Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 4 Ὀκτωβρίου 1925
Ἡ Ἀθηναϊκή βιτρίνα εἰς ὅλην της τήν δόξαν! Καί συγγράφει, μέ χρώματα καί μέ λάμψεις, τήν αἰσιόδοξον φιλοσοφίαν τοῦ χειμῶνος. Διότι δέν ὑπάρχει τίποτε αἰσιοδοξότερον ἀπό τήν βιτρίναν. «Ὁ βορριᾶς πού τ’ ἀρνάκια παγώνει» εἶναι γι’ αὐτήν ἀστεῖος μῦθος. Τέτοια πράγματα δέν ὑπάρχουν. Ὁ χειμῶνας εἶναι ἡ πηγή ὅλων τῶν εὐτυχιῶν. Ζέστη, χαρά, ἀνάπαυσις, ἔρως, χάρις, Παράδεισος μέ μίαν λέξιν. Θέλετε ζεστό ἐπανωφόρι, ἄξιον νά νικήση ὅλους τούς παγετούς; Λάβετέ το! Θέλετε θώρακα ἀπό τρίχα καμήλου, ἀδιάτρητον ἀπό τά βέλη τοῦ βορρᾶ;
Ὁρίστε το! Θέλετε γάντια φουρέ, κάσσ–κόλ, ἀδιάβροχον, γκαλόσες, ὀμπρέλαν, γουναρικά, ρεπούπλικαν, μάλλινες κάλτσες, φανέλαν, ὅλην τήν ὁπλοθήκην κατά τοῦ ἀστείου αὐτοῦ χειμῶνος, τόν ὁποῖον τρέμουν τά ἀνόητα ἀρνάκια καί οἱ πτωχοί ἄνθρωποι; Στούς ὁρισμούς σας! Δέν ἔχετε, παρά νά περάσετε ἀπό τό ἕνα μέρος τῆς βιτρίνας, νά βγῆτε ἀπό τό ἄλλο καί νά ἀντιτάξετε ἡρωϊκῶς τά στήθη σας κατά τοῦ ἐχθροῦ. Ὁ χειμῶνας εἶναι μία πρόληψις.
– Λοιπόν, φίλε μου –μοῦ ἔλεγε χθές ἕνας φουκαρᾶς, μέ τόν ὁποῖον ἐχαζεύαμεν ἐμπρός εἰς τήν χειμερινήν βιτρίναν–, ἡ βιτρίνα, ἀφ’ ὅτου ἔγινε κλάδος τῆς τέχνης, εἶναι ἡ ἀπανθρωποτέρα ἐφεύρεσις τοῦ αἰῶνος μας.
Καί, ἄν ὑπῆρχε φιλάνθρωπον Κράτος, θά τήν καταργοῦσε ὁριστικῶς.
– Ἀπάνθρωπη ἐφεύρεσις εἶπες;
– Ἡ ἀπανθρωποτέρα, ἐπαναλαμβάνω. Κύτταξε, σέ παρακαλῶ, ὅλας αὐτάς τάς θλιβεράς θεωρείας τῶν ἀνθρώπων, πού περνοῦν ἀπό τό πεζοδρόμιον καί σταματοῦν ὧρες ὁλόκληρες ἐμπρός της, ὡς ὑπνωτισμένοι.
Πρόσεξέ τους, σέ παρακαλῶ. εἶναι ὅλοι τρυποβράκηδες καί μονοσάνδαλοι. Καί ἕνας Θεός ξέρει τί εἶναι καί παραμέσα. Ξέρεις λοιπόν γιατί στέκονται ἀπ’ ἔξω;
–Γιατί;
–Διότι, ἁπλούστατα, δέν μποροῦν νά μποῦν μέσα. Οἱ εὐτυχεῖς μπαίνουν κατ’ εὐθεῖαν. Δέν κάθονται νά χαζεύουν ἀπ’ ὄξω. Αὐτοί δέν τολμοῦν νά διασκελίσουν τήν φλιάν. Χαζεύουν ἁπλῶς, ἀναστενάζουν καί ἐξακολουθοῦν τόν δρόμον τους. Πῶς νά μήν ἀναστενάζουν; Ἐπληροφορήθησαν ὅτι ὑπάρχουν τόσα πράγματα γιά νά περάσουν ἕναν χειμῶνα, πού δέν θά διαφέρη ἀπό τό καλοκαίρι, παρά ὡς μορφή ὡραιότητος. Καί βλέπουν ὅτι ὁ χειμῶνας αὐτός δέν μπορεῖ νά εἶναι ποτέ δικός των. Γι’ αὐτούς θά ἐξακολουθήση νά ὑφίσταται ἀκέραιος «ὁ βορριᾶς πού τ’ ἀρνάκια παγώνει». Καλυτέραν ποίησιν ἀπ’ αὐτήν δέν θά γνωρίσουν ποτέ των. Σέ ρωτάω λοιπόν: εἶναι ἀνάγκη νά τά πληροφορηθοῦν ὅλα αὐτά τά τραγικά πράγματα οἱ δυστυχισμένοι αὐτοί ἄνθρωποι; Εἶναι ἀνθρώπινον νά τούς τά ὑπενθυμίζωμεν σέ κάθε των βῆμα; Εἶναι χριστιανικόν; Ὁ δρόμος, ἐπί τέλους, δέν εἶναι κτῆμα μόνον τῶν εὐτυχῶν ἀνθρώπων. Εἶναι καί τῶν φουκαράδων. Τί μᾶς χρωστοῦν λοιπόν οἱ δυστυχισμένοι αὐτοί ἄνθρωποι, μετά τήν βιτρίναν τοῦ ἑστιατορίου, διότι καί αὐτό κατήντησε βιτρίνα, νά τούς παρουσιάζωμεν τήν βιτρίναν τοῦ ἐμπορικοῦ, τοῦ ὑποδηματοποιείου, τοῦ καταστήματος εἰδῶν θερμάνσεως, ὅλες τίς βιτρίνες τῶν ἀνθρωπίνων εὐτυχιῶν; Τό δικαίωμα τῆς ἀγνοίας, ὡς γνωστόν, εἶναι ἱερόν δικαίωμα. Ὀφείλομεν νά τό σεβασθοῦμε. Ἡ βιτρίνα εἶναι μία αὐθάδης πρόκλησις καί εἶναι ἡ ὑπάτη ἀπανθρωπία τῆς ἐποχῆς μας!
Μ’ ἐτράβηξεν ἀπό τό χέρι, μέ ἀγανάκτησιν.
– Πᾶμε! μοῦ εἶπε. Αὐτή ἡ αἰσιόδοξη φιλοσοφία τῆς βιτρίνας μοῦ πειράζει τά νεῦρα.
– Εἶσαι ὀπαδός τοῦ Σοπενάουερ καί τοῦ Λεοπάρδη; τόν ἐρώτησα.
– Εἶμαι! μοῦ ἀπήντησεν ὑπερηφάνως. Καί εἴμεθα πολλοί, τήν ἐποχήν αὐτήν. Ἐμεῖς ὅμως, ἀπό τήν ἀπαισιόδοξον φιλοσοφίαν μας, δέν ἐκάμαμεν μίαν βιτρίνα. Τήν κρατοῦμε γιά τόν ἑαυτό μας. Καί αὐτή εἶναι ἡ διαφορά!
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ