Ὁ φίλος πλωτάρχης κ. Δ. Λούντρας, μέ μίαν ὡραίαν ἐπιστολήν του ἀπό τά Λιόσια, ὅπου διοικεῖ, ὡς γνωστόν, τό καταρτιζόμενον Ναυτικόν Ἄγημα, μοῦ παρουσιάζει τήν αἰωνίαν Λύκαινα μητέρα, ὅπως τήν συνήντησε πρό ὀλίγων ἡμερῶν, ἐντελῶς κατά τύχην, εἰς τό ὑπουργεῖον τῶν Στρατιωτικῶν καί εἰς τό γραφεῖον τοῦ ἀντισυνταγματάρχου τοῦ πυροβολικοῦ κ. Μπούφη.
«… Ἐκρατοῦσε ἀπ’ τό χέρι, διηγεῖται ὁ κ. Λούντρας, ἕνα συμπαθέστατο μαυροφορεμένο κοριτσάκι.
– Γιατί φορεῖ μαῦρα τό κοριτσάκι; Ἐρώτησα μέ τήν συμπαθητικήν περιέργειαν πού μοῦ εἶχε γεννήσῃ τό θέαμα τοῦ μικροῦ.
– Ἀϊ! ὀρφανό εἶνε… ἀπήντησεν ἁπλῶς ἡ γρῃοῦλα. Πέθανε ὁ πατέρας του.
– Ἀπό ἀρρώστεια; ἐρώτησα πάλιν ὑποπτευθείς ἐκεῖνο, ποῦ καί πράγματι εἶχε συμβῇ.
– Ὄχι, παιδί μου. Ἐμεῖς εἴμαστε ἀπ’ τή Λαμία. Ὁ πατέρας τοῦ κοριτσιοῦ ἤτανε γυιός μου καί σκοτώθηκε στό Δεκατρία. Εἶχα κι’ ἄλλον ἕνα γυιό, ποῦ σκοτώθηκε στό Δώδεκα.
Ἡ τραγική ἀπαρίθμησις τῶν δύο σκοτωμένων παιδιῶν της ἔγεινε μέ τήν ἁπλότητα τῶν ὡραίων ἀφελῶν ψυχῶν, διά τάς ὁποίας ἡ θυσία εἶναι καθῆκον καί αἱ ὁποῖαι κύπτουν ἐμπρός της μέ μίαν ὑψηλήν ἐγκαρτέρησιν. Κἄτι τέτοιο θά ἦτο τό παλῃό ἐκεῖνο τῆς Σπαρτιάτισσας, ποῦ, ὅταν τῆς ἔφεραν τήν εἴδησιν τοῦ θανάτου τῶν παιδιῶν της εἰς τήν μάχην, ἀποκρίθηκε: «Ἤδειν θνητούς γεγεννηκυῖα.– Τό ἤξερα πῶς θνητούς εἶχα γεννήσει.». Τήν ἐκύτταξα μέ σεβασμόν. Ἡ νέα Σπαρτιάτισσα ἐγιγαντώθη ἐμπρός μου, ἐνῷ ἐκείνη, ἐνθαρρυνομένη ἀπό τό ἐνδιαφέρον μου, ἔβγαζε ἀπό μέσα ἀπ’ τόν κόρφο της μία τριμμένη φωτογραφία.
– Κύττα, παιδί μου, εἶπε. Τοῦτος εἶνε ὁ τρίτος. Σκοτώθηκε προχθές στό Σκρᾶ…
– Πῶς; Καί ἄλλος λοιπόν ἀκόμη; Καί τρίτον ὁλοκαύτωμα εἰς τόν ἴδιον βωμόν; Ἡ θυσία ἔπαιρνε πλέον εἰς τήν φαντασίαν μου διαστάσεις ἀληθινοῦ μεγαλείου.
– Τρεῖς σκοτωμένους ἔχεις, λοιπόν, γιά τήν Πατρίδα, κυροῦλά μου; εἶπα μέ ζωηρότητα. Ἔχεις τοὐλάχιστον ἄλλα παιδιά;
– Εἶχα ἕξη γυιούς. Τώρα ἔχω μονάχα τρεῖς, καλή τους ὥρα. Ὁ ἕνας μάλιστα εἶνε λαβωμένος καί βρίσκεται στό Φρουραρχεῖο. Μά τώρα κοντεύει νά γείνῃ καλά καί θά φύγῃ πάλι γιά τό Μέτωπο. Νά σοῦ ’πω παιδάκι μου. Οἱ ἄντρες ἐκεῖ πρέπει νά βρίσκωνται σήμερα. Κ’ ἐγώ, μά τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ντρεπόμουνα νά τόν βλέπω ἐδῶ πέρα, κι’ ἄς ἤτανε καί λαβωμένος. Ἐχτές, τέλος πάντων, μοῦ εἶπε ὁ ἴδιος: «Ἀϊ! μάννα! Κοντεύω νά γείνω καλά καί, τοῦτες τῇς ἡμέρες, θά σ’ ἀφήσω πάλι γειΆ. Μέ τήν εὐχή σου…» Μέ τήν εὐχή τοῦ Θεοῦ νά πάῃ. Νά πάῃ ἐκεῖ ποῦνε καί τἄλλα παιδιά.
Ἐκύτταξα μέ βαθυτάτην συγκίνησιν τήν μεγάλην καί ἡρωικήν μητέρα, ἡ ὁποία τήν στιγμήν αὐτήν ἐνεσάρκωνεν ἐμπρός μου τάς ὡραιοτέρας παραδόσεις τῆς Φυλῆς. Χωρίς νά τό καταλάβω τότε, ἔβγαλα τό κασκέτο μου, ἔσκυψα καί τῆς ἐφίλησα τό χέρι, ἐνῷ ἐκείνη, μέ τά γεροντικά της μάτια γεμᾶτα δάκρυα, τώρα μόνον ἀπό τήν ἀρχήν τῆς διηγήσεως, ἐφαίνετο ἀποροῦσα, γιατί τἄχα ὅλη αὐτή ἡ τιμή πρός τήν ταπεινήν της θυσίαν.».
Καί ὁ κ. Λούντρας, προσθέτει ἐν ὑστερογράφῳ:
«Ἐνθυμοῦμαι ὅτι αὐτή ἡ γρῃοῦλα κἄτι εἶχε πάει νά ζητήσῃ ἀπό τόν κ. Μπούφην, χάριν τοῦ παιδιοῦ. Δέν μπορεῖ νά ἐρωτηθῇ ὁ κ. Μπούφης τί τοῦ ἐζήτησε, πῶς τήν λένε, καί νά λάβῃ μόνη της ἡ Πολιτεία τήν φροντίδα νά ἐκτελέσῃ τήν παράκλησίν της καί ν’ ἀποδώσῃ ἔτσι τήν ὀφειλομένην ἀναγνώρισιν πρός τήν ἡρωικήν αὐτήν μητέρα;».
Δέν θά εἶχα νά προσθέσω τίποτε εἰς τήν ὡραίαν αὐτήν ἐπιστρολήν καί εἰς τήν ὡραίαν αὐτήν πραγματικότητα. Ἀρκοῦμαι νά σημειώσω, σχετικῶς μέ κἄποιαν τελευταίαν συζήτησιν, ὅτι μιά τέτοια ἀγράμματη γυναικοῦλα ἀξίζει χιλίους «διανοουμένους» καί γράφει ἕνα ἀριστούργημα ἄξιον νά βραβευθῇ ἀπό τήν ἀνύπαρκτον Ἑλληνικήν Ἀκαδημίαν.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ