Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 13 Αὐγούστου 1925
Εἶδα χθές, ἀργά, μέσα στό λυκόφως, θλιβερόν ἄνδρα, ὠθοῦντα ἐπί τῆς ἐξοχικῆς λεωφόρου ἁμαξάκι βρέφους, μέσα στό ὁποῖον ἀνεπαύετο ἕνας ὑπερήφανος –καί ὄχι χωρίς λόγον βέβαια– ἀνθρωπάκος. Ἡ θλιβερότης τοῦ ἀνδρός μοῦ ἔδωκε τό θάρρος νά τοῦ ὁμιλήσω, χωρίς νά τόν γνωρίζω.
-Εἶσθε παραμάνα, κύριε; τόν ἐρώτησα.
-Ὄχι, δυστυχῶς, φίλε μου… μοῦ ἀπήντησε. Μακάρι νά ἤμουν! Θά εἶχα ἕνα χιλιόδραχμον τόν μῆνα καί θά ἐτρεφόμην, ὡς Λούκουλος.
-Εἶσθε λοιπόν ἁπλῶς νταντά;
-Οὔτε.
-Ἀλλά τί εἶσθε λοιπόν.
-Εἶμαι σύζυγος καί πατέρας τοῦ μικροῦ αὐτοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ὁποίου ἔγινα τό ὑποζύγιον.
-Ἐννοῶ… τοῦ εἶπα. Τό δυστυχισμένο αὐτό πλάσμα θά ἔχασε τήν μητέρα του.
-Διά τήν ἀκρίβειαν τήν ἐχάσαμεν καί οἱ δύο.
-Καί εἶνε καιρός, ποῦ τήν ἐχάσατε;
-Μά ἀκριβῶς, μόλις ἔφερε στόν κόσμον τό ἄμοιρο αὐτό παιδάκι, ποῦ εἶνε τό πρῶτο μας καί τό τελευταῖο μας.
-Θ’ ἀπέθανεν εἰς τόν τοκετόν ἡ καϋμένη.
-Λάθος κάνετε, φίλε μου. Δέν ἀπέθανε καθόλου. Εἶνε τελείως ζωντανή.
-Ζωντανή; Ἀλλά πῶς τήν ἐχάσατε λοιπόν ἐσεῖς καί τό τέκνον σας, ἀφοῦ εἶνε ζωντανή; Ἐννοῶ. Θά ἐχωρίσατε βέβαια.
-Δέν ἐχωρίσαμεν. Ἄλλως τε δέν ὑπάρχει καί λόγος. Ἡ κυρία εἶνε πολύ εὐχαριστημένη ἀπό μένα.
-Δέν ἀμφιβάλλω. Ἀλλά ἐξακολουθῶ νά μήν ἐννοῶ πώς τήν ἐχάσατε.
-Τό πρᾶγμα εἶνε ἁπλούστατον. Ἡ κυρία δέν εὐκαιρεῖ νά ἐνασχολῆται μέ τόν ἄνδρα της καί τό παιδί της. Ἔχει σοβαροτέρας ἀσχολίας. Κατ’ ἀνάγκην λοιπόν ἀλλάξαμε ρόλους. Ἤ μᾶλλον δέν ἀλλάξαμε. Ἐπῆρα ἐγώ τόν ρόλον της, τόν ὁποῖον, ὡς βλέπετε, κρατῶ, χωρίς τάλαντον βέβαια, ἀλλά μέ πολλήν εὐσυνειδησίαν.
-Συνοδεύετε, δηλαδή, τό παιδί στόν περίπατον.
-Κάνω σ’ αὐτό τό φτωχό πλασματάκι ὅ,τι μπορεῖ νά κάνῃ μιά καλή μητέρα στό παιδάκι της, ὅταν, ἐννοεῖτε…
-Καί ἡ μητέρα του;
-Σᾶς εἶπα, ὅτι παρητήθη. Τήν τεσσαρακοστήν ἀκριβῶς ἡμέραν ἀπό τοῦ τοκετοῦ, μοῦ ὑπέβαλε τήν παραίτησίν της ἀπό τό μητρικόν ὑπούργημα. Ἐκείνη –κατά τό δικαιολογητικόν τῆς παραιτήσεως– δέν εἶχε καμμιάν ἐπιθυμίαν νά ἀναλάβῃ τό μητρικόν ὑπούργημα. Ὑπεχρεώθη νά τό δεχθῇ. Ἑπομένως –καταλήγει– ὁποῖος τά ἤθελε τά παιδιά, ἄς ἔχῃ καί τόν μπελᾶ τους. Μοῦ ἀφῆκε λοιπόν τό παιδί καί ἐπῆγε περίπατον. Τί ἔπρεπε νά κάμω; Ἐπῆρα τό παιδί καί πηγαίνω κ’ ἐγώ περίπατον. Ποιός τώρα ἀπό τούς δύο μας –ὅπως εἶπε καί ὁ Σωκράτης εἰς τήν «Ἀπολογίαν» του– ἀκολουθεῖ τόν καλλίτερον δρόμον, αὐτό μόνον ὁ Θεός τό γνωρίζει.
Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ μικρός, ἀφυπνισθείς, ἄρχισε νά κλαίῃ ἀπαρηγόρητα.
-Τί νά τοῦ κάμω τώρα –μοῦ εἶπεν ἀπελπισμένος ὁ θλιβερός ἄνθρωπος– τί νά τοῦ κάμω; Πεινάει βλέπετε. Είνε πέντε ὧρες νηστικό τό καϋμένο!
-Δέν ἔχετε τό μπιμπερόν μαζῆ σας;
-Τό ἔχω, ἀλλά δυστυχῶς ἐξέχασαν νά τό γεμίσουν στό σπίτι. Τό ἔβαλαν ἄδειο μέσα στό ἁμαξάκι. Καί βρισκόμεθα στήν ἐρημίαν. Ἄν περνοῦσε τοὐλάχιστον καμμία καλή χριστιανή ἀποδῶ. Ἴσως θά ἐδέχετο νά προσφέρῃ, ὡς ἐλεημοσύνην, τό στῆθος της στόν μικρόν αὐτόν ἄνθρωπον.
Ἐπέρασαν πολλαί χριστιαναί, ἀλλά δυστυχῶς καμμία δέν διέθετε τό σπάνιον πρᾶγμα, ποῦ ὠνειρεύετο ὁ θλιβερός ἄνθρωπος. Ἔξαφνα, εἰς μίαν στιγμήν, ποῦ ὁ μικρός πεινασμένος ἐσιώπησεν, εἴτε διότι εἶχε κουρασθῇ νά φωνάζῃ, εἴτε διότι εἶχε κουρασθῇ νά ζῇ, ὁ θλιβερός ἄνθρωπος ἐγύρισε καί μοῦ εἶπε.
-Τί φρονεῖτε, κύριε, περί τῆς θρυλουμένης ἱκανότητος τοῦ πρωτογενοῦς ἀνδρός νά θηλάζῃ τά τέκνα του;
-Κάτι σχετικόν ἔχω διαβάσει…τοῦ εἶπα. Ἄλλως τε ἡ παρουσία τῶν γαλακτοφόρων ἀδένων εἰς τόν σύγχρονον ἄνδρα, ἔστω καί ὑπό τήν ὑποτυπώδη σημερινήν των μορφήν, ἐπιβεβαιώνει τήν ὑπόθεσιν αὐτήν. Κάποτε βεβαίως, εἰς ἀπωτάτην ἐποχήν, οἱ πατέρες θά ἐθήλαζαν τά τέκνα των, ἐξ ὑπαμοιβῆς μέ τάς μητέρας. Βαθμηδόν ὅμως, μεταβληθέντων τῶν ὅρων τῆς ζωῆς, οἱ γαλακτοφόροι ἀδένες τοῦ ἀντρός, ἀτροφήσαντες, περιέπεσαν εἰς ἀχρηστίαν. Φαίνεται ὅμως, ὅπως ὑποστηρίζουν οἱ εἰδικοί, ὅτι διά τῆς ἀσκήσεως καί τῆς ἐπανατροφῆς (reeducation) τά ὑποτυπώδη αὐτά ὄργανα δύνανται νά ἀνακτήσουν πάλιν τήν λειτουργίαν των.
Ὁ θλιβερός ἄνθρωπος μέ εἶχεν ἀκούσει μέ ἀνοικτόν τό στόμα.
-Διά τῆς ἀσκήσεως εἴπατε; μ’ ἐρώτησεν.
-Διά τῆς ἀσκήσεως μάλιστα! τοῦ ἐπανέλαβα.
Μοῦ ἔσφιξε τό χέρι.
-Λοιπόν, χαίρετε, κύριε!
Τόν εἶδα νά ὠθῇ βιαστικά τό ἁμαξάκι του, ν’ ἀπομακρύνεται, νά σταματᾶ κάτω ἀπό ἕνα δένδρον, νά σηκώνῃ τό βρέφος καί νά τό φέρῃ εἰς τό στῆθος του.
Τί ἀκριβῶς ἔκαμνε ὁ θλιβερός ἄνθρωπος εἰς τό τραγικόν αὐτό σημεῖον τοῦ ρόλου του, δέν ἠμπόρεσα νά διακρίνω. Ὁ Θεός καί ἡ ψυχή του!
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ