Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 8 ΜΑΪΟΥ 1923
Ὁ γηραιός πολιτικός ἀναχωρητής τοῦ «Ἠλυσίου» τῆς Καλλιθέας εἰσῆλθε προχθές εἰς τό γραφεῖον καί παρέδωκεν ἕνα μικρόν σημείωμα πρός δημοσίευσιν. Τό σημείωμα ἔγραφε: «Δέν ἑορτάζει ὁ Φιλάρετος τῆς Καλλιθέας». Ὁ συντάκτης τό παρέλαβε καί, ὑποθέσας ὅτι ἐπρόκειτο περί παραδρομῆς ἤ ὑπερβολικῆς μετριοφροσύνης τοῦ συντάξαντος, διώρθωσε τό κείμενον: «Δέν ἑορτάζει αὔριον ὁ κ. Φιλάρετος τῆς Καλλιθέας». Ὁ γηραιός δημοκράτης, ὁ ὁποῖος ἔφθασε πρό τριῶν τετάρτων αἰῶνος εἰς τάς νεωτέρας Ἀθήνας, κατ’ εὐθεῖαν ἀπό τήν ἀρχαίαν Ἀθηναϊκήν Δημοκρατίαν, ἐχαμογέλασεν ἐνδεικτικῶς.
– Διατί μέ διορθώνεις φίλε;
– Δέν σᾶς διορθώνω, κύριε Φιλάρετε! ἀπελογήθη, δικαιολογούμενος ὁ συντάκτης. Ἐπρόσθεσα ἁπλῶς εἰς τό ὄνομά σας τό «κύριος», ποῦ εἴχατε παραλείψει ἐκ παραδρομῆς.
Δεύτερον μειδίαμα ἦλθε νά ἐνισχύσῃ τό πρῶτον.
– Καί ποῖος σέ ἐβεβαίωσε, φίλε, ὅτι τό παρέλειψα ἐκ παραδρομῆς;
– Ἴσως ἐκ μετριοφροσύνης. Ἀλλά ἡ ἐφημερίς, κύριε Φιλάρετε, ὡς τρίτον πρόσωπον, ἐν ἔχει τήν ὑποχρέωσιν νά συμερισθῇ τήν μετριοφροσύνην αὐτήν.
– Λοιπόν, φίλε, οὔτε ἐκ παραδρομῆς, οὔτε ἐκ μετριοφροσύνης ἔγινεν ἡ παράλειψις.
– Ἀλλά;
– Ἁπλούστατα, φίλε, εἶμαι Φιλάρετος, δέν εἶμαι ὁ κύριος Φιλάρετος. Κανείς δέν εἶνε κύριος εἰς τήν ἐποχήν μας, ὑπό ἕνα δημοκρατικόν πολίτευμα. Σέ παρακαλῶ νά ξανασβύσῃς αὐτό τό μικρόν κ, ποῦ ἐπρόσθεσες καί ταυτοχρόνως νά μοῦ ὁμιλῇς εἰς ἑνικόν ἀριθμόν, ὅπως θά παρετήρησες ὅτι σοῦ ὁμιλῶ καί ἐγώ. Σοῦ ἐπαναλαμβάνω ὅτι δέν εἶμαι κύριος καί εἶμαι ἕνας, ὅπως βλέπεις.
Καί ὁ γηραιός δημοκράτης ἐξηκολούθησεν ἀναπτύσσων τήν ἰδεολογίαν του.
– Τί θά πῇ: «Κύριος», φίλε; Αὐτά εἶνε οἰκτρά μεσαιωνικά λείψανα αὐλικῶν ἐθιμοτυπιῶν. Είνε ἀπομεινάρια ἀξιοδάκρυτα τοῦ Ἀπολυταρχικοῦ Πρωτοκόλλου. Εἶνε παλαιοντολογικά φοσσίλ τῆς Μεσαιωνικῆς τιτλομανίας. Κάθε ἄνθρωπος τότε, ποῦ εἶχε χρήματα ἤ θέσιν, ἐφρόντιζε νά ἔχῃ καί ἕνα τίτλον ἰδά νά τυραννῇ καί νά καταδυναστεύῃ τούς ἄλλους, ποῦ δέν τόν εἶχαν. Ὅταν δέν ἦτο πρίγκηψ, δούξ, βαρῶνος, βαρωνέτος, κόμης ἤ ὑποκόμης, ἐπροσπαθοῦσε νά εἶνε τοὐλάχιστον «κύριος». Ἀλλά οὔτε ἡ ἀρχαία Ἑλληνική Δημοκρατία, οὔτε ἡ νεωτέρα λαϊκή Δημοκρατία τῆς Ἑλλάδος εἶχαν ποτέ κυρίους. Εἶχαν μόνον ἀνθρώπους καί μόνον πολίτας. Ὁ Περικλῆς ἦτο ἁπλῶς ὁ Περικλῆς καί ὁ Καραϊσκάκης ὁ Καραϊσκάκης. Δέν ἀρκεῖ, λοιπόν νά ἔχῃ κανείς τό ὄνομά του, ὅταν τό φέρῃ ἐντίμως;
Ὁ κατατροπωθείς συντάκτης ἐπροσπάθησε νά ἐπικαλεσθῇ τήν συνήθειαν, τήν ἐθιμοτυπίαν, τάς παρεξηγήσεις, ποῦ θά ἦτο δυνατόν νά προκύψουν ἀπό μίαν ἀπότομον μεταβολήν τῶν πραγμάτων.
Ἐπεκαλέσθη τῆς λέξεως «κύριος», ὡς δηλωτικῆς τῆς εὐγενείας καί τῆς καλῆς ἀνατροφῆς ἑνός ἀνθρώπου.
– Νά σοῦ πῶ, φίλε, τοῦ εἶπεν εἰς ἑνικόν πάντοτε ὁ γηραιός δημοκράτης.
Κάποτε, ὅταν ἤμην βουλευτής, συνεζητεῖτο μία πίστωσις διά παράσημα. Μερικοί βουλευταί ἐπρότειναν τότε νά καταργηθοῦν τά παράσημα χάριν οἰκονομίας. Ἐγώ τούς ὑπέδειξα, ὅτι τοῦτο θά ἦτο ἀδύνατον, ἐφ’ ὅσον τά παράσημα προβλέπονται ὑπό τοῦ Συντάγματος. Ἐπρότεινα ὅμως νά χορηγοῦνται τά παράσημα εἰς πάντα ζητοῦντα, ἀντί ὡρισμένου ἁδροῦ ἀντισηκώματος ὑπέρ τοῦ Δημοσίου Ταμείου. Τοιουτοτρόπως ὅλοι οἱ ματαιόδοξοι θά ἐπαρασημοφοροῦντο, θά διεκρίνοντο δέ καί θά εἶχαν τό δικαίωμα νά ὑπερηφανεύωνται οἱ μή ἔχοντες παράσημα. Ἀπαράλλακτα θά συμβῇ τώρα καί τό «κύριος». Εἰς μίαν ἐποχήν, ποῦ καί οἱ κοινοί λωποδύται τιτλοφοροῦνται «κύριοι», ὁ μόνος τρόπος διά νά διακρίνωνται οἱ τίμιοι ἄνθρωποι, θά εἶνε ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπό τόν τίτλον τοῦ «κυρίου». Χαῖρε, φίλε!
-Χαίρετε, κύριε Φιλάρετε.
Ὁ γηραιός δημοκράτης ἠγανάκτησε.
-Πάλιν «κύριε»; Δέν εἴπαμεν;
Ὁ συντάκτης, τόν ὁποῖον ἐχώριζεν ἀπό τόν συνομιλητήν του μισός αἰών, μέ ὅλα τά παρεπόμενα τοῦ σεβασμοῦ καί τῆς εὐλαβείας, ἐκοκκίνησεν, ἐξερόβηξεν, ἐξεροκατάπιε καί, χωρίς νά κατορθώσῃ νά λάβῃ ὁλόκληρον τό θάρρος τῆς αὐθαδείας, ἡ ὁποία τοῦ ἐπεβάλλετο, ἐτραύλισε:
-Χαῖρε, Φιλάρετε!
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ