Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 14 Ἰουνίου 1924
Πολλές φορές μοῦ ἐγεννήθη ἡ ἀπορία, διατί ὁ τόπος αὐτός νά ὀνομάζεται Ἑλλάς καί νά μή ὀνομάζεται Κορέα. Ἄλλα ἔτσι συμβαίνει πάντοτε. Ἄλλος ἔχει τό ὄνομα καί ἄλλος τή χάρη. Διότι, εἰς ἕνα ἀριστοκρατικόν ντάνσιγκ τῆς Κορέας δέν πιστεύω νά συνέβη ποτέ αὐτό, ποῦ συνέβη πρό ὀλίγων ἡμερῶν εἰς ἕνα ἀριστοκρατικόν ντάνσιγκ τῆς Ἀττικῆς ἀκτῆς. Ἁπλούστατα, δηλαδή, ἐνῷ τά ζεύγη εἐόρευαν, κάποιος καθήμενος κύριος εἶπε μέ φρίκην πρός τήν παρακαθημένην του κυρίαν:
-Πρός Θεοῦ, κυρία μου; Σηκωθῆτε ἀπό τή θέσι σας…
Ἡ κυρία ἀνετινάχθη τρομαγμένη.
-Τί συμβαίνει, κύριε; Μήπως ἐπῆραν φωτιά τά ροῦχα μου;
-Κάτι χειρότερο, κυρία μου!
Καί ἄρχισε μέ μορφασμούς ἀηδίας νά περιφέρῃ τά δάκτυλά του ἐπί τῆς ὀπισθίας ἐπιφανείας τῆς φούστας της.
-Κανένας κορέος; εἶπεν, ἀνήσυχη, ἡ κυρία.
-Κανένας μόνον; Στρατεύματα, κυρία, στρατεύματα!
Ἔσπευσεν ἀμέσως καί ὁ σύζυγος τῆς κυρίας καί ἄλλοι εὐγενεῖς ἄνθρωποι καί ἐξηκολούθησαν νά τινάζουν τά φορέματά της, ἐνῷ τά ζεύγη ἐξακολουθοῦσαν νά χορεύουν, ὑπό τούς ἤχους τῆς τζάζ-μπάντ εἰς τό στίβον καί οἱ κορέοι ἐπί τοῦ ἐδάφους. Τέλος πάντων, διά νά μή τά πολυμωρολογοῦμεν, ἐπί τῆς κομψῆς κυρίας ἐμετρήθησαν ἐν ὅλῳ κορέοι δεκατέσσαρες! Καί δέν ἦσαν, βεβαίως, τό κύριον σῶμα στρατοῦ. Ἦσαν αἱ προφυλακαί. Ἐννοεῖται, ὅτι ἐκλήθη ἀμέσως ὁ καταστηματάρχης εἰς ἀπολογίαν, ὁ ὁποῖος ἔσπευσε νά παρουσιασθῇ.
-Τί κατάστασις εἶνε αὐτή; Δέν ντρεπόσαστε λιγάκι!
-Τί συμβαίνει, παρακαλῶ;
-Συμβαίνει, ὅτι πρό μιᾶς στιγμῆς συνελάβαμεν δεκατέσσαρες κορέους ἐπάνω στό φόρεμα τῆς κυρίας.
Ὁ καταστηματάρχης ἔσπευσε νά καθησυχάσῃ τούς ἀνησυχήσαντας.
-Δέν εἶνε τίποτε! εἶπε.
-Δέν εἶνε τίποτε, εἴπατε;
-Θέλω νά πῶ, ὅτι μαντεύω τί τρέχει.
-Δέν μαντεύετε, βέβαια· ὑποθέτετε ὅτι ἡ κυρία σᾶς ἔφερε τούς κορέους ἀπό τό σπίτι της.
Ὁ καταστηματάρχης διεμαρτυρήθη.
-Μέ συγχωρεῖτε, παρακαλῶ. Δέν ἤθελα νά πῶ τέτοιο πρᾶγμα. Συμβαίνει ὅμως, ὅτι τῇς προάλλες εἴχαμε δανείσει μερικές καρέκλες στό γειτονικό κατάστημα. Καί μᾶς τῆς ἐπέστρεψαν μέ τόν τόκο.
-Δηλαδή;
-Δηλαδή, μέ τούς κορέους.
Ἐπῆρε τήν καρέκλαν τῆς κυρίας, πρός ἀπόδειξιν, καί τήν ἐκτύπησε δυνατά δυό-τρεῖς φορές ἐπάνω εἰς τό ἔδαφος. Σμήνη κορέων ἐτινάχθησαν κάτω. Καί ὁ καταστηματάρχης, ἐξολοθρεύων αὐτούς ὑπό τά πέλματά του- –ὁ σώζων ἑαυτόν σωζέτω– ἐπρόσθεσε:
-Βλέπετε, λοιπόν; Ἡ καρέκλα ἦτο κοριασμένη. Δέν εἶνε τίποτε…
Ἐφώναξε μετά ταῦτα τό γκαρσόνι.
-Παιδί μου, πάρε αὐτή τήν καρέκλα ἔξω νά τή ζεματίσετε καί φέρε μιά καθαρή καρέκλα στήν κυρία.
Ἡ διαταγή ἐξετελέσθη καί ἡ κυρία, ποῦ καθ’ ὅλον αὐτό τό διάστημα δέν ἔδειξε τήν παραμικράν διάθεσιν ν’ ἀποχωρήσῃ ἐκ τοῦ κορεοβλήτου κέντρου, θυσιάζουσα τήν διασκέδασίν της, ἐξανακάθισεν, ὡς νά μή εἶχε συμβῇ τίποτε. Τό γκαρσόνι, ἐν τῷ μεταξύ, εἶχε τοποθετήσει τήν μοιραίαν καρέκλαν εἰς ἄλλο σημεῖον τῆς αἰθούσης, ὅπου ἕνα νεοφερμένον ζεῦγος ἐζητοῦσε καθίσματα.
-Δέν βαρυέσαι! Εἶπε πρός ἕνα συνάδελφόν του, ποῦ ἐχαμογελοῦσε παραπλεύρως. Ὅλες ᾑ καρέκλες ἕνα πρᾶγμα εἶνε. Ἅμα ζεσταθοῦν λιγάκι, ξεπετάγονται τά ἄτιμα τά ζωύφια.
Τό γεγονός, ὁπωσδήποτε, ἐσχολιάσθη. Καί ὁ καταστηματάρχης, δικαιολογούμενος μετ’ ὀλίγον εἰς κύκλον φίλων του, ἔδιδεν ἐμπιστευτικῶς τήν ἐξήγησιν τοῦ φαινομένου:
-Τί τούς φταῖμε ἐμεῖς; Τό κατάστημα ἤτανε καθαρότατο, ὅταν ἀνοίξαμε. Τούς φέρνουν ἀπ’ τά σπίτια τους τούς κορέους οἱ πελάται καί ὕστερα τά βάζουνε μέ μᾶς!
Καί ὅμως, ὁ ὡραῖος αὐτός τόπος ἐξακολουθεῖ νά ὀνομάζεται Ἑλλάς καί δέν ὀνομάζεται Κορέα. Αὐτά εἶναι τά παράξενα.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ