Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 3 Ὀκτωβρίου 1918
Εἶμαι πολύ περίεργος νά παρακολουθήσω τήν ἐξέλιξιν τοῦ Ἕλληνος χωροφύλακος εἰς Ἄγγλον πολίσμαν. Διότι, διά νά γείνῃ τό θαῦμα αὐτό, ἀπαιτεῖται πράγματι νά λειτουργήσουν δραστηρίως ὅλοι οἱ βιολογικοί νόμοι τῆς ἐξελίξεως. Καί κἄτι ἄλλο ἀκόμη. Νά ἐπινοηθῇ κανένα εἶδος ἐμβολίου, διά τοῦ ὁποίου τό Ἀγγλικόν κύτταρον νά εἰσέλθῃ εἰς τό Ἑλληνικόν αἷμα. Ὁπωσδήποτε, εἶμαι βέβαιος ὅτι οἱ μετακληθέντες Ἄγγλοι ἀστυνομικοί θά βάλουν ὅλα τά δυνατά τους διά νά πραγματοποιήσουν, ἄν ὄχι ὁλόκληρο τό θαῦμα, τοὐλάχιστον μέρος τοῦ θαύματος.
Ὅποιος τοὐλάχιστον ἔτυχε νά ἀντιμετωπίσῃ, καί ἅπαξ μόνον εἰς τήν ζωήν του, τό «μεγαλεῖον» αὐτό τοῦ Ἀγγλικοῦ δρόμου, δέν ἔχει ἀνάγκην νά ἐγκύψῃ εἰς τήν φιλοσοφίαν τοῦ Δικαίου διά νά συλλάβῃ τήν ἔννοιαν τοῦ πράγματος, τό ὁποῖον ὀνομάζομεν Νόμον. Εἶδε τόν Νόμον μέ τά μάτια του. Τόν εἶδεν ἐνσαρκωμένον εἰς ἀνθρώπινον σχῆμα. Τόν εἶδεν ἐνσαρκωμένον εἰς τόν πολίσμαν. Διότι ὁ πολίσμαν δέν εἶνε ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος καί ἕνας ἀστυνομικός. Εἶνε φυσική καί ἠθική δύναμις. Μέ ἕνα ἐλαφρότατον μπαστουνάκι, ποῦ κρατεῖ στό χέρι του, ἠμπορεῖ νά διατάξῃ τόν ἥλιον νά σταθῇ κατά Γαβαών καί τήν σελήνην κατά φάραγγας ἑλῶν, καί νά σταματήσουν. Καί ἄν ὁ Ροντέν ἐφαντάζετο ποτέ νά πλάσῃ τό ἄγαλμα τοῦ Νόμου, εἶνε ἀπολύτως βέβαιον ὅτι θά ἔβαζε νά τοῦ ποζάρῃ διά τό ἔργον του ἕνα Ἄγγλον πολίσμαν. Δέν θά ὑπῆρχεν ἄλλος τρόπος.
Τό ἀξιοπερίεργον αὐτό τέρας εἶνε καί πολλά ἄλλα πράγματα ἀκόμη. Εἶνε, λόγου χάριν, ὑπνωτισμός. Βλέπει δέκα θηρία ἐμπρός του, ἱκανά νά τόν κατασπαράξουν. Μιά ματιά του ἀρκεῖ διά νά τά ὑπνωτίσῃ πάραυτα καί νά τά παραλύσῃ. Εἶνε ἀμμωνία. Ἕνας μεθυσμένος τρεκλίζει ἐνώπιόν του. Μόλις τόν ὀσφρανθῇ, τό μεθύσι του ἐπέρασαν ὡς ἐκ θαύματος· στυλώνεται ἐπί τῶν ποδῶν του καί περιπατεῖ ὡς ὁ νηφαλιώτερος τῶν θνητῶν. Εἶνε ἐργαλεῖον ἀκατανόητον. Ὁ Μίλων ὁ Κροτωνιάτης δοκιμάζει νά τοῦ ἀντισταθῇ. Τοῦ ἐφαρμόζει δύο δάκτυλα κἄπου ἐκεῖ, μεταξύ λαιμοῦ καί ὠμοπλάτης, καί τόν ὁδηγεῖ εἰς τόν ἀστυνομικόν σταθμόν, ὡς νά εἶνε φθισικός τοῦ τελευταίου σταδίου. Τί ἔγεινεν ἡ δύναμίς του; Παρέλυσε. Κἄποτε τοὐλάχιστον, ποῦ εὐτύχησα ν’ ἀντικρύσω τό φαινόμενον αὐτό καί ἐζήτησα τήν σχετικήν ἐξήγησιν, μοῦ εἶπαν: «Αὐτό εἶνε τό μυστικό τοῦ πολίσμαν. Ὅταν πιάσῃ τό θῦμά του ἀπό ’κεῖ, ποῦ ξέρει αὐτός, ἐτελείωσε! Ὁ Ἡρακλῆς εἶνε γι’ αὐτόν ἕνα κουρελάκι.»
Ἀλλά, πρό παντός, ὁ πολίσμαν εἶνε Ἄγγλος. Ἰδού ἡ ἐξήγησις τοῦ μυστηρίου. Καί κάθε Ἄγγλος εἶνε ἐκ γενετῆς καί ὀλίγον πολίσμαν. Προχθές, μέσα εἰς ἕνα βαγόνι τοῦ Ἠλεκτρικοῦ ἐπιστοποιήθη τό πρᾶγμα κατά τόν ὡραιότερον τρόπον. Ἦτο ἡ στιγμή, κατά τήν ὁποίαν ἡ ἁμαξοστοιχία φθάνει εἰς τήν Ὁμόνοιαν, καί, πρίν κενωθῇ ἀκόμη ἀπό τούς ἀνερχομένους, αἱ ὀρδαί τῶν κατερχομένων ἐνεργοῦν τήν ἡρωικήν των ἔφοδον καί σπάζουν τζάμια, τσαλαπατοῦν πόδια, σακατεύουν πλευρά, ἀποκλείοντες μέσα εἰς τό βαγόνι, ἐπί ἀπειλῇ ἀναγκαστικῆς ἐπιστροφῆς, καί τούς φθασμένους εἰς τόν προορισμόν τους ἐπιβάτας. Μέσα εἰς τό βαγόνι λοιπόν εἴχαμεν καί ἕνα νεαρόν Ἄγγλον ἀξιωματικόν. Μόλις ἀντελήφθη τήν ἐφορμῶσαν ἕφοδον, ἀντί νά σπεύσῃ νά εὑρεθῇ ἔξω ἀπό τήν θεομηνίαν μίαν ὥραν ἀρχήτερα, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι, αὐτός ἐπῆγε κ’ ἐστάθη εἰς τήν ἀντίθετον θύραν. Ἐτέντωσε δύο χαλυβδίνους μοχλούς, τά χέρια του, μεταξύ τῶν παραστάδων τῆς θύρας καί ἀπέφραξεν ἡρωϊκῶς τήν εἴσοδον εἰς τό ἀνθρώπινον κῦμα. Σιδερένια κάγκελλα φυλακῆς θά ἦτο ἀδύνατον νά κάμουν ὅ,τι ἔκαμεν αὐτός. Θά ἐλίγυζαν. Αὐτός δέν ἐλίγυσεν. Καί, ἀφοῦ ἄφησε νά κενωθῇ ἐν ἀνέσει ὁλόκληρον τό βαγόνι, ἐβγῆκε τελευταῖος, ὅπως ὁ ἡρωϊκός πλοίαρχος, ποῦ ἀφίνει τελευταῖος τό καταποντιζόμενον σκάφος του, μέ τήν βεβαιότητα ὅτι καί ὁ τελευταῖος ἐπιβάτης ἐσώθη πρίν ἀπ’ αὐτόν.
Ἀπό παρόμοιον ὑλικόν γίνεται ὁ πολίσμαν. Ἔχομεν παρόμοιον ὑλικόν εἰς τήν Ἑλλάδα; Ἀμφιβάλλω. Ὁπωσδήποτε, δέν ὑπάρχει ἀπαίτησις ἀπό τούς Ἄγγλους διοργανωτάς νά μᾶς δώσουν ἕνα πολίσμαν. Αὐτό θά ἦτο φαντασιοπληξία. Ἀλλά νά μᾶς δώσουν τοὐλάχιστον κἄτι, ποῦ νά ὁμοιάζῃ μέ πολίσμαν. Καί αὐτό μόνον θά εἶνε πολύ. Καί θά εἶνε ἀρκετόν διά νά τούς στήσωμεν τούς ἀνδριάντας των σιμά εἰς τά ἀρχαῖά μας μνημεῖα, τά ὁποῖα, καί μαρμάρινοι ἀκόμη, θά τά φρουροῦν, ἐπί τῇ εὐκαιρίᾳ, ἀπό τήν λατρείαν τῶν ἀπογόνων καλλίτερα ἀπό ὅ,τι τά ἐφρούρησαν ἕως τώρα τά ζωντανά ὄργανα τῆς μέχρι τοῦδε Ἑλληνικῆς τάξεως καί εὐπρεπείας.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ