Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 16 Ἰουνίου 1923
Δέν πρόκειται περί τῆς νέας γενεᾶς τῶν ἀνδρῶν. Δι’ αὐτήν κανείς πλέον δέν ἐνδιαφέρεται. Ὅλη ἡ πόλις ἐνασχολεῖται τήν στιγμήν αὐτήν μέ τήν νέαν γενεάν τῶν γυναικῶν. Καί ἐνῷ τά δεσποινίδια τῆς τελευταίας ἐσοδείας –«ἄνθος παρθένων»– διασχίζουν πάνοπλα τήν γυναικοτρόφον αὐτήν πρωτεύουσαν, παραβαίνοντα ὅλας τάς περί ὁπλοφορίας ἀστυνομικάς διατάξεις, ὑψώνεται ὁλόγυρά των, ὡς θυμίαμα, ἡ φωνή τοῦ μυστικοῦ αἴνου:
– Τί σοῦ εἶνε, τέλος πάντων, αὐτή ἡ νέα γενεά! Θαῦμα θαυμάτων!
Σταθῆτε, παρακαλῶ, μίαν στιγμήν! Τήν ἰδίαν φωνήν ἀκριβῶς, μέ τάς ἰδίας λέξεις, μέ τόν ἴδιον ἀπολύτως ἐνδόμυχον κραδασμόν, εἶμαι βέβαιος ὅτι τήν ἤκουσα, πρό ἀμνημονεύτων χρόνων καί εἰς μίαν ἡλικίαν, ποῦ δέν ἐννοεῖ κανείς πολλά πράγματα, ἀλλά καί δέν λησμονεῖ τίποτε ἀπό ὅσα ἤκουσε. Κάποιοι ἄνθρωποι καί τότε, ὑπερβολικά συγκινημένοι ἀπό ἕνα θέαμα, τό ὁποῖον, φαίνεται, νά τούς ἐτάρασσεν ἰδιαιτέρως, ἐξωμολογοῦντο πρός ἑαυτούς καί ἀλλήλους τόν θαυμασμόν των, μ’ ἕνα ὕφος, ποῦ ἐνθύμιζε καταπληκτικά μίαν παλαιάν χαλκογραφίαν, παριστάνουσαν τούς γέροντας τῆς Τροίας εἰς τήν διάβασιν τῆς Ἑλένης τοῦ Μενελάου.
-Τί σοῦ εἶνε, τέλος πάντων, αὐτή ἡ νέα γενεά! Θαῦμα θαυμάτων!
Οἱ καϋμένοι οἱ ἄνθρωποι!… ἐσκεπτόμεθα μέ συμπάθειαν πρός τήν δυστυχίαν των ὅλοι ἐμεῖς οἱ μικροί ἀνθρωπάκοι. Ποιός ξέρει ποιοῦ εἴδους κατσίκες ὑπῆρξαν ὑποχρεωμένοι νά θαυμάζουν εἰς τήν νεότητά των! Ἦτο, πράγματι, ἀπορίας ἄξιον, πῶς οἱ ἄνθρωποι αὐτοί κατώρθωσαν νά ἐρωτευθοῦν, νά νυμφευθοῦν καί νά μᾶς φέρουν εἰς τήν ζωήν, ὑπό τόσον ἀπελπιστικάς συνθήκας. Θά ἠμποροῦσε νά ὁρκισθῇ κανείς, ἀντικρύζων τήν κατάπληξιν τῶν δυστυχῶν αὐτῶν ἀνθρώπων ἐμπρός εἰς τό νέον θαῦμα, ὅτι ἡ ὡραιότης τῶν γυναικῶν ἦτο ἐφεύρεσις τῆς τελευταίας στιγμῆς καί ὅτι ὅλαι αἱ μυθολογούμεναι ὡραιότητες, ποῦ ἀνεστάτωσαν τόν κόσμον, ἦσαν καθαρά πλάσματα τῆς φαντασίας τῶν ποιητῶν. Πῶς ἠμποροῦσε νά εἶνε ὡραία ἡ Ἑλένη τῆς Σπάρτης, ἡ ὁποία δέν ἀνῆκεν εἰς τήν νέαν γενεάν, ἀλλά εἰς τούς προϊστορικούς χρόνους; Κρῖμα στά παλληκάρια, ποῦ ἐχάθηκαν εἰς τήν Τροίαν ἐξ αἰτίας της. Ὁ Τρωικός πόλεμος ἔπρεπε νά γίνῃ σήμερον!
Δέν γνωρίζω πόσαι ἀκριβῶς «νέαι γενεαί» ἐπέρασαν ἀπό τήν ἐποχήν τῆς μακρυνῆς μου αὐτῆς ἀναμνήσεως. Ἐν τούτοις, κάθε τέτοιαν ἐποχήν –ἀκούω νά ἐπαναλαμβάνεται, μέ τήν ἰδίαν ἐντελῶς τρέμουσαν φωνήν, μέ τάς ἴδιας λέξεις, μέ τόν ἴδιον ἀπολύτως ἐνδόμυχον κραδασμόν, ὁ παλαιός θαυμαστικός αἶνος.
-Τί σοῦ εἶνε, τέλος πάντων, αὐτή ἡ νέα γενεά! Θαῦμα θαυμάτων!
Αὐτήν τήν φοράν εἶμαι ἐντελῶς σύμφωνος μέ τούς προλαλήσαντας. Πράγματι, ἡ νέα γενεά δέν ὁμοιάζει μέ καμμίαν ἄλλην. Τά θήλεα, ποῦ ἀγαπήσαμεν, ἐθαυμάσαμεν, ἐνυμφεύθημεν καί εἰς τά ὁποῖα ὑψώσαμεν βωμούς, ἐστείλαμεν ἐρωτικάς ἐπιστολάς καί ἐγράψαμεν στίχους, δέν ἦσαν παρά ἐλεεινές κατσίκες τῆς χειροτέρας ράτσας. Ποτέ ὁ ἀνθρώπινος κῆπος δέν ἐπαρουσίασε δροσερότερα ἄνθη. Ποτέ ὁ οὐράνιος γλύπτης δέν ἔβγαλεν ἀπό τό ἐργαστήριόν του παρόμοια πλαστικά ἀριστουργήματα. Ποτέ ἡ ἀνθρωπότης δέν εἶδε τήν Ἀρτέμιδα πλανωμένην εἰς τούς δρόμους μέ τόσον τέλειον καί πλήρη ὁπλισμόν, ὅπως τήν βλέπομεν τήν στιγμήν αὐτήν, διασχίζουσα τήν ὁδόν Σταδίου. Τί συμβαίνει λοιπόν; Ὡρισμένως συμβαίνουν καταπληκτικά πράγματα, τά ὁποῖα ματαίως προσπαθοῦμεν νά ἐξηγήσωμεν.
Εἶνε μέγα δυστύχημα ὅμως νά τύχῃ κανείς ὀλίγον μύωψ καί νά τοῦ ἀναρπάσῃ ὁ ἄνεμος τά γυαλιά του εἰς μίαν στιγμήν, ποῦ τά δύο μάτια, τά ὁποῖα ἔδωκεν ὁ Θεός εἰς τόν ἄνθρωπον, χωρίς νά λάβῃ ὑπ’ ὄψιν τήν «νέαν γενεάν» δέν εἶναι καθόλου ἀρκετά διά τόν σύγχρονον Ἀθηναῖον. Διότι, ἰδού τί παθαίνει κανείς. Ἐμπρός μας ἐπροχωροῦσε μέ μαρμαρυγάς οὐρανίου μαρμάρου τό δεσποινίδιον τῆς νέας γενεᾶς.
-Τί σοῦ εἶνε, τέλος πάντων, αὐτή ἡ νέα γενεά! εἶπα εἰς τόν φίλον μου.
-Ποιά νέα γενεά; μοῦ εἶπε κατάπληκτος ὁ φίλος μου, ποῦ ἦτο πρεσβύωψ.
-Ἀλλά δέν τήν βλέπεις, ποῦ προχωρεῖ ἐμπρός μας;
Ἀπελιθώθη.
-Αὐτή; ἐφώναξεν, ὡς νά τοῦ εἶχαν πατήσει τόν καλόν. Ἀλλ’ αὐτή, φίλε μου, εἶνε ἡ γιαγιά μου.
Ὁ ἄνθρωπος δέν ἤθελε νά παίξῃ μέ τήν μυωπίαν μου. Ἦτο, πράγματι, ἡ γιαγιά του.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ