάς τρομεράς ἰδιότητας τοῦ «κουτελίτου». Ὁ ἐσχαρεύς ὅμως ἀπεφάνθη ὅτι τό βορειαδάκι, τό ὁποῖον εἶχε πνεύσει ἀπό τῆς προτεραίας, δέν ἦτο δυνατόν παρά νά ἔχῃ ἐπισπεύσει τήν ζύμωσιν.
– Πᾶμε! εἶπε. Τά κρασιά λαμπικάρανε. Θά ἰδῆτε!
Πράγματι, ὁ νέος ρητινίτης, ὁ ὁποῖος προσεκομίσθη εἰς τήν παρέαν, ἦτο διαυγέστατος καί ἐσπινθήριζεν ὡς καμπανίτης.
– Νά μᾶς φέρῃς τώρα καί κανένα σκορδάκι γιά μεζέ! διέταξεν ὁ ἐσχαρεύς.
Καί τό γλέντι ἤρχισεν. Ἀλλ’ οἱ ἀτμοί τοῦ νέου οἴνου, ἐνῷ ἐπενήργησαν ναρκωτικῶς ἐπί τοῦ ἐσχαρέως, εἰς τούς ὑποδίκους συμπότας ἐξήγειραν ὅλα τά ὡραῖα ἔνστικτα τῆς ἐλευθερίας. Καί τό ἀποτέλεσμα ἦτο, ὅτι ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος, ἀφυπνισθείς ἀπό ἕνα στιγμιαῖον ὕπνον τοῦ ποδαριοῦ, εὑρέθη μόνος του. Τί νά κάμῃ; Παρέλαβε λοιπόν τούς ὑπολειφθέντας καί ἐπέστρεψεν εἰς τόν Ναύσταθμον νά τούς παραδώσῃ.
– Πόσους ἔφερες; τόν ἠρώτησεν ὁ ὁπλονόμος.
– Ἐννέα, καί τρία τομάρια δώδεκα…, ἀπήντησεν.
Τά τρία τομάρια ἦσαν οἱ τρεῖς ἐπενδύται τῶν δραπετευσάντων, οἱ ὁποῖοι τούς εἶχαν ἀφήσει ἀμανάτι εἰς τόν ἔκτακτον δεσμοφύλακά των.
– Τί ἔγειναν οἱ τρεῖς ἄλλοι;
– Ξέρω ’γῶ τί ἔγειναν; Αὐτό παραξενεύομαι κ’ ἐγώ …
Τό πρᾶγμα ἔφθασεν, ἐννοεῖται, μέχρι τοῦ Ὀλύμπου τοῦ Διευθυντηρίου, ὅπου ὁ ἀείμνηστος Κουτσοῦκος, Ζεύς ὑψιβρεμέτης καί ἐρίγδουπος, ἤστραπτε, ἐβρόντα καί ξυνεκύκα τόν Ναύσταθμον.
– Δίοπε! τοῦ εἶπε. Θά σέ στείλω στό Ναυτοδικεῖο. Ἐπῆγες κ’ ἐμέθυσες καί σοῦ φύγανε οἱ νάπται.
– Τί νά κάμω, κύριε διευθυντά; ἐψέλλισεν ὁ ἀτυχής ἐσχαρεύς.
– Πῶς τί νά κάμῃς; Γιατί νά πᾷς νά πιῇς;
– Ἥμαρτον, κύριε διευθυντά μου. Ἀλλά ἕνεκα ἡ Ἰμφλουέντζα βλέπετε.
– Τί σχέσιν ἔχει ἡ Ἰμφλουέντζα;
– Πῶς δέν ἔχει; Τό Ἰατροσυνέδριο διέταξε σκόρδο καί κρασί. Τό μόνο προφυλακτικό, λέει. Ἔτσι μοῦ εἴπανε…
Ὁ ἐρίγδουπος Ζεύς, ὁ ὁποῖος κατά βάθος ἦτον ἀγαθώτατος ἄνθρωπος, ἐξερράγη εἰς ὀλύμπιον καγχασμόν καί ἐσυγχώρησε τόν ἔνοχον:
– Ἄμε στόν Διάβολο! Φτάνει…
Τό βέβαιον εἶνε ὅτι τό Ἰατροσυνέδριον δέν εἶχε συστήσει τότε τό θαυματουργόν αὐτό προφυλακτικόν. Ὑπάρχουν ὅμως οἱ ὑποστηρίζοντες, ὅτι ἡ ἀνακάλυψις τοῦ ἐσχαρέως εἶνε ἀξία νά μελετηθῇ. Πειρατέον λοιπόν, ὅπως ἔλεγε καί ὁ Ἀφεντούλης.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ