Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 12 Φεβρουαρίου 1919
Γνωρίζω ἕνα καλοκάγαθον, νομοταγῆ καί φιλησυχώτατον Χριστιανόν, ὁ ὁποῖος εἶνε ταυτοχρόνως τέρας ἐλαττωμάτων. Πῶς συμβαίνει θά μ’ ἐρωτήσετε, τό ὀξύμωρον αὐτό; Ἁπλούστατα, ὁ ἄνθρωπός μου παίζει ἕνα ρόλον. Καί τόν παίζει ἀριστοτεχνικώτατα, ὡς ὁ τελειότερος τῶν ἠθοποιῶν. Ὅλος του ὁ κυνισμός εἶνε ἁπλῶς μία πόζα.
Καί ποῖα ἐλαττώματα. Θέε μου! Εἶναι μέθυσος, ἀλκοολικός, μορφινομανής, χαρτοπαίκτης, γυναικᾶς, ἄσωτος, καταχρεωμένος. Καί ταυτοχρόνως δέν εἶνε τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά. Μεθᾷ μέ ἕνα ποτηράκι κρασί, κοιμᾶται ἀπό τάς ἐννέα, δέν ἔπαιξε ποτέ του οὔτε κοντσίναν, ὑπολογίζει καί τήν πεντάραν, δέν ὀφείλει ὀβολόν εἰς κανένα καί δέν ἐγνώρισε ποτέ εἰς τήν ζωήν του ἄλλην γυναῖκα ἀπό τάς σκιάς τοῦ κινηματογράφου. Θά ἦτο ὁ ἰδεώδης γαμβρός. Ἐν τούτοις, ὅλοι οἱ γονεῖς, οἱ ἔχοντες θυγατέρας πρός ἀποκατάστασιν, τόν ἀντικρύζουν μέ φρίκην. Τόν συνήντησα χθές τό πρωί, περί ὥραν ὡσεί ἑβδόμην, τό θηρίον. Θαλερώτατος, δροσερώτατος, εὐθυμότατος, ὡς ἄνθρωπος πραγματοποιήσας τό δεκάωρον τοὐλάχιστον τοῦ ὕπνου.
-Κἄτι πρωινός; τόν ἐρώτησα.
-Πηγαίνω νά κοιμηθῶ! μοῦ εἶπε ξηρότατα. Δέν ἀντέχω πλέον!
-Ὄργια λοιπόν;
-Τί νά κάνῃς, φίλε μου; Προτελευταία Κυριακή τῆς Ἀποκρηᾶς…
-Καί ὅμως δέν φαίνεσαι καθόλου καταβεβλημένος.
-Τό σκαρί μου, βλέπεις. Σκυλοτόμαρο! Καί πρέπει νά λάβῃς ὑπό σημείωσιν, ὅτι ἔχω τρία ἡμερόνυχτα νά κοιμηθῶ. Δέν εἶνε ἀστεῖο!
-Καί ἀντέχεις ἀκόμη, θηρίον; Ζῇς ἀκόμη;
-Τό ἀλκοόλ, φίλε μου. Αὐτό μέ κρατεῖ! Νούζ ὤτρ ἀλκολίκ… […]
-Ἔπαιξες;
-Μπῆκα μέσα τρεῖς χιλιάδες. Μικρά πράγματα, ἄν δέν εἶχα νά πληρώσω τά διαμαρτυρηθέντα συναλλάγματά μου, θά μοὔκανε οὔτε κρύο οὔτε ζέστη. Πρόσθεσε ὅτι ἀπειλοῦμαι καί ἀπό ἔξωσιν, δέν βαρυέσαι! Αὐτά εἶνε τά μικρότερα…
-Ποιά εἶνε τά μεγαλείτερα λοιπόν;
-Ὅτι αὐτή ἡ ἀφιλότιμη ἡ Κλεό μέ πλαντάρησε. Ἐπροτίμησε κάποιον ἐφοπλιστήν. Καί τί προφασίζεται, νομίζεις;
Ζήλειες! Φαντάσου! Τήν ἐπείραξε, λέει, ποῦ μέ εἶδε μέ μιά μικρή στή Δενδροστοιχία. Ξέρεις. Κἄποια ἀπ’ τῇς «παξιμαδοκλέφτρες», ποῦ νταραβερίζομαι ἐσχάτως. Ἄν εἶνε δυνατόν!
-Ἐχωρισθήκατε εἰρηνικῶς;
-Ἀστειεύεσαι; Τήν ἔσπασα στό ξύλο. Πῆγε στήν Ἀστυνομία, ἔδειξε τά αἵματα στό κεφάλι της καί τώρα μέ καλοῦν νά παρουσιασθῶ στό Τμῆμα. Ἀλλά δέν ἀντέχω πειά. Πάω νά τόν πάρω κανένα-δύο ὧρες, γιατί τό βράδυ…
-Ἄλλα ὄργια;
-Αἰωνίως! Ὀφείλομεν, ἀγαπητέ μου, νά ζήσωμεν τήν ζωήν μας. Ἐκατάλαβες; Γειά σου!
Μετά πρόχειρον ἔρευναν, ἐπιστοποίησα ὅτι ὁ λαμπρός αὐτός νέος τήν 9 μ.μ. ἀκριβῶς τῆς χθές εὑρίσκετο εἰς τήν κλίνην του, κατόπιν ἑνός λιτοῦ γεύματος ἀπό βραστήν ὄρνιθα, ἀρδευθέντος μέ ἕνα ποτήριον ἁγνοῦ ὕδατος Σαρίζης. Πρίν κατακλιθῇ, ἐρρόφησε τό γάλα του, ὅπως πάντοτε, ἔκαμε τήν προσευχήν του, ἔβαλεν εἰς τό στόμα του μίαν καραμέλαν τῆς γόμας, ἐκοιμήθη τόν ὕπνον τοῦ δικαίου μέχρι τῆς 6 π.μ., ὁπότε, κεκορεσμένος πλέον ἀπό τά βάλσαμα τοῦ Μορφέως, ἀφυπνίσθη, ἔκαμε τήν ψυχρολουσίαν του, ἐκάπνισεν ἕνα τριχοειδές σιγαρέττο μέ ἐπιστόμιον καί ἐξῆλθε νά κάμῃ τόν συνειθισμένον του ὑγιεινόν περίπατον μέχρι τοῦ Ζαππείου. Καί εἶνε ἀπολύτως βέβαιον ὅτι ὁ ἀλκοολικός αὐτός, ὁ μορφινομανής αὐτός, ὁ χαρτοπαίκτης αὐτός, ὁ ἄσωτος αὐτός, ἔχει ἐξασφαλίσει μίαν Μαθουσάλειον μακροβιότητα, ἡ ὁποία θά καταντήσῃ πρόβλημα διά τούς γνωρίσαντας τόν ἄνδρα μόνον ἐπί τῆς σκηνῆς.
Λυποῦμαι ὅτι δέν ἔχω θυγατέρα ἤ ἀδελφήν διά νά τήν ρίψω, μέ κλειστούς ὀφθαλμούς, εἰς τάς ἁγίας ἀγκάλας τοῦ ἀποφωλίου αὐτοῦ τέρατος.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ