Από τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 9 Ὀκτωβρίου 1923
Γνωστή μου κυρία μέ παρεκάλεσε, μέ μικρά τινάγματα διαλείποντος ρίγους, νά ἀκούσω τό τρομακτικόν της ὄνειρον. Ἡ ἀγαθή κυρία ἦτο ἐκτάκτως ταραγμένη, ἐφοβεῖτο μίαν ἀπαισίαν ἐπαλήθευσιν, προέβλεπε τρομερά πράγματα.
-Ἴσως θά μπορέσετε νά μοῦ ἐξηγήσετε τό ὄνειρό μου, νά μέ καθησυχάσετε, νά μέ παρηγορήσετε… μοῦ εἶπεν. Ἀκοῦστέ με, σᾶς παρακαλῶ!…
-Θά σᾶς ἀκούσω πολύ εὐχαρίστως, κυρία μου, τῆς εἶπα. Τίποτε δέν μοῦ ἀρέσει περισσότερον εἰς τήν ἀθλίαν αὐτήν ζωήν, ἀπό τά ὄνειρα.
-Καί τά τρομερά ἀκόμη;
-Καί τά τρομερά! Ἡ τραγωδία ἀποτελεῖ ὑψηλότερον εἶδος.
-Καί τά κωμικά;
-Καί τά κωμικά; Μήπως ἡ καλή κωμωδία εἶνε εὐκαταφρόνητον εἶδος; Ἀλλά, ἐπί τέλους, τί εἶνε τό περίφημον αὐτόν ὄνειρόν σας; Τραγικόν ἤ κωμικόν;
-Κωμικοτραγικόν. Ἀλλά τρομερόν πάντοτε! Ἀνατριχιάζω, ποῦ τό συλλογίζομαι.
-Ἀπό τό εἶδος τῶν ἔργων τοῦ «Γκράν Γκινιόλ», τέλος πάντων, τά ὁποῖα πρόκειται νά γνωρίσωμεν καί εἰς τάς Ἀθήνας;
-Περίπου. Ἀλλ’ ἀκοῦστέ με!
Πρέπει νά σημειώσω, ὅτι ὄχι μόνον ἀκούω εὐχαρίστως τά ὄνειρα, ποῦ μοῦ διηγοῦνται, ἀλλά καί προσπαθῶ νά τά ἐξηγήσω, πάντοτε μ’ ἕνα εὐχάριστον τρόπον, φρονῶν, ὅτι ἕνας εὐχάριστος Ὀνειροκρίτης προσφέρει πραγματικάς ὑπηρεσίας πρός τήν προληπτικήν καί δεισιδαίμονα ἀνθρωπότητα.
-Ὄχι μόνον θ’ ἀκούσω μέ προσοχήν τό ὄνειρόν σας, εἶπα εἰς τήν ταραγμένην κυρίαν, ἀλλά καί θά σᾶς τό ἐξηγήσω. Μιά γρηά Μανιάτισσα μοῦ ἔδωκε κάποτε τό μυστικόν κλειδί τῶν ὀνείρων καί εἶμαι ἐξαιρετικά δυνατός εἰς τό εἶδος αὐτό.
Ἡ κυρία, μέ νέαν φρικίασιν, ἤρχισε νά μοῦ διηγῆται.
-Ἀκολουθοῦσα στόν ὕπνο μου, μιά κηδεία. Δέν γνωρίζω ἀκριβῶς ποιός ἦτο ὁ κηδευόμενος νεκρός. Ἐνθυμοῦμαι ὅμως, ὅτι τόν ἔκλαιγα μέ θερμά καί εἰλικρινῆ δάκρυα. Ἐπί τέλους, ἐφθάσαμε στήν ἐκκλησία. Τό φέρετρον ἀπετέθη ἐπάνω εἰς τό ἰκρίωμα καί ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία ἄρχισε. Δέν ἄκουγε κανείς παρά ἀναστεναγμούς κάτω ἀπό τούς ἱερούς θόλους καί δέν ἔβλεπε παρά μαντήλια, ποῦ ἐμούσκευαν ἀπό τά δάκρυα. Πῶς σᾶς φαίνεται;
-Τρομερόν, πράγματι.
-Ἐπί τέλους, ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία ἐτελείωσεν. Ἀλλά κανείς δέν ἐπήγαινε νά προσφέρῃ εἰς τόν νεκρόν «τόν τελευταῖον ἀσπασμόν». Ὅλοι ἐπερίμεναν. Ἔπειτα ἠκούσθη ἕνα μικρό σούσουρο, ὅπως ὅταν πρόκειται νά ἐπακολουθήσῃ ἐπικήδειος λόγος. «Λόγος!… Κάποιος θά βγάλῃ λόγο!…» ἄκουσα νά ψιθυρίζουν τριγύρω μου. Ὅλοι ἄρχισαν ν’ ἀναζητοῦν μέ τά βλέμματα παρά τό Δεσποτικόν, τόν ἄνθρωπον, ποῦ θά ἔβγαζε τόν λόγον. Ἐσκούπισα κ’ ἐγώ τά δάκρυά μου καί ἄρχισα νά προσέχω, Ἄχ! Θεέ μου! Τί ἦτο ἐκεῖνο ποῦ εἶδα!
Ἡ κυρία ἐσείσθη σύσσωμη ἀπό ἕνα αἰφνίδιον ρῖγος. Δέν ἠμποροῦσε νά ἐξακολουθήσῃ… Σιγά-σιγά ἐπῆρε θάρρος καί ἐξηκολούθησεν:
-Ὁ νεκρός ἐσηκώθη ἀπό τήν κάσσα του, κατέβηκε μ’ ἕνα ἐπίσημον βῆμα τά σκαλοπάτια τοῦ ἰκριώματος, ἐπροχώρησε πρός τό Δεσποτικό, ἐστάθη ἀπέναντι ἀκριβῶς τοῦ φερέτρου του καί ἄρχισε νά κυττάζῃ ἀτενῶς πρός αὐτό…
-Μήπως ἐπρόκειτο νά βγάλῃ λόγον ὁ ἴδιος εἰς τόν ἑαυτόν του;
-Πῶς τό ἐμαντεύσατε;
-Δέν ἦτο πολύ δύσκολον νά τό μαντεύσω.
-Ἔπειτα ἄρχισε νά ὁμιλῇ μέ μία φωνήν δονουμένην ἀπό τήν συγκίνησιν. «Ὁ προκείμενος νεκρός…», εἶπε, καί ἐξηκολούθησε τόν λόγον του, ἕνα λόγον εὐγλωττότατον καί συγκινητικώτατον. Ὅλοι εκλαίγαμε.
-Φαντάζομαι. Κανείς δέν μπορεῖ νά ἐξυμνήσῃ εὐγλωττότερα τάς ἀρετάς ἑνός νεκροῦ, ἀπό τόν ἴδιον τόν νεκρόν.
-Τό περίεργον εἶνε ὅτι τό πρᾶγμα δέν ἔκαμεν ἐντύπωσιν εἰς κανένα, οὔτε σ’ ἐμένα τήν ἰδίαν. Ὁ νεκρός αὐτός, ποῦ εἶχε σηκωθῇ ἀπό τήν κάσσα του κ’ ἔβγαζε λόγον εἰς τόν ἑαυτόν του, ἦτο ὡς νά ἔκαμνε τό φυσικώτερον τῶν πραγμάτων.
-Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος παύει νά ἔχῃ τάς προλήψεις τοῦ φυσικοῦ, ὅταν ὀνειρεύεται. Προσδέχεται τό ὑπερφυσικόν, ὡς κανονικήν κατάστασιν.
-Ἀκοῦστε τώρα καί τό τρομέρωτερον. Ὁ ἐπικήδειος ρήτωρ τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀφοῦ ἐτελείωσε τόν λόγον του μέ μίαν ὡραίαν ἀποστροφήν πρός τό φέρετρόν του, ἐπροχώρησε πάλιν πρός αὐτό, ἀνέβηκε τά σκαλοπάτια τοῦ ἰκριώματος, ἐμπῆκε μόνος του μέσα, ἐτακτοποίησε μερικά ἄνθη ἐπάνω του, ἐσταύρωσε τά χέρια του, ἔκλεισε τά μάτια του καί ἀπεκοιμήθη ἐκ νέου. Ἔπειτα ἐπηκολούθησεν ὁ τελευταῖος ἀσπασμός, τόν ἐσκέπασαν μέ τό καπάκι τοῦ φερέτρου του, τόν ἐκάρφωσαν καί… ἐξύπνησα.
-Ἀλλοίμονον! Τί κακό μέ περιμένει, ὕστερα ἀπό τό φρικτόν αὐτό ὄνειρον;
Δέν ἦτο ἀνάγκη νά εἶμαι ὀνειροκρίτης διά νά ἐξηγήσω τό ὄνειρον τῆς δυστυχισμένης κυρίας.
-Ἡσυχάστε, κυρία μου! τῆς εἶπα. Ἡσυχάστε ἀπολύτως. Τό ὄνειρόν σας τό ὀφείλετε ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τούς διαφόρους φακίρηδες, ποῦ θάβονται καί ξεθάβονται διαρκῶς στά θέατρα τῶν Ἀθηνῶν.
Ἑτοιμασθῆτε, λοιπόν, νά ἰδῆτε καί τρομερώτερα ὄνειρα. Ὁ θάνατος ἔγινε κωμωδία. Καί ποῦ εἴμεθα ἀκόμη!
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ