Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 29 Σεπτεμβρίου 1923
-Θέλετε νά παρευρεθῆτε εἰς μίαν συγκινητικήν οἰκογενειακήν τελετήν; Μοῦ εἶπε, μισοσοβαρά-μισοαστεῖα, ἡ φίλη κυρία, ἐνῷ ἐπαίρναμεν τό τσάι.
Ἐδήλωσα ἐνθουσιώδη ἀποδοχήν, ὅπως ἦτο ἑπόμενον.
-Πρό τῆς τελετῆς ὅμως πρέπει νά σᾶς κάμω μίαν μικράν εἰσήγησιν… ἐξηκολούθησε.
-Τήν φαντάζομαι κ’ ἐγώ ἀπαραίτητον.
-Λοιπόν, πρό τριῶν ἐτῶν, ἀπεφάσισα νά κάμω κ’ ἐγώ μίαν ἐπιχείρησιν.
-Μέ μάρκα, βεβαίως.
-Πῶς τό ἐμαντεύσατε;
-Σᾶς βεβαιῶ, ὅτι δέν ἐκοπίασα πολύ.
-Σήμερα, λοιπόν, τά ἀνακάλυψα μέσα ἕνα συρτάρι μου.
-Εἶνε πολλά;
-Εἴπαμεν, ὅτι πρόκειται περί μάρκων. Ὀλίγα ἤ πολλά, ἑπομένως, εἶνε τό ἴδιο πρᾶγμα. Ὁπωσδήποτε, εἶνε μερικές χιλιάδες, τάς ὁποίας ἀπεφάσισα νά χαρίσω στά δύο μου κοριτσάκια. Φαντάζομαι, ὅτι θά τούς προσφέρω μιά εὐχαρίστησι, χωρίς νά ζημιωθῶ οὔτ’ ἐγώ, οὔτε κανένας ἄλλος ἄνθρωπος εἰς τόν κόσμον.
-Εἶνε τόσον ἀθῶα τά κοριτσάκια σας;
-Θέλω νά τό ἐλπίζω, τοὐλάχιστον.
Μετά τήν μικράν αὐτήν εἰσήγησιν, ἡ καλή κυρία παρεκάλεσε τήν φρόϊλαϊν νά τῆς στείλῃ μέσα τήν Μερόπην καί τήν Δώραν. Σέ λιγάκι, δύο χαριτωμένα κοριτσάκια ὥρμησαν εἰς τό δωμάτιον. Ἡ μαμμά, ἀφοῦ τά ἐφίλησε καί ἀπό τά δύο μάγουλα, τούς εἶπε:
-Ἐπειδή αὐτές τῇς ἡμέρες εἴσαστε φρόνιμα κοριτσάκια, θά σᾶς κάμω ἕνα ὡραῖο δῶρο.
Ἡ Μερόπη καί ἡ Δώρα ἐπανηγύρισαν. Ἡ μαμμά ἤνοιξε τό τσαντάκι της, ἀνέσυρε μερικά χιλιόμακρα καί τά ἐμοίρασεν εἰς τά κοριτσάκια της.
-Ὅλα αὐτά εἶνε δικά σας. Νά τά φυλάξετε καλά, γιατί μιά ἡμέρα θἄχουν μεγάλη ἀξία.
Ἡ φρόϊλαϊν ἀνεστέναξε. Τά κορίτσια ἔρριψαν ἕνα βλέμμα εἰς τά χαρτονομίσματα, τά παρέλαβεν καί, ἀφοῦ ηὐχαρίστησαν μέ μίαν ψυχράν εὐγένειαν, παρά πολύ τυπικήν διά τήν ἡλικίαν των, ἐβγῆκαν ἀπό τό δωμάτιόν των καί ἐξηκολούθησαν τά παιγνίδια των.
Ἡ συγκινητική οἰκογενειακή τελετή εἶχε λήξει. Ἐπανελήφθη ὅμως, ἀκόμη περισσότερον συγκινητική, ὕστερα ἀπό ἕνα τέταρτον τῆς ὥρας. Ἡ Μερόπη εἶχε ξερριζώσῃ εἰς τόν διάδρομον τά μαλλιά τῆς Δώρας δι’ ἄγνωστον αἰτία. Ἡ Δώρα εἶχεν ἀρχίσει τά κλάματα. Ἡ φρόϊλαϊν εἶχεν ἐπέμβει ὑπέρ τῆς Δώρας. Ἡ Μερόπη εἶχεν αὐθαδιάσει πρός τήν φρόϊλαϊν.
-Μερόπη, ἔλα μέσα! ἐφώναξεν ἡ μαμμά, ἐξηγριωμένη.
Ἡ Μερόπη ἐνεφανίσθη, κοχλάζουσα ἀκόμη.
-Γιατί ἔδειρες τήν Δώρα;
-Γιατί εἶνε μιά διαστρεμένη, ζηλιάρα.
-Γιατί αὐθαδίασες στήν φρόϊλάϊν;
-Γιά νά μή ἀνακατεύεται ὅταν μαλώνω ἐγώ μέ τήν ἀδελφή μου.
Ἡ μαμμά ἀνετινάχθη ἀπό τό κάθισμά της.
-Ξέρεις πώς ἔχεις πολύ κρεμασμένη τή γλῶσσα σου; Αὐθαδιάζεις αἰωνίως!
Ἡ Μερόπη κάτι ἐμουρμούρισε.
-Μουρμουρίζεις ἀκόμη; Καλά! Σέ διορθώνω ἐγώ. Νά μοῦ φέρῃς ἀμέσως πίσω αὐτά πού σοῦ ἔδωκα.
-Θά σᾶς τά φέρω.
Ἡ Μερόπη ἔτρεξεν ἔξω, ξαναῆλθε μέ τό μερίδιον τῶν μάρκων της καί τά ἐπέταξεν ἐπάνω στό τραπέζι. Ὑποθέτω, ὅτι ἡ παρουσία μου μόνον τήν ἔσωσεν ἀπό τήν μητρικήν μῆνιν.
-Γι’ αὐτό πού ἔκαμες τώρα –εἶπε συγκρατοῦσα μέ κόπον τήν ὀργήν της, ἡ μαμμά– θά πᾶς νά πλαγιάσῃς ἀμέσως καί δέ θἀρθῇς στό γεῦμα τό βράδυ.
Ἡ αὐθαδεστάτη μικρούλα, ἀποσυρομένη ἐν κοχλασμῷ, ὅπως ἐκτίσῃ τήν πρωτότυπον αὐτήν ποινήν, ἠκούσθη μουρμουρίζουσα εἰς τόν διάδρομον.
-Κ’ ἐσύ νά πᾶς μέ τά μάρκα σου νά ἀγοράσῃς ἕνα σπίτι. Καί μέ ὅσα σοῦ περισέψουν νά πάρῃς ἕνα αὐτοκίνητο!
Ὑπάρχουν στιγμαί, πού οἱ φρόνιμοι γονεῖς προσποιοῦνται, ὅτι δέν ἄκουσαν μίαν αὐθάδειαν τῶν τέκνων των, διότι, ἄν τήν εἶχαν ἀκούσει, αἱ συνέπειαι θά ἔπρεπε νά εἶνε τρομεραί. Αὐτό ἔκαμε καί ἡ φρόνιμη κυρία. Ἐγύρισε μόνον καί μοῦ εἶπε:
-Τό ἀκούσατε τό παλῃοκόριτσο τί μοῦ εἶπεν;
-Ἄς ὑποθέσωμεν, ὅτι δέν τό ἀκούσαμεν, κυρία μου! τῆς εἶπα. Αὐτό ἐπιβάλλει ἡ φρόνησις. Ὀφείλετε ὅμως νά ὁμολογήσετε, ὅτι τό δυστυχισμένον μάρκον δέν ὑπέστη παρόμοιον ἐξευτελισμόν, οὔτε ὅταν ἔφθασε τό δισεκατομμυριοστόν τῆς λίρας.
Ἡ φρόϊλάϊν δέν ἀνεστέναξε πλέον. Ἐδάγκανε τά χείλη της ἀπό λύσσαν. Καί συνεκρατήσαμεν τήν εὐθυμίαν μας ἀπό σεβασμόν πρός τήν πτωχήν κόρην.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ