Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 27 Μαΐου 1924
-Γιατί σᾶς ἐκπλήττει κύριε, τό κυνήγι τοῦ χρήματος; Μοῦ εἶπεν ἕνας ἀναγνώστης τοῦ χθεσινοῦ χρονογραφήματος.
Πρίν προφθάσω νά τοῦ ἀπαντήσω ἐξηκολούθησε:
-Δέν ἐννοεῖτε, λοιπόν, ὅτι, μετά τάς μαύρας ἡμέρας τοῦ πολέμου, οἱ ἄνθρωποι ἐννοοῦν νά ζήσουν;
-Καί ποιός τούς ἐμποδίζει.
-Ἁπλούστατα, ἡ ἔλλειψις τοῦ χρήματος. «Δεῖ δεῖ χρημάτων, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καί ἄνευ τούτων οὐδέν ἐστί γενέσθαι τῶν δεόντων», ἔλεγεν ὁ Δημοσθένης. Μεταξύ τῶν «δεόντων» λοιπῶν εἶνε καί ἡ ζωή. Πῶς νά τήν ζήσουν οἱ ἄνθρωποι, χωρίς χρήματα;
-Ὅπως τήν ἐζοῦσαν καί πρίν. Μήπως οἱ ἄνθρωποι δέν ἐζοῦσαν τήν ζωήν των, χωρίς νά τρέχουν λαχανιασμένοι πίσω ἀπό τό χρῆμα;
Ὁ ἀγαπητός ἀναγνώστης ἐχαμογέλασεν ἐνδεικτικῶς.
-Ἐδῶ ἀπατᾶσθε, κύριε; Ἡ ζωή, ποῦ ἐζοῦσαν ἄλλοτε οἱ ἄνθρωποι, δέν ἦτο ζωή. Ἦτο, ἁπλούστατα, μιά φυσιολογική συντήρησις. Ἀπό τόν πλουσιώτερον ἕως τόν πτωχότερον, ὅλοι ἀξιολύπητοι. Ἔτρωγαν μετριώτατα, διεσκέδαζαν ἀνεπαρκέστατα, ἀπελάμβαναν τόν ἔρωτα μέ τό σταγονόμετρον. Ὑπελόγιζαν, καθένας ἀναλόγως τῶν μέσων μου, τά ἔξοδά των. Ἀλλά ζωή μέ ὑπολογισμούς δέν εἶνε ζωή. Ζωή σημαίνει νά ἀπολαύῃς τά πάντα καί νά μήν ὑπολογίζῃς τίποτε. Καί διά νά πραγματοποιηθῇ τό εἶδος αὐτό τῆς ζωῆς, εἶνε ἀπαραίτητον αἱ δεξαμεναί τοῦ χρήματος ν’ ἀδειάζουν τό ἕνα βράδυ καί νά βρίσκωνται γεμᾶτες τό ἄλλο πρωί.
-Θέλετε νά πῆτε, ὅτι αὐτό γίνεται σήμερον;
-Ἀκριβῶς αὐτό, κύριε.
-Δέν ὑπάρχουν λοιπόν πτωχοί εἰς τάς ἡμέρας μας;
-Ὑπάρχουν μόνο ἐλάχιστοι κουτοί. Καί εἶνε αὐτοί, ποῦ φαντάζονται ὅτι ζοῦν. Ἐκεῖνοι πού ζοῦν πραγματικῶς, εἶνε οἱ περισσότεροι. Διότι, κάθε ἄνθρωπος σήμερον, ἐκτός τῶν ἐκ γενετῆς ἠλιθίων, φροντίζει νά προσφέρῃ εἰς τόν ἑαυτόν του μίαν ζωήν ἀξίαν τοῦ ὀνόματός της.
-Καί πῶς τό κατορθώνει;
-Μέ ὅλους τούς δυνατούς καί τούς ἀδυνάτους τρόπους. Διότι κανένας τρόπος δέν εἶνε ἀνάξιος διά νά ἐξασφαλίσῃ κανείς εἰς τόν ἑαυτόν του τήν ὁλοκληρωτικήν τῶν ἀγαθῶν τῆς ζωῆς, εἰς τήν φυλήν τήν εὐρωσίταν της καί εἰς τήν πατρίδα του ἕνα καλύτερο μέλλον.
-Φθάνετε λοιπόν τόσον μακρυά;
-Καί ἀκόμη μακρύτερα. Οἱ Ἕλληνες ἄλλοτε ἤ ἐπεινοῦσαν, ἤ ἀπεταμίευαν. Κανείς δέν ἔτρωγεν ἀρκετά, κανείς δέν διεσκέδαζεν ἐπαξίως, κανείς δέν ἔπινε τό ποτήρι τῆς χαρᾶς μέχρι τρυγός. Ἀλλά ἡ καλή τροφή εἶνε τό μυστικόν τῆς ὑγείας καί «ἀγαλλίασις ψυχῆς μακροημέρευμα», ὅπως ἔλεγε καί ὁ Προφητάναξ. Πῶς νά δημιουργηθῇ λοιπόν μία φυλή ἰσχυρά καί εὔρωστη μέ τόσην μιζέριαν: Εἴδαμεν τά ἀποτελέσματα. Τώρα ὅμως καί ὁ τελευταῖος Ἕλλην ἀγωνίζεται διά τό μεγαλεῖον τῆς φυλῆς. Εἰς τά λαμπρά αὐτοκίνητα, εἰς τά ντάνσιγκ, εἰς τά ἐξοχικά μπάρ, εἰς τά σεπαρέ δημιουργεῖται ἡμέραν καί νύκτα –πρό πάντων τήν νύκτα– τό μέλλον τοῦ ἔθνους.
Ὁ ἀπολογητής τῶν κυνηγεσιῶν τοῦ χρήματος ἦτο πράγματι πειστικώτατος.
-Καί πῶς ἠμπορῶ νά συντελέσω κ’ ἐγώ –τοῦ εἶπα– εἰς τό μεγαλεῖον τῆς πατρίδος;
Ὁ καλός φίλος μ’ κύτταζεν ὡς ἠλίθιον.
-Πῶς; Ἀλλά μέ τά πέντε σας δάκτυλα, κύριε. Δέν ἔχετε πέντε δάκτυλα; Βουτᾶτε, λοιπόν, στῇς τσέπες τοῦ γείτονός σας ἤ στά ταμεῖα τοῦ Κράτους. Ὅπως προτιμᾶτε!
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ