Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 19 Ἰουλίου 1925
Ἡ μεγάλη Ἑλληνική χειρονομία! Ὅταν ὁ λέβης κοχλάσῃ εἰς τά στήθη τοῦ Ἕλληνος, ἡ δεξιά των ὑψώνεται τελετουργικῶς εἰς τό κενόν, τά πέντε της δάκτυλα διαστέλλονται, ὡς πελώριον ἐξωτικόν ἄνθος, καί ὁ Σατανᾶς πανηγυρίζει εἰς τόν Ἅδην. Ποῖαι μυστηριώδεις ἀπορραί ἀκτινοβολοῦνται ἀπό τά πέντε αὐτά δάκτυλα ἐναντίον ἐκείνων, κατά τῶν ὁποίων στρέφονται, δέν ἐξηκρίβωσαν ἀκόμη αἱ ψυχοφυσικαί ἔρευναι. Ἡ μούντζα ὅμως, ἤ καί ἄλλως φάσκελον ἤ καί τύφλα ἀποκαλουμένη, εἰς τήν ὑπηρεσίαν τοῦ Ἑλληνικοῦ θυμοῦ, εἶνε ὅπλον τρομερόν καί ταυτοχρόνως ἀσφαλιστική δικλείς σώζουσα τόν ψυχικόν λέβητα ἀπό βεβαίαν ἔκρηξιν. Καί ἐξακοντίζεται, μέ τήν ἰδίαν χάριν, ποῦ ὁ ἀρχαῖος τοξότης ἐξηκόντιζε τό βέλος του.
Μοῦ τόν ἐνθύμισε τοὐλάχιστον καταπληκτικά ὁ ἀπόγονός του, τόν ὁποῖον εἶδα, χθές τό ἀπόγευμα, εἰς τήν κεντρικήν Ἀγοράν, τοξεύοντα τόν ἀντίπαλόν του.
-Νά!… Παλῃάνθρωπε!
Ὁ ἀντίπαλος ἐφάνη, ὡς νά ἐζαλίσθη, πρός στιγμήν, ἀπό τάς μυστηριώδεις ἀπορροάς τῶν πέντε ἀνοικτῶν δακτύλων, καί ἔπειτα ὕψωσε, καί αὐτός, τάς δύο του παλάμας καί ἀνταπέδωκε τό μεταφυσικόν κτύπημα.
-Στά μοῦτρα σου!
Ὁ πρῶτος δέν εἶχε τεθῆ ἐκτός μάχης ἀκόμη. Συγκεντρώνων ὅλον τόν δυναμισμόν τῆς ψυχῆς του, καθώς ἦτο καθισμένος εἰς ἕνα μπάγκον, ὕψωσε ταυτοχρόνως χέρια καί πόδια -δάκτυλα ἐν ὅλῳ εἴκοσι- καί βροχή μεταφυσικῶν βελῶν ἔπληξε τόν ἀντίπαλον, ὁ ὁποῖος ἔφυγε, κλονιζόμενος καί μουρμουρίζων ἀκατάληπτα.
-Δέν ἔχουν φόβο Θεοῦ, τέλος πάντων, μωρέ μάτια μου, οἱ ἄνθρωποί σας ἐδῶ! εἶπε κάποιος διαβατικός γεροντάκος, πού ἐνθύμιζε καταπληκτικά τόν σιόρ-Διονύσιον τοῦ Καραγκιόζη. Μουντζόνουν, χωρίς νά λογαριάσουν ποῦθε περνάει ἡ μούντζα τους. Χάθηκε νά πῆ ὁ ἰνφαμές, ἐκεῖ ποῦ μουντζώνει, τό λόγο ποῦ πρέπει;
-Ποιό λόγο; τόν ἐρώτησαν.
-Τό λόγο, μωρέ τζόγια μου, ποῦ λένε στήν πατρίδα μου οἱ χριστιανοί. Τόμου μουντζώσῃ τόν ἄλλον νά πῆ: «Ὄξω ἀπό ἐκκλησίες καί καμπαναριά». Τί σοῦ φταῖνε οἱ ἐκκλησίες καί τά καμπαναριά νά πέσῃ ἀπάνω τους, Θεέ μου συχώρεσέ με, ἡ μούντζα του;
-Μά ἐδῶ κοντά γέροντά μου -τοῦ παρετήρησε κάποιος- οὔτ’ ἐκκλησίες βρίσκονται, οὔτε καμπαναριά.
-Δέ βρίσκουνται ἐδῶ μά βρίσκουνται παραπέρα. Ρωτᾶς πόσες ἐκκλησίες καί πόσα καμπαναριά θά βρῆ μπροστά της ἡ μούντζα, διαβαίνοντας. Κόσμος εἶν’ αὐτός, πολιτεῖες, τόποι. Χιλιάδες ἐκκλησίες, χιλιάδες καμπαναριά!
Ὁ γεροντάκος, ἁπλούστατα, διέγραφε μίαν νοητήν γραμμήν τοῦ βεληνεκοῦς τῆς μούντζας, ἡ ὁποία ἐνηγκαλίζετο τήν ὑδρόγειον. Γι’ αὐτόν ἡ μούντζα ἐξαπέλυεν ἀόρατα κύματα, ἀνάλογα μέ τά ἐρτζιανά τοῦ ἀσυρμάτου, τά ὁποῖα εἰς τόν ἰλιγγιώδη δρόμων των -Κύριος οἶδεν εἰς πόσα δισεκατομμύρια χιλιομέτρων, κατά δεύτερον λεπτόν, ὑπελόγιζε τήν ταχύτητά των- δέν ἦτο εὐλαβές νά συναντήσουν ἐμπρός των «ἐκκλησίες καί καμπαναριά». Ἡ πεποίθησις αὐτή τοῦ γεροντάκου δέν ἦτο ἐντελῶς προσωπική του. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι μουντζώνουν ἀποδῶ εἰς τήν Ἀμερικήν, ἐνῶ δέν ὑπεβάλλοντο εἰς τόν μάταιον αὐτόν κόπον, ἄν ἡ μούντζα των εἶχε τό βεληνεκές μιᾶς κοινῆς σφαίρας. Ὅ,τι καί νά συμβαίνῃ ὅμως, εἶνε ἐλεύθερος καθένας νά ἀνοίγῃ τά πέντε του δάκτυλα πρός οἱανδήποτε διεύθυνσιν καί πρός οἱανδήποτε ἀπόστασιν.
Ὄχι ὅμως καί οἱ σωφέρ!
Διότι, γιά νά μουντζώσῃ ὁ σωφέρ, πρέπει νά σηκώσῃ τό χέρι του ἀπό τό βολάν. Καί, σηκώνοντας τό χέρι του, εἰς μίαν κρίσιμον στιγμήν, ὅπως εἶναι πάντοτε ἡ στιγμή τῆς μούντζας, μπορεῖ νά ρίψῃ τό ἁμάξι του εἰς τόν κρημνόν ἤ ἐπάνω σέ ἄλλο ἁμάξι, μέ ὅλον του τό περιεχόμενον. Μιά σύγκρουσις τοὐλάχιστον τῶν ἡμερῶν αὐτῶν, ὅπως μοῦ διηγήθη κάποιος αὐτόπτης, ὀφείλεται ἀποκλειστικῶς εἰς τήν μεγάλην Ἑλληνικήν χειρονομίαν. Ὁ ἕνας σωφέρ ἐμούντζωσε τόν ἄλλον. Ὁ ἄλλος τοῦ ἀνταπέδωκε τήν φιλοφρόνησιν. Διά νά γίνῃ ἡ ἀνταλλαγή τῶν φιλοφρονήσεων, τά δύο αὐτοκίνητα ἔμειναν, πρός στιγμήν ἀκυβέρνητα. Καί τό ἀποτέλεσμα ὑπῆρξεν, ὅτι τά δύο μαζῆ ἔπεσαν ἀπάνω εἰς ἕνα τρίτον, τοῦ ὁποίου ὁ σωφέρ ἀνταπέδωκε, μέ τήν σειράν του τήν φιλοφρόνησιν πρός τούς δύο ἄλλους μέ χέρια καί πόδια, διότι, χωρίς νά τό θέλῃ, εἶχεν εὑρεθῆ ἀνάσκελα ἀπέναντί των. Καί ὅμως ὁ πρῶτος σωφέρ, ἀπολογούμενος εἰς τήν γλῶσσαν τῆς πατρίδος του -ἦτο ξένος- ἐβεβαίωσε, ὅτι δέν εἶχε κανένα σκοπάν νά προσβάλῃ τόν συνάδελφόν του.
-Μέ ρώτησε -εἶπε- πόσα χιλιόμετρα ἀπεῖχε ἀκόμη κάποιο χωριό. Καί ἐγώ πῆγα νά τοῦ ἀπαντήσω πώς ἀπέχει δεκαπέντε. Μόλις ὅμως τοῦ μέτρησα μέ τά δάχτυλά μου τά πέντε, αὐτός μοῦ ἀπήντησε, μέ τά δάχτυλά του: Δέκα. Τρακάραμε τόν ἄλλον. Καί ὁ ἄλλος, καθώς ἔπεσε κάτω, χωρίς νά τόν ρωτήσουμε μᾶς εἶπε: Εἴκοσι. Ἀκόμα, κύριε, ἀκόμα, δέν μπορῶ νά καταλάβω τί συνέβη Ἄχ! Αὐτοί οἱ Εὐρωπαῖοι! Ἔχουν ἐξευτελίσει καί τήν ἡρωικήν μούντζαν. Μουτζώνοντας ὁ ἕνας τόν ἄλλον, κάμνουν πεζότατους λογαριασμούς.
-Πόσο ἔχει αὐτό τό πρᾶμα;
-Λάβε δέκα φάσκελα!
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ